Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892/Αρμόδιοι και υπεύθυνοι, ήτοι ιστορία ενός λάκκου

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1892
Συγγραφέας:
Ἁρμόδιοι καὶ ὑπεύθυνοι, ἤτοι ἱστορία ἑνὸς λάκκου


ΑΡΜΟΔΙΟΙ ΚΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ
ΗΤΟΙ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΛΑΚΚΟΥ
[ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΙΚΩΝ]

ΣΥΧΝΑ ἀνεγίνωσκον εἰς τὰς ἐφημερίδας:

— «Οἱ ἁρμόδιοι ἐπελήφθησαν ἀνακρίσεων διὰ τὸ δεῖνα…»

— Ἐφιστῶμεν τὴν προσοχὴν τῶν ἁρμοδίων διὰ τὸ τάδε…»

— Οἱ ἁρμόδιοι ἂς ἐρευνήσωσι τὸν δεῖνα ὑπόθεσιν…»

«Οἱ ἁρμόδιοι ἂς κάμωσι τοῦτο, οἱ ἁρμόδιοι ἂς φροντίσωσι δι’ ἐκεῖνο, οὗ ἁρμόδιοι πρέπει νὰ σκεφθῶσι διὰ τὸ ἄλλο». Καὶ οὕτω καθεξῆς.

Ἀλλὰ τί εἴδους μεταφυσικὰ ὄντα, τί μυστηριώδεις Σίβυλλαι, ἀόρατοι καὶ ἀκατάληπτοι, ἦσαν αὐτοὶ οἱ ἁρμόδιοι, ποῦ διέμενον, εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς τὴν Σελήνην, ἂν συνεκροτοῦντο ἐκ χοὸς ἢ ἀέρος, ἂν ἦσαν δίποδα ἢ ἑρπετὰ ἢ μαλάκια, ἂν εἶχον καὶ αὐτοὶ χεῖρας, ὦτα, κοιλίαν, µασσητῆρας, πτερὰ ἢ κέρατα, δὲν μοὶ ἐδόθη ποτὲ ἀφορμὴ νὰ ἐξετάσω.

Ἐν τούτοις ἡ κατωτέρω ἱστορία, τὴν ὁποίαν θὰ σᾶς διηγηθῶ, θέλει σᾶς πείσει ὅτι εὐκολώτερον εἶνε νὰ συλλάβετε τὸν διάβολον ἀπὸ τὴν οὐράν, ἢ καὶ τὴν γαλῆν ἀπὸ τοὺς ὄνυχας, παρὰ νὰ ἐπιχειρήσητε τὴν ἀνακάλυψιν τῶν περιέργων αὐτῶν κυρίων, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται ἁρμόδιοι!

Πρωΐαν τινὰ μὲ ἀφύπνισαν σφοδροὶ γδοῦποι ἀξίνης, ἔξω ἐπὶ τῆς ὁδοῦ. Ἠγέρθην, προέκυψα τοῦ παραθύρου καὶ εἶδον.

Ἦσαν ἐργάται σκάπτοντες ἐν σπουδῇ καὶ ἀνοίγοντες εὐρεῖαν τάφρον ἐγκαρσίως ἐν τῇ διασταυρώσει τῶν δύο ὁδῶν.

Ἔτριψα τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπορῶν, διότι ἤμην βέβαιος ὅτι οὔτε παραμοναὶ δημοτικῶν ἐκλογῶν ἦσαν, οὔτε ἡ οἰκία κανενὸς δημοτικοῦ συμβούλου ἔκειτο ἐκεῖ που πλησίον, διὰ νὰ δικαιολογῆται ἡ ἐξαιρετικὴ αὕτη πρόνοια τῆς Δημαρχίας.

Ἠρώτησα εἰς τί ἐχρησίμευεν ἆρά γε ἡ ὀρυσσομένη τάφρος, ἀλλ’ οἱ ἐργάται ἀνεγείροντες τοὺς ὤμους ἀπήντων στερεοτύπως:

— Δὲν ’ξέρομε· ἔτσι μᾶς διέταξαν!…

Τοὺς εἶχον δηλαδὴ διατάξει οἱ ἁρμόδιοι. Ἀλλὰ τί πρόκειται τάχα, ἐσκεπτόμην κατ’ ἐμαυτόν, νὰ κατασκευάσουν ἐδῶ;

Οἱ γείτονες ἔκπληκτοι καὶ αὐτοὶ διὰ τὸ ἀσύνηθες συμβὰν διηρώτων ἀλλήλους καὶ κατέφευγον εἰς ποικίλα συμπεράσματα.

— Φαίνεται πῶς θὰ μᾶς φέρῃ κι’ ἀπ’ ἐδῶ τὸ νερὸ ὁ καϋμένος ὁ δήμαρχος, γιὰ νὰ μὴ ψοφήσουμε τῆς δίψας!

— Ἐγὼ νομίζω, ἀπεφαίνετο ἕτερος, πῶς θὰ μᾶς βάλουν σωλῆνας τοῦ γκάζ, γιὰ νὰ μὴ σκοτονώμεθα τὴ νύχτα θεοσκότεινα.

Οὐδεὶς ὅμως ἠδύνατο νὰ μαντεύσῃ ὁποῖον μεγαλοφυὲς σχέδιον ἔμελλε νὰ περικλείσῃ τὸ παρόδιον ἐκεῖνο χάσμα. Πάντες δὲ ἀνέμενον ἀνυπόμονοι τὸ ἀποτέλεσμα.

Ἡ τάφρος ἐν τούτοις ἐσκάφη εἰς πλάτος ἑνὸς καὶ εἰς βάθος ἡμίσεος μέτρου. Τὴν ἑπομένην οἱ ἐργάται ἐγένοντο ἄφαντοι. Παρῆλθε καὶ ἡ μεθεπομένη. Οὔτε ἐργάται, οὔτε σωλῆνες, οὔτε νερόν, οὔτε γκάζ, οὔτε τίποτε.

