Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891/Ειδυλλιακαί σκηναί: το κουνούπι
←ᾙ ἄσπραις τρίχαις | Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1891 Συγγραφέας: Εἰδυλλιακαὶ σκηναί: τὸ κουνοῦπι |
Τὸ παιδί μου→ |
— Ἆ! πόσον εἶμαι τεταραγμένος! Ριγῶ ἐκ φρίκης! Ἡ καρδία μου πάλλει, ὅπως πᾶσα καρδία, διατρέξασα κίνδυνον ὡς ὁ ἰδικός μου… Ὦ σύζυγοι! Ἄγριοι καὶ ἐξημερωμένοι, προγάστορες καὶ κομψοί, εὔπιστοι καὶ δύσπιστοι, στραβοὶ καὶ ἀνοικτομμάτηδες… σᾶς μισῶ! Ὦ γυναῖκες, καλαὶ καὶ κακαί, ὡραῖαι καὶ ἄσχημοι, πισταὶ καὶ ἄπιστοι, ξανθαὶ καὶ μελαγχροιναί, μουγκαὶς καὶ γλωσοῦδες… σᾶς ἀποστρέφομαι… Σᾶς ἀποστρέφομαι ἐκ βάθους ψυχῆς καὶ καρδίας. Ἤθελα νὰ ᾖμαι Νέρων, Καλλιγούλας Ἡλιογάβαλος, διὰ νὰ σᾶς… βασανίσω. Ἤθελα νὰ ᾖμαι Σουλτάνος, διὰ νὰ σᾶς… πνίξω! Ἤθελα νὰ ἦμαι Ἰνδὸς ἡγεμὼν, διὰ νὰ σᾶς καύσω ζωντανάς. Ἤθελα… δὲν ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη τί ἄλλο ἤθελα, ἀλλὰ φοβοῦμαι ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἤθελα, δὲν εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶπα.
— Ἆ ναί!… Πόσον εἶμαι τεταραγμένος! Πόσον ἡ καρδία μου πάλλει! Τρέμω ὁλόκληρος… Τρομερὰ ἡ ὀργὴ τῆς θαλάσσης ἥτις ἐξεγείρει τὰ μανιώδη κύματα. Τρομερὰ ἡ ὁρμὴ τῆς θυέλλης ἥτις ἐκριζοῖ τὰ δένδρα τοῦ δάσους. Τρομερὰ ἡ ὁρμὴ τοῦ ἐξογκωθέντος χειμάρρου ὅστις παρασύρει πᾶν ἀνθρώπινον ἐμπόδιον… Τρομεροὶ οἱ δικηγόροι εἰς τοὺς ὄνυχας τῶν ὁποίων ἐμπίπτεις, τρομεροὶ οἱ δικαστικοὶ κλητῆρες οἵτινες σὲ καταδιώκουσι, τρομεροὶ οἱ ῥάπται οἵτινες σοὶ στέλλουσι τοὺς λογαριασμούς των, τρομεροὶ οἱ οἰκοδεσπόται οἵτινες προπληρώνονται, τρομερὸν τὸ πῦρ, τρομερὸν τὸ ὕδωρ, τρομερὰ ἡ γυνή… τρομεροὶ.... καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ μονόλογοι.... Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει τρομερώτερον τοῦ συζύγου ὅστις εὑρίσκει τὴν σύζυγον του.... [Βήχει ἰσχυρῶς καὶ παρατεταμένως].
— Ὦ διάβολε αὐτὸς ὁ βήχας παρετήρησα ὅτι μὲ καταλαμβάνει ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν ἐνθυμοῦμαι αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν. Ἕνας φίλος μου εἰς τὴν ἀνάμνησιν τῆς πεθερᾶς του αἰσθάνεται κωλικόπονον. Ἀλλὰ νομίζω ὅτι ὁ φίλος δὲν εἰξεύρει τί τοῦ γίνεται. Ἕκαστος ἄνθρωπος εἰς τὴν ἀνάμνησιν τῆς πενθερᾶς του ἔχει καθῆκον νὰ καταλαμβάνεται μόνον ὑπὸ τεταρταίου πυρετοῦ. Ἀλλ’ ἃς ἐπανέλθω εἰς τὸ προκείμενον.
