Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εθνικόν Ημερολόγιον του Έτους 1891/Αι καμπύλαι του Παρθενώνος

Από Βικιθήκη
Ἐθνικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1891
Συγγραφέας: Αίσωπος
Αἱ καμπύλαι τοῦ Παρθενῶνος


ΑΙ ΚΑΜΠΥΛΑΙ
ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΟΣ

— ἀνάμνησις καὶ ἐξομολόγησις ἀδιάκριτος —

Ξενοφῶντι Στελλάκῃ

Ο ἀξιότιμος κύριος Πολυχρόνης Παλαιόπουλος ἦτο μὲν πρὸ πολλοῦ διδάκτωρ τῆς φιλοσοφίας καὶ εἶχε κατατρίψει πολλὰ ἔτη τοῦ βίου του καὶ τελειότερα πανταλόνια τοῦ ῥάπτου του ἐπὶ τῆς γυμνασιακῆς ἔδρας, ἰδιάζουσαν ὅμως καὶ ἀποκλειστικὴν μανίαν εἶχε περὶ τὸ ἀρχαιολογεῖν. Ἠρέσκετο νὰ περιστοιχίζηται πάντοτε ὑπὸ ἀρχαίων ἀντικειμένων. Φαντασθῆτε· καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ πῖλος του, ὁ λαιμοδέτης του, ἡ ἡλικία του, τὸ ὄνομά του, ὅλα-ὅλα, κατὰ μοιραίαν σύμπτωσιν, ἦσαν ἀρχαῖα καὶ παλαιά!

Ἀνέκαθεν τρέφων ἀκάθεκτον ἔρωτα πρὸς τὴν γραμματικήν, τὰ σχόλια τοῦ Θουκυδίδου, τὰς ἀρχαίας ἐπιγραφάς, τὰ σκωληκόβρωτα χειρόγραφα καὶ δὲν ἠξεύρω τί ἄλλο ἀκόμα, εἶχε καταστῆ κυριολεκτικῶς ὁ σάραξ τῆς ἰδίας του βιβλιοθήκης, διότι πράγματι κατέτρωγε τὰ βιβλία. Οὔτε ηὐκαίρησέ ποτε νὰ σκεφθῇ ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι ἔρωτες εἰς τὸν κόσμον αὐτόν. Καὶ παρέκαμπτεν ἤδη τὸ πεντηκοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας του χωρὶς νὰ φροντίσῃ περὶ ἀποκαταστάσεως καὶ γάμου, μεθ’ ὅλας τὰς προτροπὰς τοῦ ἀρχαίου φίλου του κ. Ἀναργύρου, ὅστις πρὸ εἰκοσαετίας καὶ ἐπέκεινα εἶχε κηρυχθῇ ἐμπράκτως ὑπὲρ τοῦ ἐγγάμου βίου καὶ τῶν ἐντεῦθεν ἀγαθῶν, ἐν οἷς ὑπερηφάνως συγκατηρίθμει καὶ τὰς πέντε..... θυγατέρας του.

Ἐν τούτοις ἑσπέραν τινὰ μικρὸν πρὶν ἀρχίσῃ ἡ παροῦσα διήγησις, φαίνεται ὅτι τὰ γαμήλια ἐπιχειρήματα τοῦ κ. Ἀναργύρου ἀπέβησαν τόσον ἀκταμάχητα καί, ὡς εἰπεῖν, χειροπιαστἁ, ὥστε ὁ κ. Πολυχρόνης τὴν φορὰν αὐτὴν ἐπέπρωτο ἐκ τῆς συζητήσεως ἐκείνης νὰ ἐξέλθῃ.... νυμφευμένος!

Θὰ ἀδικήσω ἀναμφιβόλως τὴν εἰς τοιαῦτα ζητήματα ὀξυδέρκειαν σου, φιλτάτη ἀναγνώστρια, ἐὰν προσθέσω, ὅ,τι ἔχεις ἤδη μαντεύσει ἐκ τῶν πρώτων γραμμῶν: ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ τῆς ἱστορικῆς ἐκείνης νυκτὸς τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ κ. Πολυχρόνη ἀπετέλει ἡ πρωτότοκος θυγάτηρ τοῦ κ. Ἀναργύρου, δεσποσύνη Εὐρυδίκη, νῦν δὲ κυρία Παλαιοπούλου.