Καὶ ὅμως τὸ σχετικὸν ἔδαφος τῆς ὁδοῦ εἶχεν ἀναστατωθῆ. Οἱ ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς τάφρου ὄγκοι τοῦ χώματος καὶ τὰ ἐκ τῶν ρείθρων τῶν πεζοδρομίων καταλειβόµενα ὕδατα ἐβορβόρωσαν τὸ μέρος ἐκεῖνο. Στρώματα κονιορτοῦ, λόφοι, ρύακες, λίμναι, ἀκρωτήρια, χαράδραι, φάραγγες καὶ σπήλαια ἐσχηματίζοντο ὁλονὲν ἐν μικρογραφίᾳ, ἀλλὰ τόσον κυριολεκτικῶς, ὥςτε ὁ δημοδιδάσκαλος τῆς συνοικίας, ἀνήκων ἄλλως τε εἰς τὴν Νέαν Παιδαγωγικὴν Μέθοδον, ἐπωφεληθεὶς τῆς περιστάσεως, ὡδήγει ἐκεῖ ἑκάστην πρωΐαν τους μικροὺς διαβόλους τοῦ σχολείου — θέλω νὰ εἴπω: τοὺς μικροὺς μαθητάς του — διὰ νὰ τοῖς ἐξηγῇ; ἐπὶ τὸ ἐμπειρικώτερον, τὸ μάθημα τῆς γεωγραφίας.

Ἀλλ᾽ οἱ γείτονες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔμειναν βέβαια πολὺ ἐνθουσιασμένοι ἐκ τῆς γεωλογικῆς ἐκείνης ἀναμορφώσεως τοῦ ἐδάφους, ἠναγκάζοντο ἔκτοτε ν’ ἀλλάσσουν δρομολόγιον ἐπανερχόμενοι ἕκαστος οἴκαδε τὸ ἑσπέρας, περικάµπτοντες ἄλλος ἄλλο τετράγωνον ὁλόκληρον, διὰ νὰ μὴ βυθίζωνται μέχρι γονάτων ἐντὸς τῆς λάσπης ἐναλλὰξ καὶ τοῦ κονιορτοῦ.

Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ οὐκ ὀλίγοι διαβᾶται ἀνύποπτοι ἀνετρέποντο ἐντὸς τῶν τελματωδῶν ἐκείνων προχωμάτων.

Τὸ κακὸν παρετείνετο ἐπ’ ἄπειρον. Διὸ οἱ γείτονες, ὡς ἐλεύθεροι συνταγματικοὶ πολῖται, ἀποτελοῦντες καὶ αὐτοὶ τὴν πεφημισμένην κυριαρχίαν τοῦ λαοῦ, ἐσκέφθησαν νὰ διαμαρτυρηθῶσι διὰ τὴν ἀνατροπὴν αὐτὴν τῶν διαβατῶν καὶ τοῦ καθεϛῶτος τῆς ὁδοῦ. Ἐϛαύρωσαν ὅθεν τὰς χεῖρας καὶ ἐξερράγησαν εἰς λόγους καὶ ὕβρεις κατὰ τῶν ἁρμοδίων.

Ἐν τούτοις ἡ ἀγανάκτησίς μας ἐκορυφώθη ὅταν ἑσπέραν τινὰ πελαγοδρομῶν ἐντὸς τῶν ἑλῶν ἐκείνων φορτηγός τις ὄνος, ἐναυάγησεν αὔτανδρος, μετὰ τῶν κοφίνων τουτέστι καὶ τοῦ ὀνηλάτου. Ὥστε τὴν πρωΐαν ὁ δηµοδιδάσκαλος τῆς γειτονίας εὗρε τὴν εὐκαιρίαν νὰ συμπληρώσῃ τὸ γεωγραφικόν του μάθημα, ἀνακαλύψας καὶ δάση ἐκ μαρουλίων καὶ λαχάνων χύδην ἐσκορπισμένων ἐντὸς τοῦ βορβόρου.

Ἐν τοσούτῳ ἡ χάνδαξ ἔμενεν ἐκεῖ, ὡς αἴνιγμα ἄλυτον, ὡς στόμιον ᾌδου, ἄνωθι τοῦ ὁποίου περιΐπταντο βεβαίως ἀόρατοι καὶ μυστηριώδεις αἱ σκιαὶ τῶν ἁρμοδίων.

Εὑρίσκω τὸν ἀστυνόμον τοῦ τμήματος, καὶ τὸν παρακαλῶ ἐν ὀνόματι τῆς τάξεως καὶ τῆς φιλανθρωπίας, νὰ διέλθῃ ἐκεῖθεν καὶ ἀντιληφθῇ τὴν ἀξιοθρήνητον κατάστασιν.

— Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἁρμόδιος! μοῦ ἀπαντᾷ λακωνικώτατα καὶ μοῦ στρέφει τα νῶτα.

— Τοὐλάχιστον ὁδηγήσατέ με, σᾶς παρακαλῶ, ποῦ ἠμπορῶ νὰ ξετρυπώσω αὐτὸν τὸν ἁρμόδιον, διότι καταντᾷ τρομερὸν νὰ μένῃ ἔτσι ἐκεῖνο ἐκεῖ τὸ χανδάκι…

— Νὰ μοῦ κάμῃς τὴν χάρι νὰ μὴ μὲ σκοτίζης, κ’ ἐκεῖνοι ποῦ τὸ ἄνοιξαν, ἂς βγάλουν τὰ μάτια τους νὰ τὸ κλείσουν. Ἆ! καὶ πολλαῖς κουβένταις δὲν μοῦ χρειάζονται........ Ἐβρυχήθη τρίζων τοὺς ὀδόντας ὁ κύριος ἀστυνόμος καὶ ἐξακοντίζων ἄγριον κατ’ ἐμοῦ βλέμμα.

Ἐδόξασα τὸν Θεὸν ὅτι ἠρκέσθη ἕως ἐκεῖ μόνον, ἐνῷ εἶχε πλῆρες τὸ συνταγματικὸν δικαίωμα νὰ μοῦ ταῖς βρέξῃ συνταγματικώτατα, συμπληρῶν τὰς πληροφορίας του διὰ γρόνθων καὶ λακτισμάτων.

Μεταβαίνω εἰς τὸν Διευθυντὴν τῆς Ἀστυνομίας καὶ τῷ ἐξιστορῶ τὰ παράπονα τῶν γειτόνων καὶ τῶν διαβατῶν.

— Φίλε μου, δὲν ἔχω εἴδησιν ἀπὸ χανδάκια. Νὰ κάμητε τὰ παράπονά σας.... εἰς τὸν Δήμαρχον.

Μετ’ ὀλίγας στιγμὰς διεσκέλιζον ἀσθμαίνων τὰς βαθμίδας τῆς Δημαρχίας.

— Δὲν ἠξεύρω τίποτε, μοῦ ἀπαντᾷ ὁ κ. Δήμαρχος. Νὰ εὕρῃς τὸν μηχανικὸν τοῦ δήμου. Αὐτὸς εἶνε ἁρμόδιος νὰ σὲ φωτίσῃ.

