Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892/Αληθινό
←Λυπηρὸ συνάντημα | Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1892 Συγγραφέας: Ἀληθινό |
Ἐπιτύμβιον εἰς τὸν ἔρωτά μου→ |
«Καὶ δὲ σ’ εἶδα ποτὲ δάκρυα νὰ χύσῃς
Παρὰ λίγη στιγμὴ πρὶν μ’ ἀτιμήσῃς.»
Σολωμός.
ΤΑΝ ὤμορφη καὶ μοσχοβολισμένη σὰν τοῦ μαγιοῦ τὸ τριαντάφυλλο καὶ ἡ πρώτη στὴ δουλιὰ καὶ στὴ φρονιμάδα μέσ’ στὸ ἐργοστάσιο· εἶχε ψηλὸ ἀνάστημα, χρυσᾶ μαλλιὰ καὶ μαῦρα μάτια (πρᾶγμα σπάνιο) μὰ τὰ καλλίτερα ἀπὸ τὰ χαρίσματά της ἦταν ἡ γλύκα τῶν ματιῶν της, τὤμορφο χαμόγελο ποῦ όστὸλιζε πάντα τὰ κοραλένια χείλια της, καὶ ἡ σεμνὴ περιφάνεια ποῦ ἐκυβερνοῦσε ταῖς πράξαις καὶ τὰ λόγια της. Σ’ ἕνα λόγο ἦταν ὤμορφη καὶ τιμημένη κόρη ἡ Ἑλενίτσα. Ἡ δασκάλα ὅταν ὡμιλοῦσε γι’ αὐτὴ σταῖς σύντεχναίς της καὶ σταῖς κυρίαις ποῦ ἤρχουνταν νὰ βλέπουν τὸ κατάστημα ἐπαίνευε τὴν προκοπήν της καὶ τὴ φρονιμάδα της, μὰ πάντα τὴν παρώμοιαζε μὲ τοὺς ἀγγέλους ποῦ ζωγραφίζουνε σταῖς θῦραις τῶν ἐκκλησιῶνε. Καὶ ἦτον ἀληθινὰ ἄγγελος ἡ Ἑλενίτσα ἡ μικρὴ ὀρφανή, τὸ καμάρι τῆς χαροκαμένης μάνας της.
Ὅταν πρωῒ πρωῒ τὴν ἔβλεπαν μονάχη στὸ δρόμο ὅλοι τὴν καμάρωναν καὶ οἱ νηοὶ ζουρλαίνονταν γι’ αὐτή. Προχτὲς ἔκλεισε τὰ δεκωχτὼ χρόνια της καὶ ὡς τὴν ἡμέρα ἐκείνη σκέψι ἄλλη δὲν εἶχε παρὰ τὴν ἀγάπη τῆς μάνας της καὶ τὴ δουλιά της, τῆς ὡμιλοῦσαν ᾑ σύντεχναίς της, τῆς ἄνοιγαν τὴν καρδιά τους σ’ αὐτή, τῆς ἔλεγαν ταῖς ἀγάπαις τους, τὰ βάσανά τους καὶ ταῖς εὐτυχίαις τους, μ’ αὐτὴ μὲ τὸ γλυκὺ χαμόγελο πάντα καὶ τὸ παρήγορο λόγο στὰ χείλη, ἐμοιραζότανε μ’ αὐταὶς τόσο τὴ θλῖψι ὅσο καὶ τὴν εὐτυχία τους χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τὴ γλύκα τῆς εὐτυχιᾶς ἐκείνης, τὰ φαρμάκια ἐκείνου τοῦ πόνου, ποῦ ἑνωμένα καὶ τὰ δυὸ κάνουν τὴν ἀγάπη!
Ἦταν ἄγουρη ἀκόμη καρδιά, μπουμποῦκι γεμάτο εὐωδιὰ μὰ ποῦ ἂν ηὗρε καιρὸ ν’ ἀνοίξῃ τὰ φύλλα του. Μερικαῖς ἀπὸ ταῖς σύντεχναίς της δὲν τῆς ἐπίστευαν ὅταν τὴν ἐρωτοῦσαν — ποιὸν ἀγαπᾷς ἐσύ; — αὐτὴ ἀπαντοῦσε ξερὰ ξερὰ: κανένα. — Εἶσαι σιγανοπόταμο, τῆς ἔλεγε ὠργισμένη ἡ μιά· ποιὸς ξέρει μὲ πόσους κάνεις ἀγάπη, τῆς ἔλεγε ἡ ἄλλη καὶ ἡ φρόνιμη Ἑλενίτσα ἤκουε τὰ φαρμακερά τους λόγια καὶ τὰ περιγέλια τους καὶ τὸ χρῶμα τῆς ντροπῆς ἀποκοκκίνιζε τὰ ῥόδινα μάγουλά της.
Ἔβλεπε η μάνα της τὴν ἡσυχιὰ τῆς καρδιᾶς της καὶ τὦχε κρυφὸ καμάρι· «ἂν ὅλα μοῦ τὰ στέρησε ὁ Θεὸς, μὤδωκε φρόνιμη καὶ καλὴ κόρη,» ἔλεγε μὲ τὸ νοῦ της.