Κυρία Παλαιοπούλου! Δηλαδή, σκληροτέρα εἰρωνεία ἐπιθέτου δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ, καθόσον τὰ δεκαοκτὼ δροσερὰ καὶ σφριγῶντα ἔτη τῆς Εὐρυδίκης οὐδεμίαν ἀπολύτως εἶχον σχέσιν πρὸς τὸ ὀνοματεπώνυμον καὶ τὰς ἀρχαιολογικὰς ἀσχολίας τοῦ κ. Πολυχρόνη Παλαιοπούλου. Ἀλλ’ ὁ κ. Ἀνάργυρος, πρακτικὸς ἄνθρωπος τῆς νεωτέρας φυσιογραφικῆς σχολῆς, δὲν ἔδωκεν οὔτε τὸν καιρὸν οὔτε τὸ δικαίωμα εἰς τοιαύτας συζητήσεις. Ἡ Εὐρυδίκη ἦτο ὀλίγον ζωηρὰ καὶ ἐξημμένη φύσις. Τοῦτο δὲν ἐπεδέχετο συζήτησιν. Ἐνόμισε λοιπὸν ὅτι εἶχε τὸ πατρικὸν καθῆκον νὰ τοποθετήση ἕνα σύζυγον παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς κόρης του. Καὶ τὸ ἐπέτυχε. Τί ἄλλο;

Ἀλλ’ ἐνῷ ὁ πατὴρ ἔσχε τὴν πρόνοιαν νὰ θέσῃ την Εὐρυδίκην πλησίον τοῦ Πολυχρόνη, οὗτος ἐξ ἄλλου εἴχε τὴν ἀπρονοησίαν νὰ τοποθετήσῃ ἐγγὺς τῆς Εὐρυδίκης τὸν νεαρὸν καὶ σπαργῶντα ἐκ Βόλου πρωτοετῆ φοιτητὴν τῆς φιλολογίας Θωμᾶν Ἀντίκαν, υἱὸν παλαιοῦ — αὐτὸ δὲ οἴκοθεν ἐννοεῖται — καὶ ἀρχαίου φίλου του, ὅςτις, ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τοὺς ὀλβίους γάμους τοῦ κ. Πολυχρόνη, ἐθεώρησε καλὸν νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς τὴν ἀποκλειστὴν ἐπαγρύπνησιν αὐτοῦ τὸν υἱόν του, τὸ πρῶτον ἤδη ἐρχόμενον εἰς Ἀθήνας, ὢν βέβαιος καὶ ἥσυχος ὅτι μόνον ὑπὸ τὴν ἐνδελεχῆ μέριμναν τῆς οἰκογενείας Παλαιοπούλου δὲν ὑπῆρχεν ὁ ἐλάχιστος φόβος νὰ διολισθήσῃ τυχὸν ὁ προσφιλής του υἱὸς εἰς τὰ πρῶτα βήματα τοῦ φοιτητικοῦ του σταδίου.

Πρέπει δὲ νὰ ὁμολογήσωμεν ὅτι καὶ ὁ κ. Πολυχρόνης καὶ ἡ Εὐρυδίκη ἐδέχθησαν τὸν νέον Θωμᾶν μὲ ἀνοικτάς, ἂν ἐπιτρέπεται, ἀγκάλας. Ὁ κ. Πολυχρόνης μάλιστα, ἀφοῦ τὸν ἐνέγραψεν εἰς τὸ πανεπιστήμιον, ἐπελήφθη συντόνως τῆς διδασκαλίας του, βοηθῶν αὐτὸν εἰς τὰς μελέτας του, ἐπεξηγῶν πλείστας ἀπορίας, πρὸ πάντων ὅμως ἀναλαβὼν νὰ τὸν ἐνδυναμώσῃ εἰς τὸ μάθημα τῆς ἀρχαιολογίας, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ Εὐρυδίκη κατ’ ἀρχάς, πρὸ τῆς ἐπιδρομῆς τοῦ Θωμᾶ, δὲν ἐφαίνετο ἔχουσα τὴν παραμικρὰν κλίσιν πρὸς μεγάλην λύπην τοῦ κ. Πολυχρόνη, ὅστις ἐνόμισεν ὅτι ἓν τῶν κυριωτέρων συζυγικῶν καθηκόντων του ἦτο νὰ μυήσῃ καὶ αὐτὴν εἰς τὰ μυστήρια καὶ τὰ θέλγητρα τῆς ἀρχαιολογίας!