Ἀλλ’ ὁ μηχανικὸς τοῦ δήμου δὲν ἐφάνη μέχρι τῆς μεσηµβρίας. Ἐπανῆλθον τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸν περιέμενον μέχρις ἑσπέρας. Ἀλλά, πρὸς ἐπαύξησιν τῆς ἰδικῆς μου ἀμηχανίας, ὁ μηχανικὸς τοῦ δήμου δὲν ἔτυχε νὰ φανερωθῇ πουθενά.

Ἐν τούτοις περὶ τὸ ἑσπέρας, καθ’ ἣν ὥραν τὸ κατάστηµα τῆς Δημαρχίας ἐκλείετο καὶ οἱ ὑπάλληλοι ἀνεχώρουν, συνέπεσε νὰ διέρχηται τυχαίως ἐκ τοῦ ἀπέναντι πεζοδρομίου ὁ μηχανικός.

Τρέχω καὶ τὸν σταματῶ.

— Κύριε μηχανικέ, τὸ χανδάκι ἐκεῖνο ἐκεῖ…

— Ὤχ, ἀδελφέ! τέτοια ὥρα, ποῦ ’νύχτωσε, ’βρέθηκε νὰ ἔλθῃς νὰ μοῦ ’μιλήσῃς γιὰ χανδάκια! χάθηκε ὅλη ἡ ἡμέρα; ποῦ ἤσουν;

Μὲ ἀφίνει ἐμβρόντητον καὶ φεύγει.

Καὶ ἐνῷ ἐπέστρεφον οἴκαδε ἀκούω γοερὰς κραυγὰς ἔκ τινος γειτονικῆς οἰκίας.

Ἐρωτῶ τί τρέχει. Ἆ! τίποτε! μικρὰ πράγματα! ὁ Νῖκος, τὸ χαριτωμένον ἑξαετὲς ἀγγελοῦδι ἑνὸς γείτονος, παίζων πρὸ ὀλίγης ὥρας, κατεκρημνίσθη ἐντὸς τοῦ ἀνθρωποφάγου ἐκείνου Καιάδα, καταμωλωπισθέν, ἐνῷ ὁ πατήρ του ἔτρεχε νὰ εὕρη χειρουργούς, φάρμακα καὶ ἐπιδέσµους.

Συνερχόμεθα οἱ γείτονες εἰς συμβούλιον περὶ τοῦ πρακτέου. Συμβούλιον ρωμηῶν, ἐννοεῖται. Διότι ἀφοῦ ἀντηλλάγησαν χίλιαι ἀόριστοι γνῶμαι, ἐν τέλει κατωρθώθη, ὡς ἦτο ἑπόμενον, νὰ μὴ ἐξευρεθῇ καμμία σωστὴ καὶ ὡρισμένη.

Ἀπεφασίσθη μόνον νὰ συνεχίσω ἐγὼ τὰς ἐρεύνας μου πρὸς ἀνακάλυψιν τῶν ἁρμοδίων. Ἐνδιεφερόμην πλειότερον διότι οἱ λόφοι τῶν χωμάτων εἶχον ἀποφράξει κυρίως τῆς ἰδικῆς μου οἰκίας τὴν εἴςοδον.

Τὸ πρωῒ τρέχω εἰς τὸ Δημαρχεῖον. Μετὰ ἀνεκδιηγήτους βασάνους εὑρίσκω τὸν μηχανικόν.

Ἀφοῦ ἔξεσε τὴν κεφαλήν, ὡςεὶ προσπαθῶν νὰ συναγάγῃ τὰς ἀναμνήσεις του;

— Ἄ, ναί. ἔχετε δίκαιον, μοὶ λέγει χασμώμενος. Ἐγὼ εἶχα δώσει ἐντολὴν νὰ σκάψουν ἐκεῖ διότι ἀπεφασίσθη νὰ γίνῃ μία λωρὶς λιθόστρωτος μεταξὺ τῶν δύο πεζοδρομίων. Ἡ ἐργασία ὅμως διεκόπη, διότι εὐθὺς ἀνεφύη ἓν σοβαρὸν ζήτημα περὶ τοῦ ποῖος ὑπεχρεοῦτο διὰ τὴν δαπάνην τῆς κατασκευῆς, ὁ δῆμος ἢ τὸ δημόσιον καθόσον ἀνεκαλύφθη ὅτι ἡ μὲν μία ὁδὸς εἶνε δημοτική, ἡ δὲ ἄλλη ἐπαρχιακή. Ὥςτε, ἐπειδὴ ἡ σκαφεῖσα γραμμὴ συμπίπτει ἐπὶ τῆς διασταυρώσεως ₧τῶν δύω ὁδῶν, αἱ ὁποῖαι ἔχουν τὸ αὐτὸ κοινὸν σημεῖον, γεννᾶται τώρα τὸ ζήτημα…

— Τι λές, βρὲ ἀδελφέ! τώρα ἀκόμη γεννᾶται το ζήτημα, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ ἦνε πρὸ πολλοῦ ξεκαθαρισμένον;....

— Τί νὰ, σοῦ κάμω! Ἐδῷ, βλέπεις, συγκρούονται τὰ ὅρια τῆς ἁρμοδιότητος τῶν δύο ἀρχῶν. Ἡ δικαιοδοσία ἡ ἰδική μου ἔληξε. Πρέπει νὰ εὕρετε τὸν νομομηχανικόν. Ἐκεῖνος θὰ σᾶς πληροφορήση.

Καὶ μὲ ἀφίνει χάσκοντα καὶ φεύγει.

Ἐν τούτοις τὴν ἐπαύριον τρέχω ἐπὶ τὰ ἴχνη τοῦ νομομηχανικοῦ. Δὲν ἐνθυμοῦμαι πόσα μίλια διέτρεξα μεταξὺ νομαρχίας, δημαρχίας καὶ ὑπουργείου, ἀναιβοκαταιβαίνων τὰς κλίμακας καὶ των τριῶν ἀλληλοδιαδόχως. Ἐνθυμοῦμαι μόνον ὅτι περὶ τὸ ἑσπέρας ἀνακαλύπτω τὸν κύριον νομομηχανικὸν εἰς τὸ ζυθοπωλεῖον τοῦ Μπερνιουδάκη μεταξὺ τεσσάρων φιαλῶν ζύθου.

— Δόξα σοι ὁ Θεός! ἐσώθημεν τέλος πάντων! ἐκραύγασα.

Καὶ ἤρχισα νὰ τῷ διεκτραγῳδῶ τὰ ἐκ τῆς χάνδακος βάσανά μας.