Δυὸ ἐλπίδες μονάχα εἶχε ἡ πολύπαθη στὸν κόσμο, νὰ ἰδῇ παντρεμένη καὶ εὐτυχισμένη τὴν Ἑλενίτα της καὶ ἀξιωματικὸ τὸ Γιώργη της τὸν ὤμορφο λεβέντη ποῦ ἦτο λοχίας ἀκόμη· τὰ δυό της ὀρφανὰ ποῦ μὲ ἵδρωτα καὶ αἷμα ἡ δύστυχη ἀνέστησε.
Ἥ ζωὴ εἶνε ἕνας πόλεμος ποῦ κάνουν ἀναμεσό τους τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, χαρὰ στὴ ζωὴ ποῦ γι’ αὐτὴ τὸ καλὸ νικήσῃ, χαρὰ στὴ καρδιὰ καὶ στὰ κότσια ποῦ μπορέσουν νὰ σταθοῦν ὀρθὰ στὸ πόλεμο, ἡ νίκη εἶνε ἀνεχτίμητη καὶ ἡ εὐτυχία ποῦ τὴν ἀκολουθάει δὲν ἔχει σύγκρισι μὲ καμμία ἀπὸ ταῖς εὐτυχιαῖς τοῦ κόσμου. Ἀλλοιὰ στὴ ζωὴ ποῦ δὲ γυμνασθῇ ἀπὸ τὰ πρῶτά της χρόνια γιὰ ἕνα τέτοιο πόλεμο· τὸ κακὸ θὰ τὴν εὑρῇ ἀπροετοίμαστη. Ἀκόμη περισσότερο ἀλλοιὰ καὶ ἀλλοίμονο στὴ ζωὴ ποῦ εὑρίσκεται σὲ κοινωνία σάπια, ποῦ ὅλα εἶνε φαρμακωμένα ἀπὸ τῆς σαπίλας τὸ μόλυσμα, διατὶ ὅσα κι’ ἂν εἶνε προετοιμασμένη, ὅσον καὶ ἂν εἶνε ἠθικὴ ἡ ζυὴ ἐκείνη, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ φαρμακισθῇ, ἀφοῦ ὁ χῶρος ποῦ ζῇ εἶνε φαρμακισμένος.
Ἡ ὤμορφη Ἑλενίτσα δὲν ἔμεινε ἀδασκάλευτη ἀπὸ τὴ μάνα της, μέρα καὶ νύχτα ἡ δύστυχη τῆς ἔλεγε:
— Ἔχε τὸ νοῦ σου, κόρη μου, μὴ πλανηθῇ ἀπὸ τὰ λόγια κανενός, μὴ δώσῃς πίστι ποτὲ στὰ δάκρυα καὶ στοὺς ὅρκους ποῦ ’μπορεῖ νὰ σοῦ κάμουν οἱ νηοὶ γιὰ νὰ κλέψουν τὴν ἀγάπη σου, γιὰ νὰ πάρουν τὴ τιμή σου. Φυλάξου ἀπὸ αὐτὸ τὸ πειρασμὸ ποῦ μὲ χίλια δυὸ πλανέματα πέρνει στὰ δίχτυα του τὴν ἄκακη νειότη, τὴν ἀθώα παρθενία. Ἕνα κορίτσι σὰν κ’ ἐσένα τίποτε ἄλλο δὲν ἔχει στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν τιμήν του· φυλάξου, παιδί μου, κράτα τὴν πνοὴ σου ὅσο μπορεῖς, γιατὶ κι’ ὁ ἀγέρας ποῦ ἀναπνές κι’ αὐτὸς φαρμακωμένος εἶνε....
Ἄκουγε ἡ Ἑλενίτσα τὰ καλὰ λόγια τῆς μάνας της καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἤρχουνταν στὰ μάτια ἀπὸ θλῖψι καὶ τὰ κατακόκκινα μάγουλά της ἐφλογίζουνταν σὰν τὸ ἀναμμένο σίδερο ἀπὸ ντροπή.
Τὴν ἔβλεπε ἡ μάννα της καὶ τὦχε κρυφὸ καμάρι!
Μὲ τέτοιαις ἅγιαις ἐλπίδαις περνοῦσε ταῖς μέραις της, μὲ τέτοια χρυσᾶ ὀνείρατα ἀπεκοίμιζε τὸν πόνο τῆς χηργιᾶς της καὶ τῆς ὀρφάνιας.
Μὲ τὰ χρυσᾶ μαλλιᾶ καὶ τὰ γλυκὰ καὶ μαῦρα μάτια τῆς Ἑλενίτσας ποῦ μονάχη ’πήγαινε καὶ ἤρχουνταν ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο μὲ τὴ σεμνὴ περιφάνεια της καὶ τὸ λιγερό της ἀνάστημα, τὰ χρυσᾶ μαλλιὰ καὶ τὰ μαῦρα μάτια τρέλαιναν τὸν κόσμο κι’ ὅλα τὰ στόματα ’μιλοῦσαν γιὰ τὴν ὠμορφιά της, ὅλα τὰ μάζῃ ῥίχτηκαν μὲ ἀνήθικη ἐπιθυμία ἐπάνω της. Μερικοὶ τὴν ἀρετή της τὴν ἐνόμιζαν πεῖσμα καὶ οἱ περισσότεροι τὴ σεμνὴ περιφάνεια της τέχνη πλαστή.