Εἶχον ἀγαπήσει ἄλλοτε μίαν νέαν Ἐλευθερίαν ὀνόματι, ἡ ὁποία, ὡς τουλάχιστον μὲ διαβεβαίου, μὲ εἶχε ’στὴν καρδιά της. Δὲν εἰξεύρω εἰς πόσους ἄλλους ἔδιδεν αὐτὴν τὴν διαβεβαίωσιν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τὰ πράγματα ἐπήγαινον ἐξαίσια καὶ αἱ μετὰ τῆς δεσποινίδος Ἐλευθερίας ὑποθέσεις μου προώδευον καλλίτερα ἀπὸ τὰς ἰδιωτικάς μου ὑποθέσεις. Μίαν ὅμως ἡμέραν, δὲν ἠξεύρω ποῖος διάβολος τῆς ἐσφύριξε στ’ αὐτὶ ὅτι ἔχω εἴκοσι χιλιάδων δραχμῶν εἰσόδημα… Εἴκοσι χιλιάδας! Πόσα φουστάνια εἰμπορεῖ κανείς νὰ κάμῃ τὸ ἔτος μὲ αὐτὸ το εἰσόδημα… Εἴκοσι χιλιάδας! Αὐτὸ ἐπηύξησε τόσῳ πολὺ τὸν ἔρωτά της, ὥστε ἔπεσεν ἔξαφνα εἰς τὸ κρεββάτι καὶ διεκήρυξεν ὅτι θ’ ἀποθάνῃ ἀφεύκτως, ἐὰν δὲν μὲ πάρῃ σύζυγον ἐντὸς τὸ πολὺ ἕξ ἑβδομάδων. Τί ἀκατάσχετος ἔρως! Εἶμαι βέβαιος ὅτι ἐὰν εἶχον τεσσαράκοντα χιλιάδων δραχμῶν εἰσόδημα, θὰ μοὶ ἔδιδε τριῶν μόλις ἑβδομάδων προθεσμία.ν Τρομεροὶ διαβόλοι τὰ κορίτσια! Ἡ στρογγυλότης τῆς περιουσίας μου διεδόθη τόσῳ ταχέως εἰς τὴν συνοικίαν ὥστε τὰ κορίτσια ἀπὸ μέσα ἀπ’ τὰ παράθυρα μοῦ εἶχον στήσει καρτέρι. Ηὔξησα τόσῳ πολύ, ἐμεγαλοποιήθην τόσῳ τεραστίως εἰς τὴν φαντασίαν των, ὥστε καὶ ὁ Ἀπόλλων αὐτὸς ἂν ἐφαίνετο τὴν στιγμήν, καθ’ ἣν ἐγὼ διέβαινον, θὰ διήρχετο ἀπαρατήρητος.
Ὅλαι μετεβλήθησαν. Ἐκεῖναι αἵτινες μοὶ ἀπέστρεφον τὸ πρόσωπον ὅταν διηρχόμην, ἤρχισαν νὰ μὲ παρατηροῦν συμπαθῶς ὅσαι πρὶν ἐγέλων, ἤδη ἔγειναν σοβαραὶ ἄλλαι, αἱ ὁποῖαι μὲ προσέβλεπον ἁπλῶς, ἤρχισαν τώρα νὰ μὲ χαιρετῶσι, καὶ ἐκεῖναι οἵτινες μὲ ἐχαιρέτων ἤρχισαν νῦν μοὶ νὰ ὁμιλῶσιν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην; — Πῶς ἔχετε κύριε Βασιλάκη; — Πολὺ καλά. — Καὶ ἡ κυρία μαμά σας; — Καλὰ εὐχαριστῶ. — Ὁ Κύριος πατέρας σας; — Ὡραῖα. — Καὶ ἡ μάμμη σας; — Ἐξαίσια! — Ὁ ἀδελφός σας; — Θεῖα! — Ἡ Κα Θεία σας; — Καλὰ δόξα τῷ Θεῶ! — Καὶ ὁ Κος Θεῖος σας; ἡ ἀνεψιά σας; ὁ ἀνεψιός σας; ὁ ἐξάδελφός σας; ἡ ἐξαδέλφη σας; — Καλά, καλά, πολὺ καλὰ, δι’ εὐχῶν σας! Ἐξαίσια! Ὅλοι περίφημα… Καλά, καλά… Μπᾶ κακὸ χρόνο νάχετε!
