Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1892/Αι κακαί γλώσσαι

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1892
Συγγραφέας:
Αἱ κακαὶ γλῶσσαι


ΑΙ ΚΑΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑΙ
[Ἠθογραθικὸν σκαλάθυρµα]

ΔΕΝ ἠξεύρω διὰ ποίας ἀφορμὰς ἡ γραμματικὴ τὰς κατατάσσει εἰς τὸ θηλυκὸν γένος. Ἴσως ἔχει τοὺς λόγους της· δὲν ἐπιμένω. Φοβοῦμαι ὅμως μὴ κατ’ ἀναλογίαν ἀνήκουν καὶ εἰς τὸ ὡραῖον φῦλον ἐξίσου ὅσον καὶ εἰς τὸ ἄσχημον.

Τὰς εἴδατε ἐν τούτοις ὅταν συνέρχωνται εἰς διαβούλια; Ἔτυχέ ποτε νὰ παραστῆτε αὐτήκοος μάρτυς ὅταν συναντῶνται δύο, τρεῖς, πέντε, ὁσαιδήποτε, εἰς τὸν περίπατον, εἰς τὰς πλατείας, εἰς τὰ θέατρα, εἰς τοὺς χοροὺς, εἰς τὰς συναναστροφάς, εἰς τὴν ἐξώθυραν, ὁπουδήποτε, καὶ τροχίζωνται διὰ νὰ ἐπαναλάβουν τὸν ἀτελεύτητον ἐξάψαλμον κατὰ γνωστῶν καὶ ἀγνώστων; Ἆ! εἶνε ἀξιοπερίεργον θέαμα, σᾶς βεβαιῶ!

Ἀφίνουν τὴν ἡσυχίαν τοῦ οἴκου των, τὸ φαγητόν των νὰ καἰεται εἰς τὸ μαγειρεῖον, τὴν ὑπηρέτριαν ρεµβάζουσαν μὲ τὸν ἐξάδελφόν της καὶ τὴν μικράν των κόρην μὲ τὸν Ζολᾶ, ἐνῷ ἡ μεγαλητέρα κατατρώγει ἴσως ἀπὸ τοῦ παραθύρου τοὺς νεαροὺς διαβάτας· τοὺς μικροσκοπικούς των διαβόλους ἀναστατώνοντας τὴν συνοικίαν· τὸν σύζυγόν των μὲ ρευματισμοὺς ἢ κεφαλόπονον ἐπὶ τῆς κλίνης· τοὺς δανειστάς των — τὸν μπακάλην αἴφνης, τὸν ψωμᾶν, τὸν μανάβην τρέχοντας ἐπὶ τὰ ἴχνη των καὶ τοὺς δικαστικοὺς κλητῆρας πολιορκοῦντας τὴν θύραν τῆς οἰκίας των, καὶ τρέχουν ἐν σπουδῇ εἰς αὐτοσχεδίους συνεδριάσεις, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ στρώσουν κάτω τὰ κατάστιχα τοῦ ἄλλου κόσμου καὶ νὰ διονυχίσουν τὰ πάντα, καὶ ἰδίως πᾶν ὅ,τι ταῖς εἶνε ξένον, ἄγνωστον καὶ ἀδιάφορον ἐντελῶς.

Συμβαίνει νὰ μὴ τὰς γνωρίζετε προσωπικῶς, οὔτε ἐξ ὀνόματος κἄν. Δὲν σημαίνει. Αὐταὶ ὅμως σᾶς γνωρίζουν παραδόξως πολὺ καλά, καλλίτερον ἀφ’ ὅ,τι γνωρίζετε σεῖς οἱ ἴδιοι τὸν ἑαυτόν σας καὶ τὰ τοῦ οἴκου σας: πότε καὶ τί τρώγετε, πῶς κοιμᾶσθε, τὶ εἰσόδημα ἔχετε, ἂν ἀγοράζετε τὸ βούτυρον μὲ τὴν ὀκᾶν ἢ σᾶς τὸ στέλλη ὁ κουμπάρος· ποίας ἀλληλοδιαδόχως πρόκειται νὰ νυµφευθῆτε· ἀντὶ πόσης προικὸς διανοεῖσθε νὰ τεθῆτε ὑπὸ τὸν ζυγόν· εἰς ποίαν θερμοκρασίαν ἀνῆλθον ἢ κατῆλθον αἱ συζυγικαί σας σχέσεις· ἂν σκοπεύτε νὰ διαζευχθῆτε τὴν γυναῖκα σας· πόθεν χρονολογεῖται ἡ ἐγκυμοσύνη της καὶ ἂν ἐν τῷ μεταξὺ σεῖς ἔτυχε νὰ ταξειδεύσετε εἰς τὴν ἀλλοδαπήν· ἂν εἶσθε ζηλότυπος ἢ φιλοσοφῆτε· ἂν σᾶς ὁμοιάζουν τὰ τέκνα σας καὶ ποῖα πρὸ πάντων δὲν πρέπει νὰ σᾶς ὁμοιάζουν· ἂν ἔχετε ἐξαδέλφας καὶ διατί νὰ τὰς ἔχετε, ἀφοῦ μάλιστα εἶνε ὡραῖαι καὶ ζωηραὶ πολύ· πότε ἐκδύεσθε, πότε κατακλίνεσθε, πότε… Καὶ ἐν γένει ὅλα, ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἐννοοῦν, τὰ μαντεύουν. τὰ μυρίζονται, τὰ ἐξιχνιάζουν καὶ — ἐν ἀνάγκῃ — τὰ ἐφευρίσκουν!