Ὁ πειρασμὸς σηκώθηκε στὸ ποδάρι ἐναντίον της κι’ ὁ πόλεμος ἄρχισε γι’ αὐτή!
Ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας δρόμο καὶ περισσότερο ἦταν τὸ σπίτι τῆς Ἑλενίτσας μακριὰ ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο καὶ γιὰ νὰ περάσῃ αὐτὸ τὸ διάστημα κάθε πρωῒ καὶ βράδυ ἐκείνη μονάχα τὸ γνωρίζει τί ἄκουγε ἀπὸ τοὺς διαβάταις. Ἀπὸ τὸν πλούσιο καὶ εὐγενῆ λεγόμενο κύριο ὡς τὸν στερνὸ χαμάλη ὅλοι τῆς ἔρριχταν κι’ ἀπὸ ἕνα λόγο: — μ’ ἐτρέλανες, μαυρομμάτα μου. τῆς ἔλεγε ὁ ἕνας περαστά, μ’ ἐζούρλανες, χρυσομάλα μου, ὁ ἄλλος, τῆς πέταγαν φιλιὰ κρυφὰ κι’ ἀνδιάντροπα ἀπ’ ἐδῶ, βρωμερὰ λόγια ἀπ’ ἐκεῖ, τὴν κατασταύρωνε ὅλη αὐτὴ ἡ παλῃανθρωπιὰ τοῦ σαλονιοῦ καὶ τοῦ ὄχλου, τόσο ποῦ τὴν ἔκανε συχνὰ νὰ σκάνῃ τὰ κλάϋματα.
Τὴν πείραζαν γιατί τέτοια εἶνε ἡ μόδα σήμερα κι’ ἀπὸ τἄλλο μέρος γιατὶ τὴν ἔβλεπαν μονάχη καὶ ἀπροστάτευτη στὸ δρόμο της.
Μονάχη ναί, γιατὶ ἀπὸ δύο φοραῖς ποῦ ’πῆρε δυὸ σύντεχναίς της μαζύ της καὶ ταῖς εἶδε νὰ σκάνουν στὰ γέλοια καὶ νὰ ἀποκραίνουνται στὰ βρωμερὰ καὶ πειραχτικὰ λόγια ποῦ τοὺς ἔλεγαν, πήγαινε κ’ ἔφευγε μονάχη της ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο. «Παρὰ μὲ τέτοιαις συντροφιαῖς καλλίτερα μονάχη», ἔλεγε.
Ἕνας μονάχα ποῦ ἀπὸ πολὺ καιρὸ τὴν συναντοῦσε ταχτικὰ τὸ πρωῒ καὶ τὸ βράδυ αὐτὸς μονάχα δὲν τς εἶπε ποτὲ λέξι, δὲν τὴν πείραξε ποτὲ οὔτε μὲ λόγο οὔτε μὲ νόημα, κι’ αὐτὸς τῆς ἔκαμε ἐντύπωσι. Ἀνάμεσα σὲ τόσους εὑρέθηκε ἕνας καλός, ἕνας τίμιος, ἕνας ἠθικὸς ἄνθρωπος. Εἶνε ἀλήθεια πῶς τὴν κύτταζε πάντα στὰ μάτια, μὰ τὴν κύτταζε τόσο γλυκά, μὲ μιὰ τέτοια συμπάθεια ποῦ σὰν νὰ τὴν συμπονοῦσε. Ἦταν ἕνας ὤμορφος νέος, ψηλὸς τ’ ἀνάστημα, καλοντυμένος, εἴκοσι ὡς εἴκοσι δύο χρόνων, μελαγχρινός, μ’ ἕνα λεπτὸ μουστακάκι ἄμεστο ἀκόμη, σκεπασμένος πάντοτε μ’ ἕνα σταχτὶ ἐπανωφοράκι, κουμπωμένο ἀπὸ τὸ λαιμὸ ὡς τὰ γόνατα, πλούσιος, τοῦ συρμοῦ, περήφανος στῆ θέσι του! Τὸν ἔβλεπε πρωῒ καὶ βράδυ τακτικὰ στὸ δρόμο της ἡ ὤμμορφη Ἑλενίτσα καὶ μονάχη της ἀποροῦσε πῶς τόση τακτικὰ τὸν ἔβλεπε. Αὐτὸ τὸ τακτικὸ τῆς κέντησε τὴν περιέργεια.... Μίαν ἡμέρα πρὶν ἀκόμη βγῇ ἀπὸ τὸ σπίτι της τῆς ἦλθε στὸ νοῦ ὁ μελαγχρινὸς νέος, ἐνόμιζε πῶς ἐκείνη τὴν ἡμέρα δὲν θὰ τὸν συναντοῦσε, δὲν θὰ τὸν ἔβλεπε καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ αἰσθάνθηκε μιὰ κρυφὴ λύπη. Τὸν ἐσυνήθισε νὰ τὸν βλέπῃ τακτικά, ἀνάμεσα σὲ τόσους καὶ τόσους βρωμερούς, καθὼς τοὺς ἔλεγε, ἐκεῖνος τῆς φαίνουνταν μιὰ παρηγοριά, ἔπειτα δὲν ἦταν οὔτε μιὰ οὔτε δυὸ ’μέραις ποῦ τὸν ἔβλεπε, ἦταν ἕνας μῆνας καὶ περισσότερο. Μ’ αὐτὴ τὴν πεποίθησι πῶς δὲν θὰ τὸν ἰδῇ τὴν ἡμέρα ἐκείνη βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι της· μὰ δὲν εἶχε κάμει τὸ μισὸ δρόμο ποῦ ἀπὸ μακριὰ τὸν ξαγνάντεψε, ἀναστέναξε, τῆς ἐφάνηκε πῶς ἔβγαλε ἕνα βάρος ἀπὸ τὰ στήθια της, ἐκεῖνος ἤρχουνταν κατ’ ἐπάνω της, μὰ μόλις τὴ σίμωσε παραμέρισε λιγάκι σὰν ἀπὸ σέβας, τὰ μάτια της ἀντίκρυσαν τὰ δικά του, τί ζωντανὰ μάτια, τῆς φάνηκαν πῶς τῆς ’μίλησαν..... Ἀκόμη στὴν ἡμέρα της δὲν εἶδε τέτοια μάτια!
Ἔκαμε δέκα βήματα καὶ ἔτσι τῆς ἦλθε νὰ στρέψῃ πίσω τὸ χρυσὸ της κεφάλι νὰ τὸν ἰδῇ πάλι, γύρισε καὶ τὸν εἶδε, ἐκεῖνος ἔστεκε κατάμεσα ’ς τὸ δρόμο καὶ τὴν κύτταζε ἀκόμη.... Ἀνατρίχιασε, τὸ ῥόδινο πρόσωπό της ἔξαφνα χλώμιανε, ἕνα πρᾶγμα βαρὺ σὰν πέτρα πλάκωσε διὰ μιᾶς τὴν καρδιά της, ἕνας κρυφὸς λογισμὸς ἄρχισε νὰ βασανίζῃ τὸ νοῦ της.
Ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὸ ἐργοστάσιο δὲν ἔβγαλε λόγο ἀπὸ τὸ στόμα της.... Ὁ νέος μὲ τὸ σταχτὶ ἐπανωφοράκι, μὲ τὰ γλυκὰ καὶ μαῦρα μάτια ποῦ τῆς φάνηκε πῶς τῆς μίλησαν, δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ νοῦ της, δὲν μακρύνουνταν ἀπὸ τὰ μάτια της.
Ὅταν τὸ βράδυ τῆς ἴδιας ἐκείνης ἡμέρας ἔφυγε ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο κατὰ τὸ συνηθισμένο μονάχη της, τὸν συνάντησε καὶ πάλι, τὰ γόνατά της τρεμαν, τοῦ βραδιοῦ τὸ σκοτάδι δὲν τὴν ἄφινε νὰ ἰδῆ τὰ μάτια του, μὰ αἰσθάνθηκε τὸ φόρεμά του ἐλαφρὰ ἐλαφρὰ ποῦ ἄγγιξε τὸ δικό της καὶ τὴ φωνή του τρεμουλιαστὴ καὶ ἀδύνατη σὰν κιθάρας φωνὴ μακρυσμένη ποῦ τῆς εἶπε·
— Ἀγάπη μου, μ’ ἐτρέλανες!
Ἡ φωνή της ἐκόλλησε στὰ χείλη της, δὲν μπόρεσε ν’ ἀποκριθῇ!
— Τί ἔχεις, Ἐλενίτσα μου, κ’ εἶνε τὰ μάτια σου θολὰ καὶ χλωμὴ ἡ ὄψι σου; τῆς εἶπε ἡ μάνα της.
— Μοῦ πονάει λίγο τὸ κεφάλι μου.
— Κακὸ νὰ μὴν ἔχῃς, κἄποια θὰ σ’ ἐβάσκανε.
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποῦ ἡ Ἑλενίτσα ἔκρυβε μυστικὸ ἀπὸ τὴ μάνα της.
Τὸ συναπάντημα ἦτο ταχτικὸ πρωῒ καὶ βράδυ.
Ἀπὸ ταῖς γλυκαῖς ματιαῖς καὶ τὰ τρεμουλιαστὰ καὶ πεταχτὰ στὸ σκοτάδι λόγια ἦρθαν στὰ σιμά, δὲν εὕρισκε πλέον ἡ καρδιά τους παρηγοριὰ μὲ λόγια ποῦ πολλαῖς φοραῖς κομμένα τὰ συνέπαιρνε τὸ ἀγέρι καὶ ἡ ἀπόστασι.