Ἐκυκλοφόρησε μάλιστα σκολιόν τι δίστιχον κακοβούλου τινός, τὸ ὁποῖον ἐτραγῴδουν εἰρωνικῶς, ὁπόταν διηρχόμην:
Κυττᾶτε τὸν καϋμένο τὸ Βασίλη, πῶς ’στραβώθη!
τὴν εἶδ’ ὁ μαῦρος τὴν Ἐλευθερίαν καὶ ’σκλαβώθη!
Δύω ἡμέρας μετὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς φίλης μου λαμβάνω πρόσκλησιν παρὰ τοῦ πατρὸς της. Ὅταν μετέβην εἰς τὸ σπῆτι της, ὑπῆρχεν οἰκογενειακὸν συμβούλιον. Ἅμα εἰσῆλθον ἠγέρθησαν ὅλοι σοβαροὶ καὶ ἐπιβάλλοντες, εἷς δὲ τούτων, ὁ πατὴρ τῆς νέας μὲ ἐπλησίασε σοβαρῶς καὶ μοὶ ἔκαμε προφορικὴν ἀνακοίνωσιν εἰς ὕφος τελεσιγράφου. — Τὴν πέρνεις, ἢ δὲν τὴν πέρνεις; — Μὰ δηλαδὴ νὰ ἰδῶ… ὁ πατέρας μου… ἡ μητέρα μου, ἐψιθύρισα συγκεχυμένως. Δὲν ἐπρόφθασα μοῦ νὰ εἰπῶ κ’ ἕνας μπάτσος ἀνάβει. Τὰ μάτια μου ἄστραψαν· ὁ μέλλων πενθερός μου εἶχε παρὰ πολὺ βαρὺ τὸ χέρι. Πρὶν ἀκόμη συνέλθω δεύτερος κύριος πλησιάζει. Θὰ ἦτο ἀναμφιβόλως ὁ θεῖος της. — Ἄτιμε! μοῦ λέγει, θέλεις νὰ πεθάνῃς τὸ κορίτσι; Καὶ μοῦ δίδει μπάτσον ἰσχυρότερον τοῦ πρώτου. Ἡ μύτη μου ἤρχισε νὰ τρέχῃ αἷμα. Ἔπειτα οἱ λοιποὶ συγγενεῖς μὲ κάμαις, μὲ κουμπούραις, ἐπροχώρησαν, ἀλαλάζοντες. Ἄνδρες γυναῖκες παιδιά, γέροντες σκυλιὰ ὅλοι ἐρρίχθησαν κατ’ ἐπάνω μου… Ἐλευθερία!… Ἐλευθερία! Πόσα ξυλοκοπήματα ἐν ὀνόματί σου!… Καὶ δὲν ἔπαυσαν τὰ σκυλιά — Βαρεῖτε τοῦ κακούργου! — Σκοτῶστε τον! — Βγάλτε του τὰ μάτια! — Στεφανῶστε τον διὰ τῆς βίας!… Νὰ μὲ στεφανώσουν διὰ τῆς βίας! Ἡ τελευταία φράσις μὲ ἔφερεν εἰς συναίσθησιν τῆς δυσκόλου θέσεώς μου. Ἀπεγνωσμένος, ὥρμησα πρὸς τὸ παράθυρον, καὶ ἐρρίφθην εἰς τὸν κῆπον. Ἆ, ἐθαύμασα τὰ ποδάρια μου. Τὸ ἔβαλα στὴν τρεχάλα, πηδῶν δένδρα, μάνδρας, ἁμάξια, ζῶα, ἀνθρώπους, κλητῆρας καὶ δὲν ἐστάθηκα παρὰ τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν ἔφθασα εἰς τὸ σπῆτι μου… Τί ὡραῖον πρᾶγμα νὰ αἰσθάνεται κανεῖς ὅτι ἔχει γερὰ ποδάρια τὴν στιγμὴν ὅπου πρόκειται νὰ τὸν στεφανώσουν!!!
