Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891/Απ' Αθηνών εις Πάντσοβον επιστολαί προς κυρίαν

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1891
Συγγραφέας:
Ἀπ’ Ἀθηνῶν εἰς Πάντσοβον ἐπιστολαὶ πρὸς κυρίαν


ΑΠ’ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΣ ΠΑΝΤΣΟΒΟΝ
[ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΠΡΟΣ ΚΥΡΙΑΝ]

Ἐπιστολὴ Β′.

ΜΕ τὴν καρδίαν πάλλουσαν καὶ τρέμοντα τὸν.... πόδα!
ὄχι τὴν χεῖρα τρέμουσαν — ἐδῶ εἶν’ ἄλλη μόδα!—..
Ἐδῶ, ’ς τὴν κάθε γειτονιά, ὑπάρχει καλντιρίμι,
’π’ ἀφίνει ἀνεξάλειπτον ’ς τὰ πόδια μου τὴν μνήμη…
Ἐδῶ, εὐθύς, Κυρία μου, ὁποῦ θ’ ἀρχίσῃ βράδυ,
γίνεται τόσο κελαινὸν καὶ μαῦρο τὸ σκοτάδι,
ὥστε καθένας σπίτι του πηγαίνει τὸ ἑσπέρας,
κυττάζοντας ὡς καϊξῆς τοὺς πολικοὺς ἀστέρας!
Ἐδῶ ἀκόμα παντελῶς δὲν σκέπτονται γιὰ γκάζι,
κι’ ὁ νυκτοπόρος δύναται νὰ τσακισθῇ, γιὰ χάζι…
Ἐδῶ οἱ δρόμοι ἔχουσιν κατηφορανηφόρους,
κι’ ἀλλοίμονον ’ς τοὺς ἀδαεῖς καὶ ξένους ὁδοιπόρους.
Ἐδῶ ’ς τοὺς δρόμους κἄποτε ἀνοίγονται καὶ γούβαις,
καὶ μένουν ἔτσι ἀνοικταὶ ὡς ποῦ ν’ ἀνθίσουν βρούβαις!…
Ἐδῶ καὶ πεζοδρόμια δὲν ἓφιασαν ἀκόμη,
καὶ ὡς τῇς σκάλαις τῶν σπιτιῶν ἀνέρχονται οἱ δρόμοι!
Ἐδῶ κυρταῖς καὶ μητεραῖς τῇς πέτραις ἔχουν στήσει,
κι’ ἀλλοίμονο ’ς τὸν ἄμοιρο ποῦ τύχυ νὰ γλυστρήσῃ!…

Εἶχε βραδυάσει κι’ ἔβρεχε ’ς τὸ καλτιρίμι ἀπάνω,
ποῦ ἔτρεχα ’ς τὸ σπίτι μου κ’ ἐγὼ μὲ βῆμα πλάνο!
Τὸ σκότος ἦταν σὰν αὐτό, ποῦ εἶπον ἀνωτέρω,
καὶ ποῦ τὸ βῆμα μου πλανῶ οὔτε κ’ ἐγὼ δὲν ξέρω!