Καὶ ὅμως εἰς τὴν ἐποχὴν καθ’ ἣν τὸν γνωρίζομεν ὁ κ. Πολυχρόνης μεθ’ ὑπερμέτρου ἀγαλλιάσεως ἔβλεπεν ὅτι καὶ ἡ Εὐρυδίκη ἀπό τινος καιροῦ ἤρξατο αἰσθανομένη ἀκράτητον ἔρωτα εἰς τὰ ἀρχαιολογικὰ μαθήματα τοῦ.... Θωμᾶ, καὶ ὅτι μετὰ βαθείας προσοχῆς καὶ ἱερᾶς συγκινήσεως προσήρχετο αὐτοβούλως εἰς αὐτὰ καὶ ἠκροᾶτο τῆς ἐνθουσιώδους περὶ ἀρχαιοτήτων διδασκαλίας τοῦ κ. Πολυχρόνη.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Θωμᾶς ἀμοιβαίως ἐφαίνετο ἔκτοτε ἀναπτύσσων ἰδιαίτερον ἔρωτα πρὸς τὰ κοινὰ μετὰ τῆς Εὐρυδίκης ἀρχαιολογικὰ μαθήματα, τόσον ὥςτε ἡ Εὐρυδίκη τῷ ἔλεγε συχνὰ καμμύουσα τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πονηρῶς μειδιῶσα ὅτι κινδυνεύει νὰ ἀποβῇ σωστὸς ἀρχαιολόγος, ἄξιος τῶν ἐπωνύμων καὶ τοῦ διδασκάλου του καὶ τοῦ πατρός του!

Ἀλλ’ ὁ Θωμᾶς ἄπειρος εἰςέτι ἐπαρχιώτης νεανίσκος δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ ἀκόμη καλὰ-καλὰ τί συνέβαινεν βαθμηδὸν καὶ καὶ λεληθότως ἐν τῇ ψυχῇ του, ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τῶν συχνῶν αὐτῶν ἀρχαιολογικῶν παραδόσεων τοῦ Πολυχρόνη, πολλῷ δὲ ἧττον νὰ μάθῃ τί συνέβαινεν ὑπὸ τὰ ἐξογκούμενα γλαφυρὰ στήθη τῆς συμμαθητρίας του, τῆς κ. Εὐρυδίκης, οὔτε εἶχε διευκρινήσει εἰςέτι ἐν τῇ φαντασίᾳ του ἂν τὸν ἐσαγήνευε πλειότερον ἡ εὐρωτιῶσα ἀρχαιότης τοῦ κ. Πολυχρόνη, ἢ ἡ ἐπανθοῦσα καὶ γαργαλιστικὴ νεότης τῆς κυρίας Πολυχρόνη, ἡ ὁποία λίαν εὐλόγως ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας εὕρισκε διὰ τοῦτο τὸν Θωμᾶν ἀρκετὰ ἠλίθιον!

Ἡμέραν τινὰ μάλιστα ἡ Εὐρυδίκη πλήρης τρυφερᾶς ἀγανακτήσεως προςεπάθησε νὰ τὸν ἐξαγάγῃ τῆς ἀνεξηγήτου ἐκείνης ἠλιθιότητος, ὅταν εὑρέθη μόνη μετὰ τοῦ Θωμᾶ ἐν τῷ ἰδιαιτέρῳ δωματίῳ τῆς παραδόσεως, καὶ καθ’ ἣν στιγμὴν ὁ κ. Πολυχρόνης ἠσχολεῖτο ἐν τῷ παρακειμένῳ δωματίῳ τῆς βιβλιοθήκης εἰς ἀντιγραφὴν ἀρχαίας τινος μαρμαρίνης ἐπιγραφῆς. Ἀλλ’ ὁ Θωμᾶς, ἐπέμενε νὰ ἦνε ἐπανειλημμένως ἠλίθιος, κατὰ τὴν φράσιν τῆς κυρίας Εὐρυδίκης, ἀποκρούσας πᾶν ἐπιχείρημα καὶ πᾶσαν ἔφοδον αὐτῆς, κατακόκκινος καὶ ἀσθμαίνων ἐκ τῶν ψηλαφητῶν καὶ ἀλλεπαλλήλων ἐπιχειρημάτων τῆς κυρίας Εὐρυδίκης…