Ὁ κ. νομομηχανικός, ἀφοῦ ἐστράγγισε καὶ ἄλλο ποτήριον ζύθου μέχρι πυθμένος, ἐσπόγγισε τὰ χείλη, ἤναψεν ἓν σιγάρον, διέταξε τὸν ὑπηρέτην νὰ τῷ φέρῃ καὶ ἄλλην φιάλην, καὶ εἶτα μετὰ στωϊκῆς ἀπαθείας, τὴν ὁποίαν ὁμολογῶ ὅτι ἐζήλευσα:

— Γνωρίζω τὴν ὑπόθεσιν, μοὶ ἀποκρίνεται. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχετε ὀλίγην ὑπομονὴν μέχρις οὗ λυθῇ ἡ μεταξὺ τοῦ δήμου καὶ τοῦ δημοσίου προκύψασα διαφορά, ἂν δηλαδὴ ἡ χαραχθεῖσα γραμμὴ πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὅτι πίπτει ἐπὶ τῆς δημοτικῆς ἢ ἐπὶ τῆς δημοσίας ὁδοῦ, διότι ἂν ὑποτεθῇ ὅτι πίπτει…

— Μά, ἀγαπητέ μοι, ἕως οὗ διαλευκανθῇ εἰς ποίαν ὁδὸν πίπτει ἡ γραμμὴ τοῦ λάκκου, ἡ μισή Ἀθήνα θὰ ἐξακολουθῇ νὰ πίπτῃ μέσα…

— Καὶ ἐπὶ τέλους, φίλε μου, ἐγὼ εἶμαι ἀναρμόδιος, ἀφοῦ σᾶς εἶπα πῶς ἐπελήφθη τὸ Ὑπουργεῖον, μὲ διέκοψεν ἀγανακτήσας ὅτι δὲν κατενόουν τὰ πράγματα τῆς ὑπηρεσίας, ὡς μοῦ τὰ ἐξήγει.

Ἐπανέρχομαι οἴκαδε ἄπρακτος καὶ τὸ ἑσπέρας ἐκεῖνο, καθ’ ἣν ὥραν παραμάνα τις ἐξ Ἄνδρου εὐρυτάτων διαστάσεων, εἶχεν ἀνατραπῆ, μὲ τὸ οἰμῶζον βρέφος εἰς τὰς ἀγκάλας της, ἐντὸς τῆς λασπώδους λεκάνης μεταξὺ τῶν δύω πεζοδρομίων, πλῆθος δὲ περιέργων ἐθεᾶτο τὸ ἀπαράμιλλον ἐκεῖνο tableau vivant!

— Καὶ τώρα; τὶ πρέπει νὰ γίνῃ; ἐκραύγασαν οἱ γείτονες ἅμα ἤκουσαν τὰς ἐπανειλημμένας ἀποτυχίας μου.

— Νὰ κάμωμεν μίαν ἀναφορὰν εἰς τὸ ὑπουργεῖον! ἐπρότεινε κάποιος.

— Νὰ καταφύγωμεν εἰς τὸν τύπον! προςέθηκεν ἕτερος.

— Ἐγὼ φρονῶ ὅτι ἐν ἀνάγκῃ πρέπει νὰ φέρωμεν τὸ ζήτημα εἰς τὴν βουλήν! ἐγνωμοδότησεν ἄλλος.

Καὶ πράγματι εἰς ἐμὲ ἔλαχεν ἡ τιμὴ νὰ συντάξω τὴν ἀναφοράν, ἐνῶ δύω-τρεῖς ἄλλοι ἔδραμον εἰς τὰ γραφεῖα τῶν ἐφημερίδων. Ὀφείλω δὲ νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἐξ αὐτῶν αἱ ἀντιπολιτευόμεναι πυρίως ἔγραψαν δριμύτατα κατὰ τῆς κακούργου ἀδιαφορίας τῶν ἁρμοδίων, περιγράφουσαι διὰ ζοφερῶν χρωμάτων οὐ μόνον ὅσα δυςτυχήματα συνέβησαν ἐκ τοῦ λάκκου ἐκείνου, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ ὅσα… δὲν συνέβησαν!

— «Πρέπει νὰ προνοήσουν τέλος πάντων οἱ ἁρμόδιοι διὰ τὴν ἀθλίαν αὐτὴν κατάστασιν τῆς ὁδοῦ…» ἔγραφεν ἡ μία.

— «Ἔπειτα ἀπὸ τόσην κατακραυγὴν τοῦ κοινοῦ, τί κάμνουσιν οἱ ἁρμόδιοι; Πρὸς Θεοῦ! ποῦ ζῶμεν; ἔχομεν δήμαρχον, συμβούλους, νομάρχην, ὑπουργόν, ἀστυνομίαν, ἢ διοικούμεθα. ὑπὸ Κάφρων;…» ἔγραφεν ἡ ἄλλη.

— «Φαντασθῆτε εἰς ποῖον βαθμὸν ἐμπαθείας καὶ φατριασμοῦ κατήντησεν ἡ σημερινή διοίκησις, ἀφοῦ ἐπίτηδες παρεσκεύασε την ἐλεεινότητα ἐκείνην τῆς ὁδοῦ, διὰ νὰ ἐκδικηθῇ τοὺς πέριξ γείτονας, οἱ ὁποῖοι ἐκηρύχθησαν ἀναφανδὸν ὑπὲρ τῆς ἀντιπολιτεύσεως…» ἐτόνιζεν ἄλλη εἰς τὴν διαπασῶν, στηλιτεύουσα τὴν ἠθικὴν ἐξαχρείωσιν τῆς κυβερνήσεως, καὶ συμπεραίνουσα ἐν τέλει ὅτι πρέπει νὰ πέσῃ αὐτή, διὰ νὰ ἔλθῃ ἡ ἀντιπολίτευσις εἰς τὰ πράγματα καὶ διορθωθῇ καὶ ἡ ὁδὸς καὶ τὸ ῥωμέϊκο.

Ἀλλὰ καὶ μεθ’ ὅλα ταῦτα οὔτε ἁρμόδιοι ἐπεφαίνοντο οὔτε… ἀριστογείτονες!

Μόνον μία ἀμυδρὰ σκιὰ ἁρμοδίου ἐθεάθη τὸ ἑσπέρας ἐκεῖνο. Ἡ ἀστυνόμοι δηλονότι, λαθοῦσα ὑπ’ ὄψιν τὴ γρίνια τῶν ἐφημερίδων, ἔστησεν ἐκεῖ προσωρινῶς ἕνα ἀστυνομικὸν κλητῆρα διὰ νὰ ἀπομακρύνῃ τοὺς διαβάτας ἀπὸ τοῦ νὰ κρημνίζωνται ἐντὸς τοῦ λάκκου.