Ἕνας πόθος τοὺς ἔσπρωχνε καὶ τοὺς δυὸ νὰ σφίξουν τὰ χέρια, νὰ ποῦν ὅσα εἶχαν γιὰ τόσο καιρὸ σωριασμένα στὴν καρδιά τους. Δύο τρεῖς βραδυαῖς τὴν ’πῆρε ἀπὸ κοντὰ ἐκεῖνος νὰ τῆς μιλήσῃ πιά, μὰ ἐκείνη ὡς τότε δὲν τὸ ἠθέλησε, τώρα ὅμως αἰσθάνθηκε καὶ αὐτὴ τὴν ἀνάγκη, εἶχε πολλὰ νὰ τοῦ εἰπῇ, πολλὰ ν’ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἦταν ὤμορφη καὶ ἥσυχη βραδιά, σκοτάδι καὶ λίγοι στὸ δρόμο οἱ διαβάτες· τὴν σίμωσε ἥσυχα ἥσυχα σὰν νἆχι κἄτι νὰ τῆς κλέψῃ, τὸν εἶδε ἐκείνη ἔξαφνα καὶ στάθηκε. Πιάστηκαν κρυφὰ κρυφὰ ἀπὸ τὰ χέρια, φωτιὰ ἦταν τὰ χέρια του καὶ τὰ δικά της κρύα, δὲν ἔτρεμε ἐκεῖνος σὰν κι’ αὐτή, τῆς ἔσφιγγε τὸ ἀχαμνό της χέρι καὶ ἡ πνοὴ ἀπὸ τὰ στήθια του χτυποῦσε σὰν φλογισμένη στὸ κρύο πρόσωπό της. Ὅπου τὴν σταματοῦσε ἔστεκε ἐκείνη καὶ σὰν τὸ φοβισμένο ἀρνάκι τὸν ἀκολουθοῦσε.
Ἀπὸ μιὰ μεριὰ κι’ ἀπ’ ἄλλη ὁ δρόμος εἶχε πιπεριαῖς καὶ ἀκακίαις· στάθηκαν κ’ οἱ δυὸ σὲ μιὰ ἀκακία ἀποκάτου, ἀπὸ τοὺς κλώνους καὶ τὰ φύλλα ἀνάμεσα ἔβλεπαν τἆστρα ποῦ φεγγοβολοῦσαν, τὸ δροσοβολισμένο βραδιανὸ ἀγέρι χαΐδευε τὸ πρόσωπό τους, τί ὤμμορφη ὥρα! τί γλυκιὰ βραδιά.
Τὰ εἶπαν! Μὰ τί ἐμουρμούρισαν τί εἶπαν ἐκεῖ μονάχοι πιασμένοι ἀπὸ τὰ χέρια ὁ Θεὸς μονάχα τὸ γνωρίζει καὶ ἡ καρδιὰ τους! Ἡ ὥρα ’προχωροῦσε, ἤθελε ἐκείνη νὰ φύγῃ, μὰ ἐκεῖνος τὴν κρατοῦσε σὰν τὸ μωρὸ ἀπὸ τὸ χέρι, ἔξαφνα τὴν ἀγκαλιάζει, γέρνει σὰν τ’ ὤμορφο κυπαρίσσι τὸ κορμί του ἀπάνω της καὶ τὰ χείλη του σμίγουν τὰ δικά της. Εἰς τῆς νύκτας τῆς σιγαλιὰ σὰν πουλιοῦ κελάϊδισμα ἀκούστηκε τὸ φίλημά του, τὸ δένδρο ποῦ τοὺς ’σκέπαζε ἔσεισε τὰ φύλλα του, ἀνατρίχιασε ἡ πυκνόφυλλη ἀκακία, καὶ τί πρᾶγμα ’μπορεῖ νὰ μείνῃ ξένο κι′ ἀδιάφορο στὸ πρῶτο φιλὶ τῆς ἀγάπης; Γλύστρησε ἡ Ἑλενίτσα ἀπὸ τὴν ἁγκαλιά του στὴ στιγμὴ ποῦ ἐμαρμάρωσε ἐκεῖνος ἀπὸ τοῦ φιλιοῦ τὴν εὐτυχιὰ καὶ τὸ μάγεμα κ’ ἔφυγε!