Εἶχον παρέλθει ἔκτοτε τρία ἔτη. Τρία ὁλόκληρα ἔτη! Εἶχον λησμονήσῃ τὸ πάθημά μου καὶ τὴν ἐρωμένην μου ἡ ὁποία μετὰ παρέλευσιν τῆς προθεσμίας τῶν ἓξ ἑβδομάδων ἔπρεπε νὰ εἶναι χῶμα. Ἀλλὰ πρό τριῶν ἡμερῶν, ἐκεῖ ὅπου ἐπήγαινα εἰς τὸν δρόμον ἀκούω αἴφνης μίαν γυναικείαν φωνὴν — Βασιλάκη! — Στέκομαι καὶ βλέπω. Ζεῦ, βασιλεῦ! Τὴν πρῴην ἐρωμένην μου εἰς τὸν βραχίονα ἑνὸς κοντοχόνδρου πεντηκονταέτους κυρίου, μὲ προεξέχουσαν γαστέρα, μὲ φουσκωμένους πόδας καὶ μὲ φυσιογνωμίαν ἀγαθοῦ βοϊδιοῦ συνειθισμένου εἰς τὸ ἄροτρον πρὸ πολλοῦ. Τοὺς πλησιάζω μετὰ σπουδῆς. — Βασιλάκη! — Κυρία Ἐλευθερία! — Πόθεν ἐπέσατε μπροστά μας; — Ἀπὸ τοὺς οὐρανούς — Καὶ εἶναι κατάστασις αὐτὴ νὰ μὴ σᾶς ἰδοῦμεν τόσον καιρόν.. — Ἂχ κυρία Ἐλευθερία… ἐταξείδευον. Συγκινήσεις τινὲς μοὶ ἐπέφερον μελαγχολίαν ἡ ὁποία κατὰ τοὺς ἰατροὺς ἔπρεπε νὰ διασκεδασθῇ διὰ τῶν ταξειδίων. — Καὶ ποῦ; — Εἰς τὰς Ἰνδίας… ὡραῖος τόπος· ἐκεῖ τουλάχιστον οἱ πατέρες καὶ οἱ θεῖοι ἔχουσι ἔχουσι τὴν χεῖρα πολὺ ἐλαφράν. Ἐν τούτοις ὁ κοντόχονδρος ἀνὴρ δὲν ὡμίλει ποσῶς καὶ ἡ κυρία Ἐλευθερία ἐφαίνετο ὅτι τὸν εἶχε λησμονήσει. — Καὶ ὁ κύριος; ἠρώτησα. — Ἆ! εἶναι ὁ σύζυγός μου!