Δὲν ὑπάρχει γείτων, διαβάτης, οἰκεῖος, γνωστός, ἄγνωστος — ἀδιάφορον — ἓν ὄνομα τέλος πάντων οἱονδήποτε, ἀρκεῖ νὰ εὑρεθῇ πρόχειρον εἰς τὰ κατάστιχά των, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἔχουν κἄτι νὰ ψιθυρίσουν· καὶ ἂν δὲν ἔχουν, πρέπει νὰ εὕρουν· καὶ ἂν δὲν εὕρουν πρέπει ἐξάπαντος νά… σκάσουν!!

Πρόκειται λ. χ. περὶ στενοῦ σας γνωρίμου τοῦ ὁποίου συνέπεσε νὰ γνωρίζετε λεπτομερῶς ὅλον τὸν ἰδιωτικὸν βίον, μὲ τὸν ὁποῖον συνεζήσατε, συνειργάσθητε, ἀντηλλάξατε τὰς ἰδέας σας, τὰ μυστικά σας, τὰς ψυχάς σας. Τί ὠφελεῖ; Ἀγνοεῖτε τὰ σπουδαιότερα περὶ αὐτοῦ. Αὐταὶ τοὐλάχιστον, δὲν ἠξεύρω πῶς, εἶνε εἰς θέσιν νὰ γνωρίζουν, βρὲ φίλε μου, μερικὰς ἀποκρύφους σελἰδας τῆς ζωῆς των, κἄτι μυστηριώδη σκάνδαλα, τὰ ὁποῖα μάλιστα σᾶς τὰ διεκτραγωδοῦν μὲ τοιαῦτα ζωηρὰ χρώματα, ὥςτε συμπεραίνετε κατ’ ἀνάγκην ὅτι: ἢ ὁ φίλος σας ἐκεῖνος ἢ αὐταὶ ἢ σεῖς ἐτρελλάθητε ἀναμφιβόλως! Ἀλλ’ αὐταὶ εὐτυχῶς κέκτηνται τοιαύτην μυθοπλαστικὴν δύναμιν, συναρμολογοῦν μετὰ τοσαὐτης διηγηματικῆς πλοκῆς τὰ τυχαῖα καὶ ἀσήμαντα γεγονότα πρὸς ἄλλα ἀνύρπακτα, καὶ μυστηριώδη, τὰ ὁποῖα σεῖς μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης οὔτε ὑπωπτεύεσθε κἄν, ὥςτε οἰκτείρετε τὴν ἰδίαν σας ἠλιθιότητα καὶ τύφλωσιν, διότι μέχρι τοῦδε εἴχετε σχηματίσει ἄλλην ἰδέαν περὶ τοῦ προσώπου ἐκείνου, ἢ περὶ τοῦ ἄλλου, τοῦ δεῖνα, τοῦ τάδε, τὴν ὁποίαν πρέπει βέβαια νὰ χάσετε πλέον διὰ παντὸς ἔπειτα ἀπὸ τὰς τρομερὰς καὶ καταπληκτικὰς ἐκείνας ἀποκαλύψεις!

Καὶ εἰς ποῖον, παρακαλῶ, ζήτημα, περὶ τίνος νέου τῆς ἡμέρας, διὰ ποῖον σκάνδαλον ξένον δὲν τὰς εὑρίσκετε ἐνημέρους πάντοτε, ἠκονισμένας, ἑτοίμους νὰ ψαλιδίσωσι τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα;