Ὁπωςδήποτε ἡ ἀναφορὰ συνετάχθη καλλιγραφικώτατα καὶ ὑπεγράφη ὑπὸ τῶν γειτόνων.

Τὴν ἐπιοῦσαν τρέχω εἰς τὸ ὑπουργεῖον. Μὲ παραπέμπει ὁ πρῶτος ὑπάλληλος, ὃν συνήντησα, εἰς τὸ ἁρμόδιον τμῆμα, ὁ τμηματάρχης εἰς τὸν γραμματέα, καὶ οὗτος εἰς τὸ γραφεῖον τῆς διεκπεραιώσεως, διότι ἔπρεπε προηγουμένως νὰ πρωτοκολληθῇ ἁρμοδίως ἡ ἀναφορά, πρὶν λάβω τὴν ὑψηλὴν τιμὴν νὰ ἐμφανισθῶ πρὸ τῶν ποδῶν τῆς Αὐτοῦ Ἐξοχότητος, τοῦ Ὑπουργοῦ.

Ἐν τούτοις ἦτο ἀδύνατον νὰ διειςδύσω εἰς τὰ ἄδυτα τοῦ ὑπουργικοῦ θαλάμου. Ὁ ὑπουργὸς πότε ἦτο ἐκεῖ, πότε ἦτο καὶ δὲν ἦτο συγχρόνως, πότε ἦτο ὁρατὸς καὶ ἀόρατος ἐνταὐτῷ, ἄλλοτε πάλιν ἦτο ἐντὸς ἐνῷ ταὐτοχρόνως ἀπουσίαζε, καὶ οὕτω καθεξῆς.

Ἐσκέφθην ὅτι ἔπρεπε νὰ εἰςπηδήσω διὰ τοῦ παραθύρου, ἀφοῦ διὰ τῆς θύρας ἦτο δύσκολον νὰ εἰςέλθω εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ ὑπουργοῦ. Εὐρίσκω ἕνα συμπολιτευόμενον βουλευτήν, διημερεύοντα διαρκῶς εἰς τοὺς διαδρόμους τοῦ ὑπουργείου. Εἶχον παρατηρήσει ὅτι εἰς τὴν ἐμφάνισίν του αἱ θύραι ὅλαι τῶν γραφείων τοῦ ὑπουργείου ἠνοίγοντο αὐτομάτως, ὡς δι’ ἀοράτου χειρὸς συστρεφόμενασ ἐπὶ τῶν στροφέων των, ἐνῷ ἐξ ἐναντίας εἰς ἐμὲ ἐκλείοντο μόναι των, ὡς αἱ µαγευμέναι ὀπαὶ τῶν σπηλαίων εἰς τὰ παραμύθια τῆς μάμμης μου.

Τὸν παρεκάλεσα νὰ κάμῃ καὶ δι’ ἐμὲ τὸ θαῦμα αὐτό, διὰ νὰ ἴδω τὸν ὑπουργόν. Καὶ εἰς ἀντάλλαγμα τοῦ θαύματος αὐτοῦ, τῷ προεξώφλησα τὰς ψήφους τῶν γειτόνων μου, ἐκλογέων καὶ μή, διὰ τὴν προςεχῆ βουλευτικήν του ὑποψηφιότητα.

Μετὰ δύω δευτερόλεπτα εὑρισκόμην ἐνώπιον τοῦ Ὑπουργοῦ πλήρης συγκινήσεως καὶ ἐλπίδων.

— Ἐξοχώτατε κύριε Ὑπουργέ!....... Τὸ καὶ τό…

Καὶ ἄρχομαι ἀπαγγέλλων δραματικώτατα τὴν ἐκ τοῦ λάκκου ἐκείνου ὀδύσσειαν τῶν γειτόνων.

— Ἴσα ἴσα, ηὐδόκησε νά µε πληροφορήσῃ ὁ κ. Ὑπουργός, ἐπὶ τοῦ σοβαροῦ τούτου ζητήματος ἐξακολουθοῦν νὰ διαμείβωνται ἀλλεπάλληλα ἔγγραφα μεταξὺ τῶν διαφόρων ἀρχῶν. Δυςτυχῶς ἡ ὑπόθεσις περιεπλάκη, διότι ἐπῆλθε σύγκρουσις δικαιοδοσίας καί… ἁρμιοδιότητος. Πρέπει νὰ ἰδῆτε τὸν κ. Νομάρχην. Αὐτὸς εἶνε εἰς θέσιν νὰ σᾶς πληροφορήσῃ εἰς ποῖον σημεῖον εὑρίσκεται τώρα ἡ ὑπόθεσις!…

Τὸν ἀπεχαιρέτησα ἐδαφιαίως καὶ ἐτράπην εἰς φυγήν. Καὶ ἐνῷ τὸ ἑσπέρας ἐπανέκαμπτον οἴκαδε, συνήντησα τὸν φρουρὸν ἀϛυνομικὸν κλητῆρα, παρὰ τὴν καμπὴν τῆς ὁδοῦ, ῥεμβάζοντα μεταξὺ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, καθ’ ἣν στιγμὴν εἷς γέρων διαβάτης πίπτων ἐντὸς τῶν χασμάτων ἐκραύγαζε!

— Τί διάβολο! δὲν βάνουν ἐδῷ ἔνα κούτσουρο, διὰ νὰ ὁδηγοῦνται οἱ διαβᾶται!

Ὁ κλητὴρ ἐξαφνισθεὶς ἔσπευσε νὰ τῷ παρατηρήσῃ!

— Κούτσουρο; καὶ τί εἶμαι ἐγὼ ἐδῷ ποῦ κάθουµαι; αἴ;

Ὁ διαβάτης εἶδεν ὅτι ὁ κλητὴρ εἶχε πολὺ δίκαιον καὶ σύρων βραδέως τοὺς μωλωπισθέντας πόδας ἀπεμακρύνθη γογγύζων καὶ βλασφημῶν.

Τὸ πρωῒ τρέχω δρομαῖος εἰς τὴν Νομαρχίαν. Ἀλλ’ ὁ Νομάρχης ἀπουσίαζεν εἰς… τὴν Εὐρώπην. Μετὰ τρεῖς ὥρας, περὶ τὴν μεσημβρίαν, εἰς τὰς 12 παρὰ τέταρτον, ἔρχεται ὁ γραμματεύς.