Νὰ σᾶς εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν ἐλυπήθην ὅτι ἐπροτίμησε νὰ ὑπανδρευθῇ ἀντὶ νὰ ἀποθάνῃ. Ἀλλ’ ἐκεῖνο τὸ Ἆ! μὲ ἐπαρηγόρησε. Ἆ ἐκεῖνο τὸ ἆ! ἔλεγε πολλά. Τὸν παρετήρησα ἐπί τινας στιγμας. Ἡ Ἐλευθερία ἀκαριαίως μοὶ διηγήθη τὴν ἱστορίαν της. Ὁ σύζυγός της εἶναι πρῴην… πρῴην ἔμπορος λουκανίκων, τὰ κατεσκεύαζαν ἄλλοι δηλ. καὶ τα ἐπώλει αὐτός… Τώρα ἐπλούτησε, ἀπεσύρθη καὶ ζῶσιν εὐτυχεῖς. Ἄνθρωπος καλόγνωμος, κτηματίας καὶ χριστιανὸς ὀρθόδοξος. Ἀλλ’ ἓν ἐλάττωμα ἔχει. Κοιμᾶται πολὺ συχνά. Κοιμᾶται ὅταν ἀναγινώσκει καὶ ὅταν τῷ ὁμιλῶσιν καὶ ὅταν εἶναι εἰς τὸ θέατρον καὶ ὅταν εἶναι εἰς τὸ καφφενεῖον καὶ ὅταν κάθηται καὶ ὅταν περιπατῇ… Κοιμᾶται ἀκόμη τὸ βράδυ… καὶ ὅταν πέφτει νὰ κοιμηθῇ! Κοιμᾶται ἀμέσως, εὐθύς, παραχρῆμα!… Ἆ ἡ καϋμένη ἡ Ἐλευθερία εἶναι καταφουρκισμένη. Ἐν τούτοις τὴν ἐπαρηγόρησα. Ἔχει πολὺ ἄδικον· ἡ Ἐλευθερία ἔπρεπε νὰ τῷ ὀφείλῃ εὐγνωμοσύνην ἀφοῦ ὁ σύζυγός της κρατεῖ πάντοτε κλειστὰ τὰ μάτια. Μετ’ ὀλίγον τοὺς ἀπεχαιρέτησα, ἀφοῦ τοὺς ὑπεσχέθην νὰ συγγευματίσω μετ’ αὐτῶν εἰς τὴν ἐξοχήν των… Ἡ Ἐλευθερία μοὶ τὸ ἐπανέλαβε δεκάκις — Μὴ τὸ λησμονήσῃς! Δὲν τὸ ἐλησμόνησα. Μετέβην χθές… Ὦ Ζεῦ καὶ Ἄπολλον καὶ Ἥφαιστε καὶ Σαβαὼθ καὶ Ἀλλὰχ καὶ Βισνοὺ καὶ Σίβα, ὅλοι οἱ Θεοὶ ἀνακατωμένοι… τί τρομερὰ ἡμέρα!
Ἐστρώσαμεν τὸ τραπέζι κάτωθεν πυκνοφύλλων δένδρων, τὰ ὁποῖα μᾶς προεφύλαττον ἀπὸ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου καὶ τῶν ἀδιακρίτων βλεμμάτων. Κάτωθεν ἡ χλόη μᾶς ἐχρησίμευσεν ὡς τάπης. Ὁ ἀνὴρ ἔπινε πολύ, ἡ γυνὴ ἔτρωγεν ὀλίγον καὶ ἐγὼ οὔτε ἔτρωγον οὔτε ἔπινον. Ἔβλεπον τὸν σύζυγον, τοῦ ὁποίου οἱ ὀφθαλμοὶ ἐκλείοντο ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ἐν τῇ ἡδείᾳ μακαριότητι τῆς λαμπρᾶς ἐκείνης ἀπολαύσεως, καὶ τὴν σύζυγον, τῆς ὁποίας αἱ ὠχραὶ παρειαὶ ἐβάφοντο ἀπὸ ἐλαφρὸν ἐρύθημα καὶ τὰ χείλη της, τὰ κοράλλινα ἐκεῖνα χείλη της πορφυρούμενα βαθέως. Ὁ σύζυγός της μετ’ ὀλίγον ἐκλελυμένος ἀπεκοιμήθη. Ὅταν ἐμείναμεν μόνοι, μακρὰ σιωπὴ ἐπηκολούθησε. Γοητευόμενος ἐκ τῆς προσεγγίσεώς της, μυθυσκόμενος ὑπὸ τῶν βλεμμάτων της, τὴν ἐθεώρουν ἐν ἐκστάσει… Τί εἰδυλλιακὴ σκηνή! Ὁ ἥλιος ἔλαμπεν ἄνωθεν ἡμῶν εἰπέρ ποτε ὡραῖος.