Ἡ καρδιά της χτυποῦσε τόσο δυνατὰ σὰν νἄθελε νὰ πεταχτῇ ἀπὸ τὰ στήθια της, ἔφυγε χωρὶς νἄχῃ τὸ θάρρος νὰ γυρίσῃ ’πίσω τὰ μάτια της. Ὅταν ἔφθασε στὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της ἀνάσανε, τῆς ’φάνηκε πῶς ἀπὸ μεγάλο κακὸ ’σώθηκε, ’πέταξε τὴν ψάθα της σ’ ἕνα σοφὰ κ’ ἐκάθισε σὰν ἀπὸ μακρυνὸ δρόμο κουρασμένη. Τὸ τραπέζι τοῦ δείπνου ἦταν ἕτοιμο, δὲν εἶχε ὄρεξι νὰ φάγῃ, μὰ κάθε φορὰ ποῦ ἀσήκωνε ἡ Ἑλενίτσα τὰ μάτια κι’ ἀντίκρυζε τὰ μάτια τῆς μάνας της, χαμήλωνε τὰ δικά της σὰν ντροπιασμένη, σὰν φοβισμένη, μήπως ἀπὸ τὰ μάτια της καταλάβῃ ἡ μάνα της τὸ μυστικό· δὲν εἶχε ἄδικο ἡ Ἑλενίτσα γιατὶ καὶ τί δὲν βλέπει τῆς μάνας τὸ μάτι;
— Κἄτι ἔχεις, Ἑλενίτσα μου, σὰν κακιωμένη φαίνεσαι, σὰν ταραγμένη· μὴ σοῦ συνέβη τίποτε, κορίτσι μου;
— Ὄχι, μάνα μου, ἀποκρίθηκε ψεύτικα χαμογελῶντας, καὶ ἅμα τὰ μάτια τῆς μάνας της χαμήλωσαν, ἕνας κρυφὸς στεναγμὸς ἔφυγε ἀπὸ τὰ χείλη της.
Ἔτρεμε ἀκόμη ἡ καρδιά της ἀπὸ τοῦ ἀγαπητικοῦ της τὸ ἀγκάλιασμα, ἔκαιγαν ἀκόμη τὰ χείλη της ἀπὸ τοῦ φιλιοῦ του τὴν φλόγα!
Πῆγε νὰ πλαγιάσῃ, πῶς νὰ κοιμηθῇ; ἕνα ἕνα ἐξεκουβάριαζε ἡ ἐνθύμησί της ὅσα λόγια στὸ νοῦ της μὲ τόση χάρι ἐκεῖνος ἐδίπλωσε καὶ σὰν προσευχὴ τὰ ξαναμουρμούριζαν τὰ χείλη της! Μιὰ γλυκειὰ ἀνατριχίλα τρέχει εἰς ὅλο τὸ σῶμά της καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἔρχουνται στὰ μάτια φλογερὰ καὶ ἀθέλητα. Δὲν μετάνοιωσε ὄχι γιατί ἐστάθηκε νὰ τὴν σιμώσῃ, τοῦ κρατοῦσε μὲ τέτοιο πόθο κι’ αὐτὴ τὸ χέρι, γιατί τοῦ εἶπε πῶς τὸν ἀγαπᾶ πολὺ καὶ αὐτή, μόν’ ἑθλίβετο πᾶς δὲν τοῦ εἶπε ὅσα τῆς ἤρχουνταν τώρα στὸ νοῦ της καὶ δὲν τοῦ ἔδωσε κι’ αὐτὴ ἕνα φιλὶ στὸ στόμα ποῦ τόσο γλυκὰ τῆς μίλησε, ποῦ τῆς ὡρκίσθη αἰώνια ἀγάπη καὶ μὲ μία τέτοια τρεμοῦλα τὴν φίλησε! Ἡ νύχτα τῆς φάνηκε ἁτέλειωτη καὶ μνῆμα τὸ κρεββάτι, τὸ πρῶτο φῶς τῆς χαραυγῆς τὴν ηὗρε μὲ δακρυσμένα μάτια — Ἅχ! τί πρᾶγμα εἶνε αὐτὴ ἡ ἀγάπη!
Δὲν ἤξευρε ἡ δύστυχη Ἑλενίτσα τί κρύβεται ’πίσω ἀπὸ τὸ πρῶτο τῆς ἀγάπης φιλί!....
— Σὲ γελᾶ, δύστυχη, ὁ Ἀλέκος, βγάλτο ἀπὸ τὸ νοῦ σου πῶς θὰ σὲ στεφανωθῇ, εἶνε τοῦ διαβόλου κάλτσα αὐτός, ἐγὼ τὸν γνωρίζω, τὰ ἴδια ἔκαμε καὶ μὲ πολλαῖς ἄλλαις, τὴ Φώτω τῆς κυρὰ Μαριγὼς αὐτὸς τὴν ἀδίκησε, αὐτὸς τὴν πῆρε στὸ λαιμό του, βλέπεις ἔχει τὸν παρᾶ κι’ ὅλα τὰ βγάζει πέρα. Εἶνε μάγκα, Ἑλενίτσα μου, ἄνοιξ’ τὰ μάτια σου γιατί κ’ ἐσὲ θὰ σὲ γελάσῃ, κλαίει καὶ τρέμει στὰ κορίτσια ἐμπρός, ποῦ λὲς καὶ κλαίει διὰ ἀλήθεια, μὰ εἶνε μάγκα πρώτης τοῦ διαβόλου ὁ γυϊός. — Αὐτὰ τῆς ἔλεγε μία ἀπὸ ταῖς σύντεχναίς της ποὔ μαθε τὸ μυστικό της.