— Κύριέ μου, τὸ καὶ τό…

Καὶ ἐπανέλαβον διὰ μυριοστὴν φορὰν τὴν στερεότυπον διήγησιν τοῦ λάκκου. Τὴν εἶχον πλέον ἐκστηθίσει ἀπταίστως, ὡς μάθημα δημοτικοῦ σχολείου.

— Νομίζω, μοὶ ἀποκρίνεται ὁ κ. γραμματεύς, ὅτι τὰ σχετικὰ ἔγγραφα ἐπὶ τῆς προκειμένης ὑποθέσεως διῆλθον ἀπὸ τὴν Νομαρχίαν πρό τινων ἡμερῶν. Ἀλλὰ τώρα εὑρίσκονται ἴσως εἰς χεῖρας τοῦ δικαστικοῦ συμβούλου τοῦ ὑπουργείου, διότι πιθανὸν ἡ ὑπόθεσις νὰ λυθῇ δικαστικῶς, ἂν δηλαδὴ ὁ δῆμος ἢ τὸ δημόσιον εἶνε ὑπόχρεων…

Καὶ πρὶν ἢ τελειώσῃ τὸ ἀπελπιστικὸν συμπέρασμα τῶν πληροφοριῶν του, ἤνοιξα τὴν θύραν καὶ ἐτράπην εἰς φυγήν.

ᾘσθανόμην τὴν ἀνάγκην καθαροῦ ἀέρος.

Ὅταν συνῆλθον, παρεδόθην εἰς βαθεῖς καὶ παρατεταμένους διαλογισμούς. Ἐσκεπτόμην τί ὤφειλον νὰ πράξω, καὶ μὲ τί μοῦτρα θὰ ἐπαρουσιαζόμην εἰς τοὺς ἀγαθούς μου γείτονας, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχα ὑποσχεθῇ ὅτι θὰ εὕρισκα τὸν ἁρμόδιον πρὸς διόρθωσιν τοῦ κακοῦ.

Ποῦ νὰ ὑπάγω; εἰς ποῖον ν’ ἀπευθυνθῶ;

Ἤμην βέβαιος ὅτι θὰ μὲ παρέπεμπον τὶς οἶδε ποῦ πάλιν, ἴσως εἰς τὸν οἰκονομικὸν ἔφορον, οὗτος εἰς τὸ φρουραρχεῖο πιθανόν, ὁ φρούραρχος εἰς τὸν τελώνην, ὁ τελώνης εἰς τὸν εἰρηνοδίκην, ὁ εἰρηνοδίκης εἰς τὸν λιμενάρχην βεβαίως, ὁ λιμενάρχης εἰς τὸν Μητροπολίτην, καὶ ὁ Μητροπολίτης ἐν τέλει εἰς… τὸν διάβολον!

Ὑπὸ τὰς σκέψεις αὐτὰς ἔφθασα σύννους τὸ ἑσπέρας εἰς τὴν οἰκίαν μου, καὶ μανθάνω ὅτι εἷς ὑπομάγειρος τῆς Τουρκικῆς Πρεσβείας κομίζων κάλαθον ὠνίων ἐκ τῆς ἀγορᾶς, εἶχε τὴν ἀνοησίαν νὰ κατακρημνισθῇ ἐντὸς τῶν χασμάτων ἐκείνων καὶ τοῦ βορβόρου.

Τότε δὴ τότε!

Τὴν ἐπιοῦσαν, ὡς ἐκ συνθήματος ὅλαι αἱ ἀντιπολιτευόμεναι κυρίως ἐφημερίδες ἐτάνυσαν ὀξύτερα τὰ βέλη κατὰ τῆς ἐγκληματικῆς ἀδιαφορίας τῶν ἁρμοδίων, περιγράφουσαι διὰ τῶν ἑξῆς ζοφερῶν χρωμάτων τὸ δυστύχημα τοῦ κυρίου ὑπομαγείρου:

— «Χθὲς τὸ ἑσπέρας, ἅμαξα, ἐφ’ ἧς ἐπέβαινε τὸ προσωπικὸν τῆς Τουρκικῆς Πρεσβείας, κατασυνετρίβη ἐντὸς τοῦ πολυθρυλήτου ἐκείνου βαράθρου, περὶ οὗ εἰς μάτην ἐπεκαλέσθημεν τὴν πρόνοιαν τῶν ἁρμοδίων. Οἱ ἐν αὐτῇ ἐπίσημοι ἐπιβᾶται δεινῶς ἐτραυματίσθησαν διατρέχοντες ἤδη τὸν ἔσχατον κίνδυνον…»

Μία μάλιστα, ἡ φανατικώτερον πολεμοῦσα τὴν Κυβέρνησιν, συμπληροῦσα τὴν θλιβερὰν εἴδησιν, ἐβεβαίου αὐθεντικῶς ὅτι «ἐκ τῆς πανωλεθρίας ἐκείνης μόνον ὁ ὑπομάγειρος τῆς Πρεσβείας ἐσώθη κατ’ εὐτυχῆ συγκυρίαν, διότι ἔτυχε νὰ μεταβῇ τὴν ὥραν ἐκείνην εἰς τὴν ἀγοράν… κλπ. κλπ.»

Ἐταλάνισα ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους αὐτόπτας μάρτυρας τῆς σκηνῆς τοῦ ὑπομαγείρου διὰ τὴν φοβερὰν μυωπίαν ὅλων μας, μὴ δυνηθέντων νὰ διακρίνωμεν καὶ τὸ ἄλλο προςωπικὸν τῆς Πρεσβείας, ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ ἀπόντες ἐκ τῆς σκηνῆς τὸ ἀντελήφθησαν τόσον περίφημα.

Καὶ ἀφοῦ ἐβυθίσθην καὶ πάλιν εἰς μακροὺς ρεμβασμοὺς ἀναλογιζόμενος μετὰ ποίας θαυμαστῆς ἀκριβολογίας γράφεται ἡ σύγχρονος ἱστορία διὰ τὰς ἐπερχομένας γενεάς, προςεπάθησα νὰ ἐξεύρω κατάλληλον τρόπον διὰ νὰ ἐξιλεωθῶ ἀπέναντι τῶν γειτόνων μου, τοὺς ὁποίους εἶχον διαβεβαιώσει ὅτι θὰ ἀνεκάλυπτα ἐξάπαντος τοὺς ἁρμοδίους!!