Καὶ ἐκελάδουν τὰ πτηνὰ, ἐψιθύριζον τὰ δένδρα καὶ ὁ ἄνεμος ἐθώπευεν ἡδέως τὴν ὡραίαν κόμην της… Ὅλα συνώμνυον διὰ νὰ κολάσωσι τὴν ψυχήν μου… Ἂν ἠδυνάμην τουλάχιστον νά.....!... Ἐξέπεμψα βαθὺν στεναγμὸν… — Τί συλλογίζεσαι; μὲ ἠρώτησεν. — Ἐνθυμοῦμαι. — Τί ἐνθυμεῖσαι; — Τὴν ἐποχὴν καθ’ ἣν σὲ ἠγάπων. — Ὦ ναί, μὲ ἠγάπας τότε! — .... Μήπως καὶ τώρα δὲν σὲ ἀγαπῶ — Ἆ! — Μήπως ἀμφιβάλλεις ἄγγελέ μου;… Ποίαν ἀπόδειξιν θέλεις;.. Ἐσιώπησεν ἐκείνη καὶ προσήγγισα πρὸς αὐτὴν ἐγώ.
Καὶ ἐκελάδουν τὰ πτηνά, ἐψιθύριζον τὰ δένδρα καὶ ὁ ἄνεμος ἐθώπευε τὴν ὡραίαν κόμην της. — Διατί σιωπᾶς Ἐλευθερία; — Ἀλλὰ τί νὰ εἴπω; — Ὅτι μὲ ἀγαπᾷς. — Δὲν ἀγαπῶ πλέον κανένα — Οὔτε ἐμέ;
Ἡ γυνὴ ἠρυθρίασεν ἀλλὰ δὲν ἀπεκρίθη. Δὲν ἀπεκρίθη ἐκείνη καὶ ἐγὼ ἐπλησίασα περισσότερον.
Καὶ ἐκελάδουν τὰ πτηνά, ἐψιθύριζον τὰ δένδρα καὶ ὁ ἄνεμος ἑθώπευε τὴν ὡραίαν κόμην της καὶ ὁ σύζυγός της ἐκοιμᾶτο πάντοτε.
Αἴφνης, ἕνα κουνοῦπι… Γνωρίζετε τὰ κουνούπια; Πτερωτόν τι τέρας μὲ ἀνάστημα νάννου καὶ φωνὴν γίγαντος. Τιτὰν καὶ πυγμαῖος, ἔντομον, πτηνόν, τζίτζικας συγχρόνως καὶ σφήκα. Σκορπιός, ἀηδόνι, γεράκι, μαϊμοῦ, ἀετός, λύκος, ὀχιά, ἀλεποῦ, βάτραχος, τσακάλι, λεοντάρι, καναρίνι.... ὄχι τοῦ Νικολάρα. Ψάλλει, ὀγκᾶται, κελαϊδεῖ, κεντρίζει, δαγκάνει, πετᾶ, τρέχει, ἀφανίζει, ξεσχίζει, τρελλαίνει.