Καὶ ἡ Ἑλενίτσα χλωμὴ καὶ κρύα σὰν τὸ μάρμαρο ἄκουγε ταῖς θλιβεραῖς εἴδησες γιὰ τὸν Ἀλέκο της μὲ πόνο καὶ λαχτάρα, Ὅ,τι κι’ ἂν τῆς ἔλεγαν πιὰ ἦταν ἀνώφελα λόγια! Τῆς ἄνοιγαν τὰ μάτια σὲ στιγμὴ ποῦ δὲν εἶχε τίποτε νὰ φυλάξη, τίποτε νὰ ὑπερασπίσῃ. Ὅσα τῆς ἔλεγε ἡ δύστυχη ἡ μάνα της στὰ χαμένα ’πῆγαν, ἦλθε μία στιγμή, στιγμὴ φαρμακερὴ καὶ μαύρη γι’ αὐτὴ καὶ τὸ χρυσὸ πουλὶ τῆς τιμῆς ’πέταξε ἀπὸ τὰ χέρια της. Τὴν ’ξεπλάνεσε μὲ λόγια γλυκὰ ὁ Ἀλέκος, τὴν τύφλωσε ἡ ἀγάπη καὶ παραδόθηκε στὴν ἀγκαλιά του. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη μαῦρος πόνος βόσκει στὰ σπλάγχνα της καὶ μαῦρο σκουλήκι σαρακώνει τὴν καρδιά της, δὲν εἶνε πιὰ ὁ Ἀλέκος της ἐκεῖνος ποὖταν μία φορά, δὲν τρέμουν πιὰ τὰ χέρια του στὰ δικά της, δὲν ἔχουν πιὰ τὴ φλόγα καὶ τὴ γλύκα ποὖχαν τὰ φιλιά του, εἶναι κούφια καὶ κρύα τὰ λόγια του καὶ χωρὶς πόθο τ’ ἀγκαλιάσματά του.
Ἀλλοιὰ καὶ ἀλλοίμονο σ’ ἐμένα ἂν ὁ Ἀλέκος.... καὶ πρὶν νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ νοῦ της ὁλάκερη ἡ φαρμακερὴ σκέψι μὲ ὅλη τῆς καρδιᾶς της τὴ δύναμι τὴν ἔσπρωχνε ’πίσω λέγοντας ὄχι! ὄχι! ὄχι! Μὰ τὴ γλυκειὰ αὐτὴ πεποίθησι ποῦ ἐβάσταινε ἀκόμη τὴν ἀγάπη της καὶ χρύσωνε ταῖς μέραις τῆς ζωῆς της, ἔξαφνα ἐσύντριψε ἕνα περιστατικὸ ποῦ ἡ δύστυχη κόρη δὲν τὸ περίμενε.
Κατάλαβε πῶς τὰ σπλάγχνα της μέσα εἶχε τὸ καρπὸ τῆς ἀγάπης της, πῶς ἦταν μητέρα.... Ἀνετρίχιασε! καὶ μὲ τὰ δυό της χέρια σκέπασε ἀπὸ ντροπὴ τὸ πρόσωπα καὶ ἔκλαψε, ἔκλαψε τὴ συμφορά της!
Ἔτρεξε στὸ Ἀλέκο καὶ τοῦ φανέρωσε τὴν θλιβερὴ θέσι της, τὴν παρηγόρησε ἐκεῖνος μὲ λόγια καὶ φιλιά, μὰ ἡ φτωχὴ Ἑλενίτσα δὲν ηὗρε στὰ φιλιὰ καὶ στὰ λόγια του τὴν πεποίθησι καὶ τὴν βεβαιότητα ποῦ ’περίμενε.
Ἀπέρασαν μῆνες, ἡμέραις καὶ μῆνες σκληροὶ καὶ μαῦροι γι’ αὐτή, ὁ καιρὸς τὴν ἔσφιγγε πιά, ἡ μάνα της, ὁ ἀδελφός της, ἡ σύντεχναίς της, ὁ κόσμος ὅλος θὰ ἔβλεπε φανερὴ τὴ ντροπή της, τὴν ἀτιμία της…
Μιὰ ἐλπίδα τῆς ἔμενε μονάχα, μιὰ σωτηρία εὕρηκε ὁ ζαλισμένος νοῦς της!
— Δὲν εἶνε ἀλήθεια πῶς θὰ μὲ στεφανωθῇς γρήγορα, Ἀλέκο μου; τοῦ εἶπε κλαίοντας — δὲν ενε ἀλήθεια πῶς θὰ μὲ σώσῃς γρήγορα ἀπὸ τὴν ἀτιμία; καὶ γονατιστὴ ’μπροστά του περίμενε τὸν παρήγορο καὶ εὔσπλαγχνο λόγο ἀπὸ τὰ χείλη του σὰν καταδικασμένη τὴ χάρι τῆς ζωῆς.
