Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891/Περιπέτειαι μιας καρδίας

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1891
Συγγραφέας:
Περιπέτειαι μιᾶς καρδίας


ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΜΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ
[σατανικὸν διήγημα]

ΑΣ φλυαροῦν ὅ,τι θέλουν, δροσεραί μου καὶ χαρίεσσαι ἀναγνώστριαι, οἱ ἀνάπηροι ἠθικολόγοι καὶ οἱ ἐξηρθρωμένοι σύζυγοι. Σεῖς γνωρίζετε καλῶς ὅτι ὁ Ἔρως καὶ ὁ Διάβολος παίζουσι τὸν μεγαλείτερον ῥόλον εἰς τὸν κόσμον, εἰς τὰς ποιητικὰς συλλογὰς καὶ εἰς τὴν Ἁμαρτωλῶν Σωτηρίαν.

Περὶ τοῦ Ἔρωτος δὲν ἔχετε ἀντίρρησιν, ὑποθέτω. Ὅλαι ἀνεξαιρέτως ὡραῖαι καὶ ἄσχημοι, νέαι καὶ γραῖαι — ἄν ποτε ὑπάρχωσι γραῖαι καὶ ἄσχημοι — εἶσθε… σύμφωνοι. Ὁ Ἔρως εἶνε ὁ ἀτμοσφαιρικὸς ἀήρ, ὃν ἀναπνέετε. Ἄνευ αὐτοῦ ἀποθνήσκετε ἐξ ἀσφυξίας.

Ἀλλὰ περὶ τοῦ Διαβόλου;

Εἶνε ἀνάγκη τάχα νὰ σᾶς διαβεβαιώσω ἐγὼ ὅτι, ἀφ’ ὅτου ἀνεκάλυψε τὸν ἀπηγορευμένον καρπόν, καὶ τὸν ἐσερβίρισεν εἰς τὴν λαίμαργον προμήτορά σας, ἀξιότιμον ὅμως κατὰ τὰ ἄλλα, κυρίαν Εὔαν, δὲν ἔπαυσεν ἔκτοτε χώνων παντοῦ τὴν οὐράν του, καὶ εἰς αὐτὰ ἀκόμη τὰ ῥάσα τῶν καλογήρων καὶ τοὺς νυκτικοὺς σκούφους τῶν συζύγων σας; Εἶνε τόσον ἀδιάκριτος, ὥςτε, ἂν θελήσετε, ἠμπορεῖτε νὰ τὸν ξετρυπώσητε ἴσως καὶ ὑποκάτωθεν τῆς κλίνης σας αὐτῆς ἀκόμη. Ἂς εἶνε. Αὐτὸ δὲν σᾶς ἐνδιαφέρει καὶ πολὺ-πολύ.

Ἐν τούτοις ὁ Διάβολος αὐτὸς, Κυρίαι μου. δὲν ἠξεύρω πῶς, διενοήθη κἄποτε νὰ ἔλθῃ ἐδῶ εἰς τὰς Ἀθήνας μας ἐπίτηδες διὰ νὰ προμηθευθῇ ὅσας καρδίας ἀδεσπότους, primo occupanti, ἢ διαθεσίμους πρὸς πώλησιν ἤθελεν εὕρει εἰς χαμηλὰς καὶ συμφερούσας τιμάς. Ἴσως εἶχε μάθει ὅτι εἰς τὰ ἰδιαίτερα συρτάρια σας περισσεύουν πάντοτε ἀρκεταὶ τοιαῦται, λαφυραγωγημέναι ἀπὸ τοὺς πρῴην κατόχους των, τοὐτέστιν ἀπὸ τοὺς μέχρι τάφου λάτρεις σας.

Μίαν νύκτα λοιπὸν ἐπεσκέφθη τὸ ἄστυ, ἐμάζευσεν ὅσας ἠδυνήθη, ἄλλας ἐξ ἀγορᾶς, ἄλλας λόγῳ ἐνεχύρου, μὲ τὸ δικαίωμα τῆς ἐξωνήσεως, ἐννοεῖται — τὰς ἐμέτρησε μίαν πρὸς μίαν, τὰς κατέγραψεν εἰς τὸ μυστικόν του κατάστιχον, τὰς ἐστοίβαξεν εἰς τὸν κόφινόν του καὶ ἄρας ἐπ’ ὤμων τὸ πολύτιμον φορτίον ἐπανήρχετο ταχὺς εἰς τὰ σκοτεινὰ βασίλεια τῆς κολάσεως.

Ἀλλά… — ὑπάρχει, βλέπετε, καὶ ἐδῶ ἓν ἀπαραίτητον ἀλλά, ἄνευ τοῦ ὁποίου τὰ πάντα θὰ ἐτελείωναν κατ’ εὐχὴν πρὶν τελειώσῃ εἰςέτι ἡ διήγησίς μας — ἀλλὰ καθ’ ὁδὸν ὅμως τῷ παρέπεσε μία κατὰ γῆς, ἡ ὁποία.... κατόπιν θὰ ἰδῆτε τί ἀπέγεινεν.

Δὲν εἶχεν ἀκόμη παρακάμψει τὴν ὁδὸν Σταδίου, ὅτε αἴφνης ἐκ τοῦ ἄλλου ἄκρου κατήρχετο τρικλίζων καὶ παραπαίωνὁ τρελλὸς καὶ φιλοπαίγμων υἱὸς τῆς Ἀφροδίτης, ὁ Ἔρως, ὡςεὶ ἀστυνομικὸς κλητήρ, ἐπιστρέφων τίς oἶδε ἀπὸ ποῖον τρικούβερτο γλέντι, ἢ μεταβαίνων, νύχτα-μεσάνυχτα ὡς οἱ λωποδύται, εἰς καμμίαν συνέντευξιν.

Ἀλλ’ ἐνῷ ἐβάδιζεν ἀπρόςεκτος ὡς πάντοτε, αἴφνης προςκρούει κατὰ σκληροῦ τινος ἀντικειμένου καὶ ἐξαπλώνεται φαρδὺς-πλατὺς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους.

— Ἄει ’ς τὸ διάβολο! ἐγόγγυσε καὶ ἠγέρθη βλασφημῶν.Καὶ πλήρης ὀργῆς κατέφερε κατ’ αὐτοῦ τὸ τόξον, τὸ ὁποῖον ὅμως εὗρε τοιαύτην ἀσυνήθη ἀντίστασιν ὥςτε ἐθρυμματίσθη εἰς τεμάχια, ὡςεὶ ὕελος ἐπὶ βράχου.

— Μπᾶ, νὰ πάρῃ ὁ Διάβολος! τί νᾆν’ αὐτό!

Καὶ ἔκυψε νὰ ἴδῃ.

Ἦτο ἡ ἐκ τοῦ φορτίου τοῦ Διαβόλου διολισθήσασα καρδία.

— Ἆ ἔτσι; καρδιὰ εἶσαι; τώρα σοῦ δείχνω ἐγώ.

Καὶ ἐξήγαγεν ἀνὰ ἓν ὅλα τὰ βέλη ἐκ τῆς φαρέτρας του, τὰ ὁποῖα ἀλληλοδιαδόχως κατέφερε κατ’ αὐτῆς. Ἀλλ’ ὅλα ἔλαβον τὴν αὐτὴν τύχην θραυσθέντα εἰς συντρίμματα.

— Μὰ τί πρᾶγμα εἶνε αὐτό! ἐκραύγασεν ἔξαλλος ἐξ ὀργῆς καὶ ἐκπλήξεως, μὴν ἔκαμα λᾶθος καὶ τὸ πῆρα γιὰ καρδιά; Αὐτὸ θὰ ἦνε κανένα κομμάτι σιδηρόλιθος βέβαια, ἀπὸ τὸ νταμάρι τοῦΝάζου. Ἀλλοιώτικα πῶς γίνεται!…

Τὴν ἔλαβεν ἐκ τοῦ ἐδάφους καὶ τὴν περιειργάσθη μετὰ προσοχῆς. Τὴν ἔστρεψε δεξιᾷ, τὴν ἔστρεψεν ἀριστερᾷ, τὴν ἔψαυσε, προςεπάθησε νὰ τὴν θλίψῃ εἰς τὰς παλάμας, ἀλλ’ ἐκείνη εἶχε τοιαύτην γρανιτώδη τραχύτητα, ὥςτε ὁ Ἔρως, ὁ δαμαστὴς τόσων καὶ τόσων καρδιῶν καὶ θηρίων, ἤρχισε νὰ τὰ χάνῃ.

— Μωρὲ δὲν θὰ σοῦ περάσῃ ἐσένα, ὄχι!

