Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892/Στιγμαί θυμηδίας

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1892
Συγγραφέας: Ανώνυμος
Στιγμαὶ θυμηδίας


ΣΤΙΓΜΑΙ ΘΥΜΗΔΙΑΣ

Ἡ σκηνὴ ἐν Κηφισσίᾳ.

Εἷς τζέντελμαν θέλει νὰ εἰσέλθῃ εἰς ἀγρόν, ἀλλ’ ἡ δίοδος τῷ ἐμποδίζεται διὰ μικροῦ φράκτου.

— Γιὰ νὰ σοῦ πῶ παληκάρι — ἐρωτᾷ τὸν ἐκεῖ που ἱστάμενον χωρικόν. ’Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔμβῃ ἐδῶ μέσα;

— Μπᾶ! Πῶς δὲν μπορεῖτε! Τὴ φραγὴ αὐτὴ τὴν ἔχομε νὰ μὴ μπαίνουν μέσα τὰ γαϊδούρια. Τοῦ λόγου σᾶς ὅμως ἐμπᾶτε, δὲν πειράζει!

Ἐν τῷ Κακουργοδικείῳ. Ὁ πρόεδρος πρὸς τὸν κατηγορούμενον:

— Διατὶ νὰ θέσῃς κίβδηλα νομίσματα εἰς κυκλοφορίαν....;

— Μήπως, κύριε πρόεδρε, εἶχα ἀληθινὰ καὶ δὲν τὰ ἐκυκλοφοροῦσα;

— Ὅλο καὶ χάνω τὰ μαλλιά μου, καϋμένη· δὲν ξέρω τί νὰ κάμω! παρεπονεῖτο μία κυρία πρὸς φίλην της.

Καὶ ὁ μικρός τῆς Ἀλέκος παρεμβαίνων:

— Μὰ γιατί, μαμᾶ, δὲν τὰ κλειδόνεις ’ς τὸ συρτάρι ποῦ τὰ βάζεις κάθε βράδυ;

— !!…!!…!!…

Ἡ σκηνὴ ἐν τῷ table ď hôte. Ὁ ὑπηρέτης περιάγει τὴν πιατέλαν μὲ ῥαδίκια, τὰ ὁποῖα ἐκ τῶν ὁμοτραπέζων εἷς Ἄγγλος κενόνει ὅλα εἰς τὸ πιάτο του, εἰς ἔκπληξιν τῶν παρακαθημένων.

— Μά, κύριε! τῷ παρατηρεῖ ὁ γείτων του, νομίζετε ὅτι δὲν ἀρέσουν τάχα καὶ εἰς ἡμᾶς τὰ ῥαδίκια;

— Ὅσον ἀρέσουν σ’ ἐμένα ἀδύνατον! διέκοψεν ἐκεῖνος με ὅλην τὴν ἀγγλικανικὴν ἀταραξίαν.

Ἐν τῷ κακουργοδικείῳ.

— Διατί νὰ φονεύσῃς τὴν γυναῖκα σου, ἄθλιε! ἐρωτᾷ ὁ Πρόεδρος τὸν κατηγορούμενο.

— Δὲν ἦτο δυνατόν, κύριε Πρόεδρε, νὰ ζήσωμε πλέον μαζύ…

— Καὶ διατὶ τότε δὲν τὴν ἐχώριζες;

— Ἆ, δὲν ’μποροῦσα· μὲ ἐμπόδιζεν ὁ ὅρκος μου…

— Ποῖος ὅρκος;

— Νά, τῆς εἶχα ὁρκισθῇ νὰ μή μᾶς χωρίση τίποτε παρὰ μόνον ὁ θάνατος.

Ἡ σκηνὴ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐξομολογήσεως. Ἡ κυρία Ρ***, ἀρκούντως φιλάρεσκος ἀλλὰ καὶ ἀρκούντως δυσειδής, ἐρωτᾷ δειλῶς τὸν πνευματικόν της:

— Ἅγιε πάτερ, εἶνε ἁμαρτία τάχα ὅταν ἀκούω νὰ μὲ λέγουν ὡραίαν;

Καὶ ὁ πονηρὸς ἱερεύς:

— Ἁμαρτία, κόρη μου, δὲν εἶνε. Ἀλλὰ δὲν εἶνε πάλι καὶ καλὸν πρᾶγμα νὰ ἐνθαρρύνῃ κανεὶς τὸ ψεῦδος.

— Θέλεις ἕνα καφὲν; ἐρωτᾷ ἡ οἰκοδέσποινα τὸν κ. Παράξενον.

Ἀλλ’ ὁ κ. Παράξενος συνειθίζει νὰ πίνῃ τὸν καφὲν πολὺ βαρὺν καὶ μὲ πολλὴν ζάχαριν, ἐνῶ ἐξ ἄλλου ἡ κυρία συνειθίζει νὰ τὸν προσφέρῃ εἰς τοὺς προσκεκλημένους της πολὺ ἐλαφρὸν καὶ ἄγλυκον.

— Μά… κυρία μου… διατὶ νὰ πειράζεσθε…

— Ἐξ ἐναντίας, θὰ σᾶς τὸν ψήσω ἐγὼ μόνη μου μὲ πολλὴν-πολλὴν εὐχαρίστησιν…

— Τότε, κυρία μου, θὰ προτιμοῦσα νὰ μοῦ τὸν ψήσετε μὲ πολλήν.... ζάχαριν!

Ἐρωτῶσι νεαρὰν καὶ ἀφελῆ κόρην ποίαν ἡλικίαν ἔχει.

Καὶ ἐκείνη μὲ ὅλην τὴν ἀπρόσεκτον εἰλικρίνειάν της:

— Ἀκριβῶς δὲν ’μπορῶ νὰ σας ’πῶ. Ὅταν πηγαίνω ἔξω μὲ τὸν μπαμπᾶ εἶμαι δεκαοκτὼ ἐτῶν… ὅταν ὅμως ’βγαίνω μὲ τὴ μαμᾶ εἶμαι μόνον.... δεκατεσσάρων!