Τὰ λόγια της σὰν ἀστροπελέκι ἔπεσαν ἐπάνω του, αὐτὸς ὁ τρόπος γιὰ νὰ σωθῆ ἡ Ἑλενίτσα ἂν τέτοιο κακὸ τῆς ἐτύχαινε ποτὲ στ’ ἀλήθεια δὲν ’πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ του, ποτὲ δὲν τὸ στοχάσθηκε πῶς θἆχε μία τέτοια ἐλπίδα ἡ φτωχὴ Ἑλένη! Τὰ λόγια της τοῦ ’φάνηκαν σὰν προσβολή, ἡ ἐλπίδα της σὰν μιὰ ταπείνωσι γι’ αὐτόν! Δὲν εἶχε τὸ θάρρος νὰ τῆς ἀρνηθῇ οὔτε τὴν ἀρετὴ νὰ τῆς δώσῃ μία ἐλπίδα, μία βεβαιότητα, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη αἰσθάνθηκε ἕνα μῖσος γι’ αὐτή! Μὲ μία ματιά της ἀπὸ ἐκείναις ποῦ ρίχτουν ᾑ ἔξυπναις γυναῖκες σὰν κι’ αὐτὴ κατάλαβε πιὰ τὴ θέσι της, τὴν ἀλλαγὴ τῆς ψυχῆς του καὶ μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια καὶ τὴ ψυχὴ στενεμένη ἀπὸ τὸν πόνο στὰ χείλη:
— Δὲν μὲ λυπᾶσαι, Ἀλέκο; στοχάσου πῶς ὑπάρχει Θεὸς! — εἶπε καὶ ἔφυγε! Ἡ χλωμάδα τῆς ὄψις της, ὁ πόνος καὶ ἡ θλῖψι τῆς ψυχῆς της ποῦ ζωγραφίζουνταν στὰ μάτια της ἀνησυχοῦσαν τὴ δύστυχη μάνα της, ᾑ σύντιχναίς της ἄρχισαν νὰ τὴν πειράζουν, ἐνόμιζε πιὰ μ’ αὐτὴ πῶς ὁ κόσμος ὅλος ἤξευρε τὴν ἀτιμία της. Ἡ ζωὴ ἦταν μαρτύριο γι’ αὐτή. Ὁ Ἀλέκος ὁ κλέφτης τῆς τιμῆς καὶ τῆς καρδιᾶς της οὔτε νὰ τὴν ἀκούσῃ δὲν ἤθελε πιά.
Σὲ ποιὸν νὰ εἰπῇ τὸν πόνο της, ὁ κόσμος μὲ δίκῃο θὰ τῆς ἔρριχτε ἄδικο. Ἐσώπασε, δὲν ἔκλαψε, δὲν ’στέναξε πιά.
Μιὰ νυχτιὰ σηκώθη ἔξαφνα ἀπὸ τὸ κρεββάτι ποῦ τόσαις νύχταις δὲν ἔκλεισε μάτι σ’ αὐτὸ, μάζεψε λίγα ροῦχά της, πῆρε μιὰ φωτογραφία τοῦ ἀδελφοῦ της, ἕνα μαντῆλι ἀπὸ τὸ συρτάρι τῆς μάνας της, λίγαις δραχμαῖς ἀπὸ τὸ κόπο της καὶ κρυφὰ ἔφυγε χωρὶς κι’ αὐτὴ νὰ γνωρίζῃ ποῦ πήγαινε!
Τὴν ἴδια ἐκείνη νυχτιὰ ἡ δύστυχη μάντι της ὠνειρευότανε τὸ γάμο της καὶ ὁ Ἀλέκος ὡρκίζουνταν εἰς ἄλλη αἰωνία ἀγάπη....
Τὰ βάσανα τοῦ ταξειδιοῦ, ἡ πίκρα, ἡ ἀγωνία καὶ ἡ ἀπελπισία τὴν ἔφεραν σὲ θέσι νὰ ἀπορίξῃ καὶ βαρειὰ ν’ ἀρρωστήσῃ! Ὅταν ἦλθε στὰ λογικά της ποῦ τἆχε χάσει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια της, εἶδε πῶς βρέθηκε ἀνάμεσα σὲ γυναῖκες ποῦ δὲν ἐπερίμενε.
— Θεέ μου, τί ἀτιμία!
Σιμὰ στὸ κρεββάτι της στὸ τραπεζάκι ἐπάνω εὑρῆκε ἡ δύστυχη τὸ πιστοποιητικὸ τῆς ἀτιμίας της ἐπιθεωρημένο καὶ σφραγισμένο ἀπὸ τὴν ἀστυνομία! ’φρόντισαν νὰ τῆς τὸ δώσουν πρὶν νὰ εὐγῇ ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, τὸ διάβασε, τὸ ξαναδιάβασε τρέμοντας καὶ μιὰ φωνὴ σὰν οὔρλιασμα εὐγῆκε κομματιασμένη ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της.
— Μάνα μου! Θεέ μου! καὶ ἔπεσι λιπόθυμη.
Ἔπειτα ἀπὸ λίγαις μέραις, ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο τὴν ἔφεραν στὸ φρενοκομεῖο.
Τρελάθη ἡ δύστυχη!
Καὶ ὁ Ἀλέκος; — Εἶναι πρᾶγμα παράδοξο, ζῇ εὐτυχισμένος στὴν Ἀθήνα!
- Ζάκυνθος
Διονυσιος Ηλιακοπουλοσ