Καὶ θεὶς ὑπὸ μάλης τὴν ἀκατανόητον ἐκείνην οὐσίαν, τὴν ἔχουσαν σχῆμα καὶ μέγεθος καρδίας, ἔδραμεν εἰς τὸ ἰδιαίτερον ἀπόκρυφον σιδηρσυργεῖον του, ἐκεῖ που εἰς τὰ Γύφτικα παρὰ τὸ Μοναστηράκι, ὅπου συνείθιζε νὰ κατεργάζεται τὰς καθ’ ὑπερβολὴν ἀξέστους καὶ σκληρὰς καρδίας, ὁσάκις ἀνθίσταντο εἰς τὰ πρόχειρα βέλη του.

Αἴ, ἐκεῖ πλέον ἦτο τώρα βέβαιος ὅτι θὰ σοῦ τὴν ἔκαμνε καὶ τὴν καλήν σου αὐτὴν νὰ πονέσῃ, νὰ συγκινηθῇ, νὰ μαρτυρήσῃ, νὰ ἀναλωθῇ, νὰ φρυάξῃ!

Ἐκεῖ ἐν μέσῳ τῶν θαυματουργικῶν ἐργαλείων του καὶ ὅλων τῶν χημικῶν συσκευῶν του, πόσας δυςμαλάκτους καρδίας δασκάλων, καλογήρων, δικαστικῶν κλητήρων, δεσποτάδων, καθηγητῶν τῆς θεολογίας, πόσας καὶ πόσας δὲν τὰς εἶχε ἁπαλύνει, μαλακώσει, ῥευστοποιήσει διὰ τῶν ἐκθλιπτικῶν μηχανημάτων του!

— Κόπιασε ἐδῶ, Κυρία! εἶπεν ὁ ἁβρὸς καὶ χαρίεις σιδηρουργὸς καὶ τὴν περιέσφιγξεν εἰς τοὺς χαλυβδίνους ὀδόντας μιᾶς μηχανῆς.

Καὶ λαβῶν μεγάλην ῥίνην ἤρχισε νὰ τὴν ῥινίζῃ ἐπὶ ὥρας ὁλοκλήρους. Ἀλλ’ ἐκείνη ἦτο ἀνένδοτος. Οὔτε ἓν ἀδιόρατον ψῆγμα, οὔτε ἕνα κἂν στεναγμόν, οὔτε ἕνα παλμόν, οὐδὲ ἓν δάκρυ ἀφῆκε κἄν.

— Μπρὲ τί ἀλλόκοτα πρᾶγμα εἶν’ αὐτό! ἐφώνησεν ὁ Ἔρως ἔξω φρενῶν. Ποιὸς διάβολος σὲ εἶχεν ἐσένα ’ς τὰ στήθια του!

Τὴν ἐτοποθέτησεν εἶτα ἐπὶ σιδηροῦ ἄκμονος καὶ διὰ βαρείας σφύρας ἤρξατο καταφέρων ἀλλεπάλληλα κτυπήματα. Εἰς μάτην ὅμως ὁ ἱδρὼς περιέλουε τὸν μικρὸν θηριοδαμαστήν. Ἐκείνη ἔμενεν ἀναλοίωτος, ὡς νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε.

Ὁ Ἔρως ἤρχισε νὰ ἀπελπίζεται. Τέτοιο κακὸ πρώτη φορὰ τοῦ συνέβαινε ’ς τὴν ζωήν του.

Τὴν θέτει κατόπιν ἐντὸς εὐρείας χύτρας καὶ ἀνάπτει ὑποκάτω μεγάλην πυράν. Ἀλλ’ εἰς μάτην ἐξήντλησεν ὅλην τὴν ξυλαποθήκην του. Ἐντὸς τοῦ ζέοντος λέβητος, ὅπου βέβαια χίλιαι ἰδικαί σας καρδίαι, ἀγαπηταί μου ἀναγνώστριαι, ἐν ἀκαρεῖ θὰ ἐγίνοντο ἀπαλώτεραι, ἐν τούτοις ἡ παράδοξος ἐκείνη συμπαγὴς ὕλη ἔμεινεν ἀνεπηρέαστος. Οὔτε ἓν Ἄχ! δὲν ἐξέπεμψε τσιτσιρίζουσα, οὔτε ἓν δάκρυ οὔτε μία ῥανὶς αἵματος δὲν διέρρευσεν, οὔτε μίαν φρικίασιν ὑπέστη.

Εἰς τὸ περίεργον ἐκεῖνο καὶ πρωτοφανὲς θέαμα ὁ Ἔρως ἔμεινεν ἀπεσβολωμένος, ἐμβρόντητος.