— Πλεῖσται ἰδέαι ἐστροβιλίζοντο εἰς τὸ κρανίον μου, ἡ μία χειροτέρα τῆς ἄλλης.

Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὅλαι αἱ κωμῳδίαι καὶ τραγῳδίαι πρέπει νὰ ἔχουν ὅπωςδήποτε μίαν τελειωτικὴν λύσιν, ἠναγκάσθην νὰ ἐπινοήσω καὶ ἐγὼ μίαν διὰ τὴν προκειμένην ἱλαροτραγῳδίαν.

— Τὸν εὗρον! τὸν εὗρον! ἐκραύγασα αἴφνης ἔξαλλος ἐκ χαρᾶς ὡς ὁ ἀρχαῖος Ἀρχιμήδης.

Καὶ πράγματι, μετὰ ὥριμον σκέψιν καὶ μελέτην, συγκεφαλαιώσας ὅλα τὰ γεγονότα, ἐκτιμήσας ὅλας τὰς περιστάσεις, τί ἀνεκάλυψα νομίζετε;

Ὅτι δηλαδὴ ὁ μόνος ἁρμόδιος νὰ ἰσοπεδώσῃ τὸ ἐπαναστατῆσαν ἔδαφος τῆς ὁδοῦ καὶ τὰς σχέσεις τοῦ δήμου πρὸς τὸ δημόσιον, νὰ σώσῃ τοὺς γείτονας, τοὺς ἑξαετεῖς Νίκους τῆς συνοικίας, τὰς παραμάνας, τους ὄνους καὶ τοὺς ὑπομαγείρους τῶν Πρεσβειῶν· νὰ ἀποσοβήσῃ ἐπικειμένας ἐθνικὰς συμφοράς, ἀφοῦ τὸ ζήτημα ἐλάμβανε τώρα πλέον εὐρείας διαστάσεις ἀπ’ Ἀθηνῶν μέχρι Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἠπειλεῖτο νὰ μετατοπισθῇ διπλωματικῶς τῇ παρεμβάσει τοῦ Τούρκου πρέσβεως, κατὰ τὰς πληροφορίας τῶν ἀντιπολιτευομένων φύλλων· ὁ μόνος ἁρμόδιος νὰ ἐπιφέρῃ τὴν θεραπείαν ὅλων αὐτῶν τῶν κακῶν οὐδεὶς ἄλλος ἦτο, οὐδεὶς ἄλλος ἔπρεπε νὰ ἦνε παρά… ἐγώ, καὶ μόνος ἐγώ!

Μάλιστα, ἐγώ! κύριοι!

Διὰ τοῦτο ὅταν τὴν ἑσπέραν ἐκείνην μετέβην εἰς τὸ συμβούλιον τῶν ἀγαθῶν μου γειτόνων:

— Κύριοι, τοῖς εἶπον, τὸ ζήτημα ἐλύθη αἰσίως. Ἀνεκάλυψα τέλος πάντων τὸν ἁρμόδιον! Μὲ ἐβεβαίωσε μεθ’ ὅρκου ὅτι ἀπὸ αὔριον οὔτε χώματα, οὔτε λίμναι, οὔτε βόρβορος, οὔτε λάσπαις οὔτε τίποτε θὰ ὑπάρχουν. Ὁ δρόμος μας θὰ ἐπανέλθῃ ὁριστικῶς πλέον ἀπὸ αὔριον εἰς τὸ statu quo ante!

— Δόξα σοι ὁ Θεός! τέλος πάντων! ἀνεκραύγασαν ὅλοι σταυροκοπούμενοι διὰ, τὸ ἀνέλπιστον θαῦμα καὶ μεταβαίνοντες νὰ κοιμηθῶσιν ἥσυχοι τὴν νύκτα ἐκείνην πλέον!

Ἀλλ’ ἐγὼ ὅλην τὴν νύκτα κατεγινόμην νὰ λύσω τὸ πρόβλημα διὰ τῆς ἑξῆς ἀναλογίας τῆς συνθέτου μεθόδου τῶν τριῶν, κατὰ τοὺς τύπους τῆς ἀριθμητικῆς Χατσιδάκη.

«Αν — ἐσκεπτόμην ὁλονὲν — 5 ἐξηρθρωμένοι ἐργᾶται, μισθωτοὶ τοῦ δήμου, σκάπτοντες τρεῖς ὥρας τὴν ἡμέραν, ἀνοίγουν ἄνευ λόγου καὶ σκοποῦ εἰς μίαν ἡμέραν τάφρον 6 μ. μήκους καὶ 1 μ. πλάτους, πληρονόμενοι πρὸς δρ. 5 τὸ ἡμερομίσθιον, διότι αἱ ἄλλαι 5 κατασταλάζουν εἰς ὄφελος τοῦ ἐργολάβου, πόσοι ἆρά γε ἐργᾶται χρειάζονται, καὶ πόσον πρέπει νὰ πληρωθοῦν, διὰ νὰ ἐπιχωματώσουν ἐκ νέου την ἰδίαν τάφρον ἐν διαστήματι μιᾶς ὥρας, πρὶν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, καὶ ἐξυπνήσουν τὸ πρωῒ οἱ γείτονες;»

Καὶ δι’ ἐπανειλημμένων προσθαφαιρέσεων ἔφθασα εἰς τὸ πόρισμα ὅτι, δι’ ὅλην αὐτὴν τὴν πολυδαίδαλον ἱστορίαν, δὲν ἀπαιτοῦνται εἰμὴ 2 1)2 τὸ πολὺ ἐργᾶται καὶ τὸ ἓν δωδέκατον τοῦ δαπανηθέντος χρόνου καὶ χρήματος.

Ὄρθρου λοιπὸν βαθέος ἐμίσθωσα ἐξ ἰδίων τρεῖς ἐργάτας, οἱ ὁποῖοι ἐντὸς ὀλίγων λεπτῶν ἐξηφάνισαν καὶ χώματα καὶ βόρβορον καὶ λάκκους καὶ πᾶσαν τὴν λοιπὴν ἀηδίαν τῆς ὁδοῦ.

Καὶ ὅταν μετά τινα ὥραν ἐξύπνησαν οἱ γείτονες, ἐδόξασαν τὸν Ὕψιστον καὶ τοὺς ἁρμοδίους, οἱ ὁποῖοι ἐφρόντισαν τέλος πάντων, βρὲ ἀδελφέ, νὰ διορθώσουν τὸ κακόν!