Ὦ ἐντομοκτόνος τοῦ Κατσάρη κόνις! Ἐπάκουσον τῶν δεήσεών μου καὶ μὴ ἀφίσῃς κανένα κουνοῦπι ζωντανὸ εἰς τὸν αἰῶνα τῶν αἰώνων. Ἀμήν…
Ἀπὸ τὰ κουνούπια ἐδυστύχησαν ἄνθρωποι, προεκλήθησαν ἔριδες, ἐπῆλθον διαζύγια καὶ ἀνεστατώθησαν ὁλόκληροι πόλεις. Εἰς μίαν πόλιν ἔπεσαν κἄποτε τόσα κουνούπια, ὥστε οἱ ἄνθρωποι ἐκμανέντες διὰ τὴν ἀκαθαρσίαν ἥτις τὰ προεκάλεσεν ἐξυλοκόπησαν τὸν δήμαρχον. Μάλιστα, κύριοι. Ἄλλοτε δὲ εἷς φίλος μου ἐχώρισε τὴν γυναῖκα του, διότι ἐνοχλουμένη ἀπὸ ἕνα κουνοῦπι, ἐκτύπησε τὸν ἀέρα καί κατὰ λᾶθος ἐπαραπῆρε τὸ χέρι της καὶ ἐρράπισε τὸν σύζυγον της. Ἄλλοτε πάλιν ἐδάρη ἀνηλεῶς εἷς οἰνοπώλης διότι τὴν στιγμὴν καθ’ ἣν παρέθετεν οἶνον εἰς τοὺς πελάτας του, ἕνα κουνοῦπι εἶχε τὴν ἀπάνθρωπον ἰδέαν ν’ αὐτοκτονήσῃ ἐντὸς τοῦ οἴνου… Ἄλλοτε πάλιν κλπ. Τὸ κουνοῦπι λοιπὸν αὐτὸ ἦλθεν ἄνωθεν ἡμῶν καὶ ἔψαλλεν… ὦ ἀναμφιβόλως ἔψαλλε τὸν ἔρωτά μσς. Ὀρφεὺς κρούων τὴν λύραν του. Ἀλλὰ δὲν ἐστάθη ἕως ἐδῶ· ἔκαμε δύο κύκλους πέριξ ἡμῶν ἐπέταξε διὰ μιᾶς καὶ αἴφνης ἐκάθισεν εἰς τὸ μέτωπον τοῦ συζύγου. Καὶ δὲν ἠξεύρω πῶς ἀνεμνήσθην αὐτομάτως τοῦ αἰσωπείου μύθου:
Εὑρισκόμην εἰς τὸ τρυφερώτερον σημεῖον τῆς ἐρωτικῆς ἐκείνης ἐκστρατείας. Μεθυσκόμενος ὑπὸ τῆς ἀρωματῴδους ἀτμοσφαίρας, ἔτι δὲ μᾶλλον ὑπὸ τῶν μεθυστικωτέρων βλεμμάτων της, ἐπροχώρησα ἓν ἔτι βῆμα… Ἄέ ἐκεῖνα τὰ χείλη της τὰ ἔμπλεα ἡδυπαθείας καὶ καμπανίτου!… Ἀπέσταζον τόσην γλυκύτητα, γλυκύτερα καὶ αὐτῆς ἀκόμη τῆς ἁμαρτίας… ὅτε αἴφνης ὁ σύζυγος ἐκινήθη καὶ ἔφερε τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ μετώπου, ὡς νὰ ἀπεδίωκε κακόν τι ὄνειρον, ἀπαίσιόν τινα ἐφιάλτην, ἢ ὡς νὰ προσεπάθει νὰ ἀποδιώξῃ δεινὸν ὅπερ ἠπείλει… τὸ μέτωπόν του!
Οἴμοι! Ἐκινήθη ἐκεῖνος καὶ ὠπισθοχώρησα κ’ ἐγώ. Τὸ φρούριον δὲν ἦλο εὐάλωτον ἀκόμη… Ἐκινήθη, ἄλλα δὲν ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὸ κουνοῦπι ἐπέταξε φλυαροῦν εἰς τὸν ἀέρα. Τί ἐφλυάρει τάχα; Ὁ κίνδυνος εἶχε παρέλθει.
Ἐλευθερίτσα, μὲ ἀγαπᾷς; … Ὄχι! — Διατί; — Διότι εἶσαι προδότης. — Ἐγώ, ἀγάπη μου; — Σύ! — Ὤ! ἂν ἤξευρες πόσα δάκρυα, πόσους στεναγμούς, πόσας θλίψεις ὑπέφερα ἐξ αἰτίας σου.
Ἐσιώπησεν ἐκείνη Θεὲ μου! τί παρήγορος σιωπή!… καὶ ἐπλησίασα πάλιν ἐγώ.