— Πίσω μου σ’ ἔχω Σατανᾶ! ἐψιθύρισε καὶ ἐσταυροκοπήθη δὶς καὶ τρίς.

Ἓν μέσον τῷ ὑπελείπετο ἔσχατον πλέον. Ἡ πυράκτωσις καὶ ἡ σφυρηλασία.

Ἔθεσεν εἰς ἐνέργειαν ἀτμοκίνητον ὑπερμεγέθη ἄκμονα, τὸν ὁποῖον μόνον εἰς σπανίας καὶ ἐκτάκτους περιστάσεις ἐχρησιμοποίει.

Ἔρριψε τὴν καρδίαν ἐντὸς τῆς πυριφλεγοῦς καμίνου καὶ διὰ χονδρῆς πυράγρας ἐξαγαγὼν τὴν ἐφήρμοσεν ἐπὶ τοῦ τεραστίου ἄκμονος, ἐφ’ οὗ ἡ κολοσσιαῖα σφῦρα τρομερὰ καὶ παταγώδης κατεφέρετο ἀδιαλείπτως. Παρῆλθον οὕτω πολλαὶ ὧραι.

Ἀλλὰ καὶ πάλιν τίποτε, τίποτε, τίποτε. Οὔτε τὸ χρῶμά της, οὔτε τὸ σχῆμα ἠλλοιώθη κατὰ κεραίαν.

Ὁ Ἔρως ἀπηλπίσθη. Ἐβυθίσθη εἰς παρατεταμένους συλλογισμούς, προςπαθῶν νὰ μαντεύσῃ τί εἴδους τάχα καρδιὰ νὰ ἦτον ἑκείνη!

— Νὰ εἶνε ἆρά γε θηρίου ἢ ἑβραίου; ἐσκέπτετο. Μὰ πάλιν εἴτε εἰς τοκογλύφον ἀνῆκεν εἴτε εἰς ἕλληνα χωροφύλακα, πάλιν θὰ ἐμαλάκωνε λιγάκι ’ς τὰ χέρια μου.

Ἐπὶ τέλους, βαρυθυμῶν, ἀποκεκμηκὼς, ἀπογοητευμένος τὴν ἔλαβεν ἐκ τοῦ ἐδάφους καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῶν χειρῶν του τὴν ἔρριψε μακράν, ἐκεῖ που εἰς σωρὸν σκουπιδίων καὶ ἀκαθαρσιῶν.

Ἅει ’ς τὸ διάβολο καὶ ἀκόμα πάρα ’κεῖ! ἐγόγγυσε. Καὶ τανύσας τὰς πτέρυγάς του κατέφθασεν εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς μητρός του, τῆς Ἀφροδίτης, ἐκεῖ που παρὰ τὸ Ἀεριόφως, προςκλαίων καὶ ἀπολοφυρόμενος διὰ τὸ πρωτάκουστον ῥεζιλίκι, τὸ ὁποῖον ἔπαθε, μὴ δυνηθεὶς νὰ μαλάξῃ, ἀκοῦς ἐκεῖ! ὀλίγην κρεατίνην μάζαν, μίαν ἀνθρωπίνην καρδίαν!!

Ἑως ἐδῶ ἔπρεπεν ἴσως νὰ λήξῃ ἡ μικρὰ αὐτὴ ἱστορία, διὰ νὰ ἡσυχάσωμεν καὶ ἐγὼ καὶ ἡ ἐγκαταλειφθεῖσα καρδία, καὶ ὁ Ἔρως καὶ ὁ Διάβολος καὶ σεῖς μαζῆ μ’ αὐτὸν τρυφεραί μου ἀναγνώστριαι.

Ἀλλὰ διὰ τὰς ἁμαρτίας ὅλων μας ὑπάρχει — ὡς βλέπετε — καὶ ἄλλη συνέχεια. Καὶ θὰ ἔληγεν ἀναμφιβόλως ἐὰν τὸ κάρρον τῆς ἀστυνομίας εἶχε τὴν πρόνοιαν νὰ σαρώσῃ τὰ ὀδωδότα ῥάκη καὶ τὰς ἄνθους, ἐν οἷς κατέκειτο καὶ ἡ καρδία ἐκείνη ἡ ἀπερριμένη καὶ ἀποκεκηρυγμένη ὑπὸ τοῦ Ἔρωτος.