— Αἴ! μὰ ἦτο ἑπόμενον, παρετήρησεν εἷς κύριος, γείτων καὶ αὐτός, πρῴην τελωνοσταθμάρχης. Ἔπειτα ἀπὸ τόσα ποῦ ἔγραψεν ὁ ἀντιπολιτευόμενος τύπος καὶ μὲ τὴν ἐπέμβασιν τοῦ πρέσβεως, δὲν ἦτο δυνατὸν παρὰ νὰ ἀφυπνισθῇ ἡ ἀδράνεια τῆς Κυβερνήσεως.

Δὲν μοῦ ἐφάνη παράξενον. Ἐνεθυμήθην ἀμέσως ὅτι ὁ κ. τελωνοσταθμάρχης ἦτο παυμένος πρὸ λίγων ἡμερῶν…

Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα ἦτο πεπρωμένον νὰ μὴ σταματήσῃ ἕως ἐδῷ. Εἶχε καὶ τὸν ἀντίκτυπόν του.

Ἐπὶ πολλὰς μέρας ἀνεγίνωσκον ἀλληλοδιαδόχως τὰς ἐφημερίδας τῆς πρωτευούσης, ἑκάστη τῶν ὁποίων ἰδοὺ πῶς περιέγραφε τὸ μέγα ἐκεῖνο κατόρθωμα:

Ἐκ τῆς Νέας Ἐφημερίδος:

— «Χάριτες ὀφείλονται εἰς τὸν δραστήριον μηχανικὸν τοῦ δήμου, ὅστις ἔσπευσε νὰ ἰσοπεδώσῃ … κτλ.»

Ἐκ. τῆς Ἀκροπόλεως:

— «Ὅλοι σχεδὸν οἱ γείτονες της συνοικίας *** μεταβάντες ἀθρόοι καὶ ἐν σώματι εἰς τὰ ἡμέτερα γραφεῖα μας παρεκάλεσαν ν’ ἀπονείμωμεν δηµοσίᾳ τὸν προσήκοντα ἔπαινον εἰς τὸν ρέκτην καὶ ἀκούραστον νομομηχανικόν, προνοήσαντα ἐγκαίρως περὶ τοῦ ὀλεθρίου ἐκείνου λάκκου … κτλ.»

Ἐκ τῆς Παλιγγενεσίας:

— «Ἀνεπιφυλάκτως διαβεβαιοῦμεν τὸ νοῆμον κοινὸν τῆς πρωτευούσης ὅτι ἡ ἐπισκευή τῆς ὁδοῦ, περὶ ἧς τοσοῦτος ἐγένετο πάταγος, ὀφείλεται ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἀγαθὴν πρόνοιαν τοῦ λαμπροῦ ἀστυνόμου του τμήματος … κλπ.»

Ἐκ τῶν Καιρῶν:

— «Ἐκ πλάνης βεβαίως αἱ συνάδελφοι ἀπέδωκαν τὴν πρωτοβουλίαν τῆς ἐπισκευῆς εἰς ἄλλους. Ἡ διόρθωσις τῶν δυσωνύμων ἐκείνων ἀσχημιῶν τῆς ὁδοῦ ἀπορρέει ἐκ μόνης τῆς ἀνενδότου ἐνεργείας τοῦ κ. Διευθυντοῦ τῆς Ἀστυνομίας, ὅστις … κτλ.»

Ἐκ τῆς Ἐθνικῆς:

— «Πρέπει νὰ ἤμεθα δίκαιοι. Ἡ ἐπιχωμάτωσις τῶν περιλαλήτων ἐκείνων χασμάτων τῆς ὁδοῦ ἀνήκει εἰς τὴν ἀποκλειστικὴν φροντίδα τοῦ φιλοτίμου καὶ φιλοπόλιδος Δημάρχου, ὅστις, μ’ ὅλην τὴν συστηματικὴν ἀντίπραξιν τῆς Κυβερνήσεως, ἠδυνήθη ἐν τούτοις νά … κλπ.»

Ἐκ τῆς Ἐφημερίδος:

— «Βεβαιούμεθα αὐθεντικῶς ὅτι ἡ ἄρσις τῶν ἀνωμαλιῶν καὶ τῆς ἀσχημίας τῆς ὁδοῦ, περὶ ἧς κόπτονται συνάδελφοι, ὀφείλεται εἰς μόνην τὴν ἐνέργειαν τοῦ κ. Νομάρχου, ὅστις … κτλ.»

Ἐκ τῆς Χώρας:

— «Εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ διαβεβαιώσωμεν τὸ ἁπανταχοῦ Ἑλληνικὸν δημόσιον, καὶ ἔχομεν περὶ τούτου ἐπίσημα ἔγγραφα εἰς χεῖράς μας, δοθέντα ἡμῖν ἐξ αὐθεντικῶν πηγῶν, ὅτι μόνον εἰς τὰς ἀπειλὰς καὶ τὰς ἐντόνους διαμαρτυρίας τοῦ Πρέσβεως τῆς Τουρκίας, ἐνδοῦσα ἡ ἄνανδρος καὶ ψοφοδεὴς Κυβέρνησις, ἐπειθαναγκάσθη εἰς τὴν ἐπισκευὴν τῆς ὁδοῦ ἐκείνης, τοῦθ’ ὅπερ καταδεικνύει δι’ ἑκατομμυριοστὴν φορὰν ὅτι τὰ ὄργανα τῆς διοικήσεως πτήσσοντα μόνον εἰς ἓν νεῦμα τῆς ξένης διπλωματίας καί … κτλ.» καὶ ἠκολούθουν πέντε στῆλαι κυρίου ἄρθρου, ἐν τέλει τοῦ ὁποίου διετυποῦτο λογικώτατα, μετὰ τὸ δριμὺ κατηγορητήριον, ὅτι: Διὰ ταῦτα, καὶ δι’ ὅσα ἄλλα παρελείφθησαν, ἡ Κυβέρνησις πρέπει … κτλ.»

Ὦ Θεὲ τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν!

Ἐσκέφθην ὅτι ἔπρεπε νὰ παύσω ἐπὶ ἕνα τοὐλάχιστον μῆνα τὴν ἀνάγνωσιν ἐφημερίδων.

Διότι ὑπῆρχε φόβος, μήπως τώρα μόνον, κατόπιν ἑορτῆς, ξεφυτρώσουν συντάγματα ἁρμοδίων, ὁπότε δηλαδὴ πλέον ἐπρόκειτο νὰ διαμοιρασθοῦν δάφναι καὶ συγχαρητήρια.......

Ἐν Ἀθήναις, Ἰούλιος τοῦ 1890.

Κων. Φ. Σκοκοσ