Ἀλλὰ καὶ ἄν, ὅπερ σπανιώτατον, συμπέση, εἴτε ἐκ κοπώσεως εἴτε ἐξ ἀβλεψίας νὰ μὴ εἶνε τροχισμέναι ἐπί τινος θέματος, νομίζετε τάχα ὅτι δὲν ἔχουν καὶ ἄλλα ἐξίσου ἐπικίνδυνα καὶ ἀποτελεσματικὰ ὅπλα; Ἀπατᾶσθε· ἡ σιωπή των ἐνίοτε ἀποβαίνει εὐγλωττοτέρα καὶ φονικωτέρα. Καὶ ἰδού: εἷς μορφασμὸς τοιοῦτος ἢ τοιοῦτος, ἓν βλέμμα λοξόν, ἓν μειδίαμα σατανικόν. ἓν ἐκφραστικὸν χρωμάτισμα τῆς φωνῆς, δύο-τρία ἀσυνάρτητα μονοσύλλαβα, εἷς ἡμικεκομμένος ὑπαινιγμὸς ἐπαμφοτερίζων, μία σκηνικὴ κλίσις τῆς χειρός, τῆς κεφαλῆς, τοῦ βλέμματος, εἰσὶν ἀρκετὰ νὰ δηλητηριάσωσι πᾶν ὄνομα, πᾶσαν ὑπόληψιν.

Καὶ ἂν τολμήσετε ἐνώπιόν των νὰ ἐκστομίσετε εὐμενῆ λέξιν περὶ οἱουδήποτε ἢ οἱαςδήποτε· νὰ θαυμάσετε αἴφνης τὸ κάλλος τῆς δεῖνα, τὴν ἀρετὴν τῆς ἄλλης ἢ τὴν εὐφυΐαν ἐκείνης· νὰ συγκινηθῆτε διὰ μίαν γενναίαν πρᾶξιν ἢ νὰ ἐνθουσιασθῆτε διὰ τὴν χριστιανικὴν αὐταπάρνησιν τούτου ἢ ἐκείνου, αὐταὶ θὰ ἐκραγῶσιν εἰς γέλωτας, θὰ σᾶς ἐλεεινολογήσουν διὰ τὴν ἁπλότητά σας, διότι αὐταὶ θὰ σᾶς ἀποδείξουν τετραγωνικῶς καὶ διὰ ψηλαφηνῶν ἐπιχειρημάτων, ὅτι ὄπισθεν τῶν ὡραίων αὐτῶν ἐντυπώσεων κρύπτονται ἄλλα ἀφανῆ καὶ ὕποπτα ἐλατήρια, τὰ ὁποῖα σεῖς δὲν ἐννοεῖτε βέβαια, ἀλλ’ αὐταὶ τὰ γνωρίζουν περίφημα, καὶ ὅτι τὸ κάλλος τῆς δεῖνα, τὴν ὁποίαν θαυμάζετε, εἶναι τεχνητὸν καὶ δάνειον· ἡ ἀρετὴ τῆς ἄλλης, ἡ ὁποία σᾶς ἐκπλήττει, ὑποκρισία πρὸς τὸ θεαθῆναι· ἡ φιλάνθρωπος ἐκείνη πρᾶξις, ἡ ὁποία σᾶς συνεκίνησεν, ὑποκρύπτει ἔνοχον πρόθεσιν καὶ οὕτω καθεξῆς, καὶ διὰ τοιαύτης περιεργοτάτης μεθόδου, ὥςτε ἀναγκάζεσθε νὰ παραδεχθῆτε ὅτι, ἐξαιρέσει αὐτῶν μόνον, ὅλος ὁ ἐπίλοιπος κόσµος εἶναι ἄξιος ἐμπτυσμοῦ, λιθοβολήματος καὶ ἀγχόνης!

Ἐξαιρέσει αὐτῶν! διότι κατ’ ἀρχὴν ἀπαράβατον ἐξαιροῦνται καὶ εὑρίσκουν χάριν, κατὰ τὸ ἀνηλεὲς αὐτὸ ἑκάστοτε ἀνθρωποφάγωμα, αἱ παροῦσαι! Ἀλλὰ — σημειώσατε καλῶς — μόνον αἱ παροῦσαι. Διότι καὶ ἐξ αὐτῶν ὅταν τινὲς ἀπουσιάζουν ἀλληλοδιαδόχως καὶ μένουν αἱ ἄλλαι, τίθενται ἀμοιβαίως εἰς τὸ ἑδώλιον τῆς κατηγορουµένης καὶ ἀκούουν — ἐρήμην πάντοτε — ὑπὸ τῶν τέως συναδέλφων των, τῶν παθῶν των τὸν τάραχον, ἕως οὗ ἀντιστραφῶσιν οἱ ὅροι ἐκ νέου καὶ αἱ ἀποῦσαι ὑπόδικοι καταλάβουν ἐναλλὰξ τὴν ἕδραν τοῦ εἰσαγγελέως. Καὶ ἡ ἐργασία αὕτη ἐπαναλαμβάνεται διὰ χιλιοστὴν φορὰν ἡ αὐτή, ἀναλλοίωτος, στερεότυπος.