Ἀντὶ ὅμως νὰ διέλθῃ τὸ ἀστυνομικὸν κάρρον διήρχετο ἐκεῖθεν μετ’ ὀλίγον — κατὰ διαβολικὴν βέβαια σύμπτωσιν — εἷς κύριος ἐκ τοῦ ἀριστοκρατικοῦ λεγομένου κόσμου τῶν Ἀθηνῶν, μία προσωπικότης trop distinguée, συγκροτουμένη ἀπὸ δύο πόδας, μίαν κοιλίαν, ἕνα ὑψηλὸν πῖλον, ὀλίγους χαυλιόδοντας, μερικοὺς γαμψώνυχας καὶ κάμποσα ἑκατομμύρια.

Ὁ κύριος λοιπὸν αὐτός, ὅςτις διὰ τοῦ εὐεργετικοῦ νόμου τῆς ἐξελίξεως ἀπὸ ὑπηρέτης παντοπωλείου ἐν Βλαχίᾳ εἶχε μετασχηματισθῆ εἰς πολυτάλαντον ὁμογενῆ ἐν Ἀθήναις, καὶ ἦτο μέλος ὅλων τῶν φιλανθρωπικῶν καὶ μὴ καταστημάτων, λοξοδρομήσας ἐκ τοῦ πρωϊνοῦ περιπάτου διηυθύνετο, ἐξ ἐμφύτου τινος ἕλξεως, πρὸς τὸν βόρβορον ἐκεῖνον τῶν ἀκαθαρσιῶν, ὅτε αἴφνης σταματᾷ τὸ βῆμα καὶ τὴν ῥάβδον καὶ τὸν ἀνασκαλεύει, ὑπείκων εἰς ἀκατανίκητον ἕξιν. Εἶχε, φαίνεται, τὴν προαίσθησιν πῶς κἄτι πάντοτε θὰ εὕρισκε καὶ ἐκεῖ.

Ἡ χλωρωτική του ὄψις κατηυγάσθη ἀπὸ ἄγνωστον τέως ἀγαλλίασιν διὰ τὸ ἀπροςδόκητον εὕρημα, τὸ ὀποῖον ἡ τύχη ἢ ὁ διάβολος, ἀδιάφορον, τοῦ ἔρριπτεν ἔξαφνα ἐμπρός του, δωρεὰν μάλιστα, χωρὶς νὰ πληρώσῃ λεπτὸν, καὶ τοῦ ὁποίου ἐστερεῖτο πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων διότι κακαί τινες γλῶσσαι διϊσχυρίζοντο ὅτι καὶ αὐτὸς εἶχε προπωλήσει ἄλλοτε τὴν καρδίαν του εἰς τὸν Διάβολον,

Ἀλλὰ φαντασθῆτε ἐπιπλέον τὴν ἔκπληξίν του ὅταν παρατηρήσας καλλίτερον, ἀνεγνώρισεν ὅτι ἡ καρδία ἦτο ἡ πρώην ἰδική του ἀπαράλλακτος, ἀναλλοίωτος, μὲ ὅλα τὰ συστατικὰ καὶ τὰς ἰδιότητάς της. Τοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἦτο μῦθος καὶ ὄχι πραγματικότης.

— Αἵ, ἀναμφιβόλως Διάβολος τὴν ἐβαρύνθη πλέον καὶ μοῦ τὴν στέλλει, ἐψιθύρισε.

Καὶ ῥίψας περίφοβα βλέμματα μή τοι ὑπῆρχε πέριξ βλέμμα τι ἀνθρώπινον καὶ φωραθῇ, τὴν ἔχωσεν ὑπὸ τὸ ἀριστερὸν μέρος τῆς ῥεδιγκότας του, τὴν ὁποίαν ἐκόμβωσε σφιγκτὰ καὶ ἐξηκολούθησε τὴν πορείαν του γαῦρος καὶ ὑπεροπτικός, ὅτι δῆθεν, νά, τώρα, εἶχε καὶ αὐτὸς τάχα… ὡς ἄνθρωπος… μίαν καρδίαν!

Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς πληροφορήσω, χρυσαῖ μου ἀναγνώστριαι, τί ἐχρειάζετο ἡ ἐν εἴδει καρδίας ἀκατέργαστος ἐκείνη μάζα εἰς τὸν νέον κάτοχον, οὔτε ἂν τὴν ἐξύμνησαν τὴν ἑπομένην τὰ πρωϊνὰ φύλλα τῶν ἐφημερίδων.