Πότε τὸ πόδι μου πατῶ σὲ γλυστερὸ λιθάρι,
καὶ πότε πάλι χώνεται ’ς τὴ λάσπη τὸ ποδάρι,
τὸ βλέμμα πότε εἰς τὴν γῆν, πότε ’ψηλὰ γυρίζω,
ἀλλ’ οὔτε φῶς βλέπω ’ς τὴ γῆ, οὔτ’ ἄστρο ἀντικρύζω.
Ἐν τούτοις διαδέχεται χαλάζι τὴν ψυχάλα,
ὅταν κ’ ἐγώ, Κυρία μου, τὸ βάζω ’ς τὴν τρεχάλα…
Καὶ τότε τί παράδοξον καὶ νόστιμον συγχρόνως,
μέσῳ βροντῶν καὶ ἀστραπῶν, ὡς Λήρ, νὰ τρέχω μόνος!
Βεβαίως γιὰ νυκτερινὸν καθεὶς μ’ ἐπῆρε φάσμα,
καὶ δίχως νὰ τὸ καυχηθῶ, σᾶς λέγω, ἤμουν… πλάσμα!
’Σ τὸ χέρι τὴν ὀμπρέλλα μου ὡς λάβαρον κρατοῦσα
καὶ μὲ πατζάκια σηκωτὰ δὲν ἔτρεχα… πετοῦσα!…
Πλὴν τρέχων δίχως μπούσουλα καὶ δίχως διαβήτη,
χωρὶς νὰ νοιώσω ἔφθασα μετὰ μικρὸν ’ς τὸ σπίτι…
Κ’ ἐδῶ ὡς νὰ μὴ ἔφθαναν τόσαι φροντίδες ἄλλαι,
θελήσας ν’ ἀποπειραθῶ σάλτο, κ’ ἐγώ, μορτάλε,
ξαπλώθηκα φαρδὺς πλατύς, μὲ περισσὸ καμάρι
καὶ μὲ σπασμένο εὐτυχῶς τὸ ἕνα μου ποδάρι!…
Κ’ ἐνῷ ’ς τὸ πεζοδρόμιον εὑρέθην ξαπλωμένος,
ἀρχίζω τοῦ Ὀμπρένοβιτς νὰ βλασφημῶ τὸ γένος,
φωνάζων «σὰν δὲ σκέφθηκες γιὰ γκάζι πρῶτα πρῶτα
δὲν ἤρχεσο νὰ δανεισθῇς, ἀπ’ τὴν Ἑλλάδι φῶτα;»
κι’ ἀφοῦ κανεὶς δὲν μ’ ἄκουσε, ἀρχίνησα νὰ κλαίω
καὶ «Φίλοι συχωρᾶτέ με καὶ Θεὸς σχωρέσοι» λέω!..
Πλὴν τότε κἄποιος ἔρχεται, ’ς τὰ χέρια μὲ σηκώνει
καὶ μετ’ ὀλίγον σπίτι μου σακάτη μὲ ξαπλώνει!
Κ’ ἔτσι καθὼς εὑρέθηκα ἐπάνω ’ς τὸ κρεββάτι,
ἀρχίνησα νὰ σκέπτωμαι φιλοσοφῶν κομμάτι
γιατί ποδάρια μόνον δυὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ,
καὶ νὰ μὴν ἔχῃ τέσσαρα ἢ καὶ μ’ ὀκτὼ νὰ τρέχῃ;
ὥστε ἂν σπάσῃ ἀπ’ αὐτὰ καμμιὰ φορὰ κανένα
νὰ ἔχῃ τ’ ἄλλα του ἑπτὰ ἐναποθηκευμένα!
Μὰ θὰ τὸν ποῦν τετράποδο, μὰ θὰ τὸν ποῦν χταπόδι,
αἴ! εἶναι πειὸ χειρότερο νὰ μείνῃ μ’ ἕνα πόδι!..
Ἐκτὸς αὐτοῦ ἂν θέλει τις νὰ τὸν παραθυμώσῃ,
πῶς θὰ μπορέσῃ μιὰ κλωτσιὰ ’ς τὰ μοῦτρα νὰ τοῦ δώσῃ;

καὶ ἂν θελήσῃ κάποτε κι’ αὐτὸς νὰ συζητήσῃ
πῶς θὰ μπορέσῃ μιὰ φορὰ ποδάρι νὰ πατήσῃ;
Γιατί δὲν εἶν’ ὁ ποιητὴς καὶ πτεροφόρος μοῦσα
ἢ κἂν τοῦ τοίχου μιὰ μικρὴ σαρανταποδαροῦσα;
Τοιαῦται μὲ κατέβαιναν ἰδέαι ’ς τὸ κεφάλι
ὁπόταν ἕνας ἔρχεται τὸ πόδι νὰ μοῦ βάλῃ…

Εἶνε γιατρὸς ἐμπειρικός, τὴν ἡλικίαν γέρων,
γιὰ ὅσους στραμπουλίζονται ἐκτάκτως ὑπερχαίρων!
Ἔχει σὲ κούτελο στενὸ δυὸ κάθυγρα ματάκια
καὶ κολλημένα δυὸ πυκνὰ ’ς τὰ χείλια του μουστάκια.
Χαμογελάει βλακωδῶς καὶ πρὸ κακοῦ μεγάλου,
καὶ φαίνεται μαλάκυνσιν πῶς ἔχει ἐγκεφάλου…
Ἀλλ’ ἔχει, λέγων, δύναμιν ’ς τὰ χέρια ὑπερμέτρως
κι’ ἐθεραπεύθη ἀπ’ αὐτὸν κι’ ὁ Χρῆστος Χατζῆ-Πέτρος!
ὅστις ἐλθὼν ἐδώ ποτε, σὲ χρόνια περασμένα,
ἐτσάκισε τὸ πόδι του κ’ ἐκεῖνος σὰν ἐμένα!
Εἶνε γνωστὸς μὲ τ’ ὄνομα ὁ Γέρω-Καποράλος
καὶ ’ς τὰ σπασοβγαλσίματα γιατρὸς δὲν εἶναι ἄλλος!
Εὐθὺς λοιπὸν τὸ πόδι μου ’ς τὰ χέρια του συσφίξας
καὶ πᾶν ἐντός του αἴσθημα ἐλέους ἀποπνίξας,
τὸ στρέφει μιά, τὸ στρήφει δυό, μιὰ δυνατὴ μοῦ δίνει
βάζει αὐτὸ ’ς θέσι του κ’ ἡμιθανῆ μ’ ἀφίνει!..

Συνέρχομαι κι’ εὑρίσκομαι καὶ πάλι ’ς τὸ κρεββάτι,
μὲ τὸ ποδάρι τεντωτό, καὶ μὲ σβυστὸ τὸ μάτι!
μὲ παίρνει τὸ παράπονο καί μοὔρχεται νὰ κλάψω,
ἀλλὰ τὸ γρᾶμμά σου λαβών, ὀφείλω νὰ σοῦ γράψω!..
(1890)

Δημ. Κοκκοσ