Καὶ ἐκελάδουν τὰ πτηνὰ, ἐψιθύριζεν ὁ ἄνεμος καὶ ὁ σύζυγος ἐκοιμᾶτο πάντοτε…
Ὅτε, αἴφνης… τὸ κουνοῦπι ἐκεῖνο…
Δὲν εἶδα ἀπεχθέστερον καὶ μοχθηρότερον καὶ πονηρότερον καὶ αἰσχρότερον κουνοῦπι. Αὐτὸ τὸ κουνοῦπι ἦτο ἀναμφιβόλως ὁ πατήρ της μετεμψυχωμένος καὶ ἕτοιμος πάλιν νὰ μὲ ραπίσῃ… ἦτο ὁ θεῖος της ἕτοιμος νὰ μοῦ ἀνοίξῃ τὴν μύτη. Ἦτο ὁ κακός της δαίμων ὅστις ἐμίσει τὴν εὐτυχίαν μου… ἢ καλός τις δαίμων προστάτης τοῦ συζύγου… Τέλος πάντων, αὐτὸ το κουνοῦπι μᾶς ἔγεινε… κουνοῦπι!!— Ἐλευθερία! Μὲ ἀγαπᾷς; — Ὦ ναί! — Καὶ θὰ μὲ ἀγαπᾷς πάντοτε; — Μέχρι τοῦ τάφου.
Καὶ ἐκελάδουν τὰ πτηνά, καὶ ἐψιθύριζεν τὰ δένδρα καὶ τὰ βλέμματά της ἐξηκόντιζον φλόγας, καὶ τὰ στήθη της ἐξωγκοῦντο, καὶ ὁ σύζυγός της ἐρροχάλιζεν…
Αἴφνης τὸ κουνοῦπι… Τὸ ἀφωρισμένον ἐκεῖνο κουνοῦπι…
Ὦ κουνούπια! κουνούπια! Ὅταν ἐξυπνᾶτε τοὺς συζύγους εἷσθε… Δανείσατέ με σεῖς ἐρέβη τοῦ ᾍδου λέξιν ἱκανὴν ἵνα χαρακτηρίσω τὴν τοιαύτην ἀκατανόμαστον κακοήθειαν… Καὶ ἐνῷ μὲ ἐμέθυσκεν ἡ ἰδέα, ὅτι δὲν ὑπάρχει γλυκυτέρα εὐτυχία, παρὰ νὰ ἀγαπᾶσαι ὑπὸ τῆς συζύγου καθ’ ἣν στιγμὴν ὁ σύζυγος κοιμᾶται ὑποκάτω καὶ ἄνωθεν τὰ πτηνὰ ψᾶλλουσι τὸν ἔρωτα… αἴφνης ὁ σύζυγος ἐκτύπησε τὸ μέτωπον, ἠγέρθη καὶ διὰ μιᾶς εὑρέθη ὄρθιος.
Δὲν ἡξεύρω πῶς ἀνετινάχθην ὡς ὑπὸ δυναμίτιδος εἰς τὴν ἀπροσδόκητον ἐκείνην ἐμφάνισιν τοῦ ἐχθροῦ… Ἐνθυμοῦμαι μόνον ὅτι ἐτράπην εἰς ἄτακτον φυγήν, ἀφήσας ὅλην τὴν πληρεξουσιότητα εἰς τὴν Ἐλευθερίαν νὰ τὰ ἐξομαλύνῃ μὲ τὸν σύζυγον της ὅπως ἠδύνατο καλλίτερα…
Ὦ κατάρατοι καὶ καταχθόνια κουνούπια!.. Νομίζετε τάχα ὅτι πάντοτε σᾶς εἶναι ἐπιτετραμμένον νὰ πραγματοποιεῖτε τὸν μῦθον τοῦ Αἰσώπου: «Κώνωψ ἐπὶ κέρατος βοός....;»
- (Ἀθῆναι, Αὔγουστος 1890)
Δ. Οικ. Καλαποθακησ