Ἀλλὰ καὶ σεῖς, ἐννοεῖτε, ὅταν ἔχετε τὸ εὐτύχημα νὰ εἶσθε παρών, ἐξαιρεῖσθε τοῦ κανόνος καὶ τῆς καταστροφῆς. Ἐξ ἐναντίας μάλιστα ἀντὶ χολῆς καὶ ὄξους, ἀποστάζουν διὰ σᾶς μέλι καὶ ἄρωμα· ἐνώπιόν των εἶσθε κάλλιστος, εὐγενής, εὔμορφος ὁπωςοῦν, χωρὶς ἐλάττωμα κανἑν, χαρίεις, πνευματώδης· καὶ χρησιμεύετε μάλιστα ὡς ἀπαράμιλλον ὑπόδειγμα, πρὸς τὸ ὁποῖον οὔτε σύγκρισις κἂν ἐπιτρέπεται μὲ τοὺς ἄλλους ἐκείνους ἀπόντας, τοὺς γελοίους καὶ ἐλεεινούς, οἱ ὁποῖοι συμβαίνει νὰ θρυμματίζωνται τὴν ὥραν ἐκείνην ἀλληλοδιαδόχως, ὑπὸ τὸ ἀνηλεὲς κοπάνισμά των.

Καὶ σᾶς ἐπιδαψιλεύουν τόσα εὐμενῆ βλέμματα καὶ μειδιάµατα καὶ φρασεολογίας συμπαθείας καὶ ἐξαιρετικῆς ἐκτιμήσεως, ὥστε ἐξίστασθε καὶ σταυροκοπεῖσθε πῶς γίνεται τὸ θαῦμα αὐτό, νὰ σωθῆτε σεῖς μόνος ἐκ τῆς γενικῆς πανωλεθρίας, ἄχραντος, ἀλώβητος, ἀκέραιος! Ἀλλ’ ἐὰν ὅμως — προςέξατε καλὰ — διαπράξετε τὴν ἀνοησίαν νὰ ἀποσυρθῆτε πρῶτος ἐκ τοῦ κύκλου των, ἐὰν τουτέστι δὲν ἔχετε τὴν ἡρωϊκὴν ὑπομονὴν νὰ παραμείνητε ἐκεῖ μέχρι τέλους παρὼν καὶ καθηλωμένος εἰς τὴν θέσιν σας, ἕως οὗ προηγουμένως διαλυθῇ τὸ συνέδριον, τότε δὴ τότε, οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον εἰς σᾶς!…

Μόλις τὰς ἀποχαιρετίσετε καὶ ἀπομακρυνθῆτε, αὐταὶ δὲν χάνουν οὔτε δευτερόλεπτον: ἀφίνουν ἀμέσως τὴν κατὰ τοῦ ἄλλου κόσμου διαδικασίαν ἐκκρεμῆ καὶ ὑπὸ ἀναβολήν, σᾶς ἐνθρονίζουν αὐτοστιγμεὶ — ἀπόντα πάντοτε — εἰς τὸ ἑδώλιον τοῦ κατηγορουνου, ἀνοίγουν τὰ κατάστιχά σας, σᾶς ψάλλουν τὸν ἀναβαλλόμενον καὶ σᾶς κρίνουν ἄξιον ὅλων τῶν ἄρθρων τοῦ ποινικοῦ κώδικος!

Δὲν ἠξεύρω μὰ τὴν ἀλήθειαν ἂν δι’ ὅλας τὰς φάσεις τῆς ἀνθρωπίνης ἐδῶ κάτω κωμῳδίας πρέπει νὰ ἐπικαλούμεθα τὴν ἐπέμβασιν τοῦ Ὑψίστου. Νομίζω ὅμως ὅτι πᾶς γνήσιος χριστιανὸς καὶ πολίτης Ἕλλην, ὅσῳ καὶ ἂν διατελῆ εἰς ἀνωμάλους σχέσεις πρὸς τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὸ Σύνταγμα, δὲν θὰ ἦτο ἀνωφελὲς νὰ ἀρχίζη κάθε πρωὶ τὴν κυριακήν του προςευχὴν διὰ τοῦ ἑξῆς ἀπαραιτήτου προοιμίου:

— «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἐπίβλεπε ἐκ τοῦ ὕψους Σου καὶ φύλαττέ με: ὄχι πλέον ἀπὸ τὴν εὐσέβειαν τῶν καλογήρων, ὄχι ἀπὸ τὸν πατριωτισμὸν τῶν ἐκτὸς τῆς ἐξουσίας πολιτευομένων, ἀλλὰ ἀπὸ… τὰς κακὰς γλώσσας! ἀμήν!»

Ἀθῆναι, Φεβρουάριος τοῦ 1891.

Κων. Φ. Σκοκοσ