Ὅ,τι ὅμως μαντεύετε βεβαίως εἶνε ὅτι ὁ λαθρόχειρ κτήτωρ τῆς καρδίας ἐκείνης ἔκαμε τὸν λογαριασμὸν χωρὶς τὸν ξενοδόχον.

Ἐλησμόνησεν ὅτι πρὸ πολλοῦ τὴν ἐχρεώστει εἰς τὸν Διάβολον, καὶ ὅτι εἰς μάτην τοῦ τὴν ἐζήτει ὁ χωλὸς ἐπαίτης, ὁ τυφλός, ὁ ἀνάπηρος. τὸ ῤακένδυτον παιδίον, ἡ λιμοκτονοῦσα μήτηρ, ἡ εὐσπλαγχνία, ὁ οἶκτος, ἡ φιλανθρωπία, ἡ πάσχουσα κοινωνία, πρὸ τῶν ὁποίων διήρχετο ὡς κωφάλαλος, καὶ ὅτι ἐν τούτοις μίαν ἡμέραν δὲν θὰ ἐτόλμα νὰ τὴν ἀρνηθῇ εἰς τὸν ἀρχικόν του ὀφειλέτην, εἰς ὃν τὴν ἐχρεώστει δύω τώρα φοράς, μίαν ὅταν τοῦ τὴν ἐπώλησεν ἀκριβὰ - ἀκριβά, καὶ μίαν ὅταν τοῦ τὴν ὑπέκλεψεν ἐν γνώσει.

Παρῆλθεν οὕτως ἱκανὸς χρόνος, ὅταν μίαν ἡμέραν ὁ Διάβολος ἔκαμνεν τὸν ἐτήσιον ἰσολογισμόν του καὶ ἐξελέγχων τὰ κέρδη καὶ τὰς ζημίας τῶν ἐπιχειρήσεών του, ἀνεκάλυψεν εἰς τὰς ἀποθήκας του ὅτι ἐκ τοῦ κοφίνου ἐκείνου ἔλειπε μία καρδία.

Δὲν χάνει καιρόν. Ἀφίνει τὴν Κόλασιν καὶ ἐνσκήπτει εἰς τὰς Ἀθήνας δρομαῖος καὶ ἀκατάσχετος ὡς γλῶσσα ἀντιπολιτευομένου, ὡς νὰ τὸν κατεδίωκε κανεὶς δικαστικὸς κλητήρ.

Μακρόθεν διακρίνει τὸν ἀδιάκριτον καὶ αὐθαίρετον ἰδιοκτήτην τῆς ὑπεξαιρεθείσης καρδίας, τρέχει, τὸν συλλαμβάνει ἐκ τοῦ αὐχένος, τὴν ἀποσπᾷ ἐκ τοῦ ἀριστεροῦ του θυλακίου, ὅπου τὴν ἔκρυπτε, ἀρχίζει νὰ τὸν τύπτῃ ἀνηλεῶς δι’ αὐτῆς, καὶ κακὴν κακῶς σύρει καὶ αὐτὴν καὶ αὐτὸν εἰς τὰ σκοτεινὰ ἄδυτα τῆς Κολάσεως.

Καὶ τώρα; Θέλετε νὰ προςθέσω καὶ τὸ ἐπιμύθιον ὅλης αὐτῆς τῆς ἱστορίας, ἀγαπηταί μου ἀναγνώστριαι, ἐνῷ εἰμὶ βέβαιος ὅτι τὸ ἀκούω ψιθυριζόμενον αὐτομάτως εἰς τὰ δροσερὰ καὶ ἡδυπαθῆ χείλη σας;

Ἐν τούτοις ἀφοῦ ἐπιμένετε, ἂς τὸ ἐπαναλάβω κ’ ἐγὼ μαζή σας:

Τὸ συμπέρασμα εἶνε ὅτι ὁ Διάβολος κἄποτε νικᾷ τὸν Ἔρωτα καὶ δὲν ἀφίνει νὰ τοῦ καταπατήσουν τὰ δικαιώματα.

Μάρτυς ἔστω καὶ αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος Ἠσαΐας ὁ αὐτόκλητος παράνυμφος εἰς πάντα γάμον, εἰς τὸν ὁποῖον κάθε γαμήλιος χορὸς τοῦ κοστίζει κατὰ τὸ κοινὸν λόγιον ἕνα Διάβολο!

Ἐν Ἀθήναις, Αὔγουστος 1890.

Σατανασ