Εἰς τὴν στάσιν αὐτὴν ἐνεφανίσθη αἴφνης καὶ ὁ κ. Πολυχρόνης, ἀφῃρημένος εὐτυχῶς ὀλίγον καὶ ζαλισμένος ἐκ τῶν δυςχερειῶν ἂς τῷ παρέσχεν ἡ ἐξήγησις τῆς ἀρχαίας ἐκείνης ἐπιγραφῆς.

— Μπᾶ! τί ἔχετε καὶ μαλλώνετε σεῖς ἔτσι; Τί φιλονεικία εἴχατε; κανὲν ἀρχαιολογικὸν ζήτημα βέβαια; Αἴ;

Ὁ Θωμᾶς ἀπελιθώθη χαμηλώσας τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τρέμων ὡς ἰχθῦς.

Ἡ Εὐρυδίκη ὅμως ἔσπευσε νὰ ἀποκριθῇ μετὰ χάριτος καὶ γλυκύτητος;

— Καλὲ Πολυχρόνη μου, ἐσυζητούσαμε διὰ τὰς καμπύλας τοῦ Παρθενῶνος, ποῦ μᾶς ἐξηγοῦσες χθές…

— Δηλαδή;

— Δηλαδή, νά! ὁ Θωμᾶς ἐπέμενεν ὅτι δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν αὐταὶ αἱ καμπύλαι εἰς τὰ βάθρα καὶ τὰ ἀετώματα τοῦ Παρθενῶνος.... καὶ ὅτι....

— Ὁ Θωμᾶς εἶνε ἄπιστος ὡς Θωμᾶς! διέκοψεν ὁ κ Πολυχρόνης εὐφυολογῶν.

— Αὐτὸ λέγω καί ἐγώ, προςέθηκεν ἐκείνη ῥίπτουσα λαίμαργον καὶ ἐκφραστικώτατον βλέμμα πρὸς τὸν Θωμᾶν. Δὲν θέλει νὰ ἐννοήσῃ τίποτε!....

— Αἴ! εἶνε μικρὸς ἀκόμα· παιδὶ ἄπειρον τοῦ κόσμου. Θὰ ἔλθῃ ὅμως μεθαύριον καιρὸς νὰ τὰ ἐννοήσῃ καλλίτερα…

— Ὤ! βέβαια, βέβαια! εἶπεν ἡ Εὐρυδίκη ἐπισφραγίζουσα τὴν γνώμην τοῦ συζύγου της…

— Αὔριον τὸ πρωῒ νὰ ἑτοιμασθῆτε χωρὶς ἄλλο· θὰ κάμωμεν μίαν ἐπίσκεψιν εἰς τὴν ἀκρόπολιν. Ἐκεῖ ἐπὶ τοῦ ἁγίου βράχου καὶ ἐπὶ τῶν σεπτῶν λειψάνων τοῦ Παρθενῶνος θὰ σᾶς ἀποδείξω διὰ τῶν πραγμάτων ὅτι αἱ καμπύλαι ὑπάρχουν ὅπως σᾶς τὰς ἐξήγησα χθές!…

Καὶ ἀληθῶς. Τὴν ἐπαύριον λίαν πρωῒ ὁ κ. Πολυχρόνης, ἡ Εὐρυδίκη καὶ ὁ Θωμᾶς ἀνήρχοντο εἰς τὴν Ἀκρόπολιν.

Ἦτο ὡραία ἡμέρα τοῦ Νοεμβρίου καὶ ὁ ἥλιος θαλπερὸς ἐχρύσιζε τὰ ἱερὰ μάρμαρα τῆς Ἀκροπόλεως, τοὺς ξανθοὺς πλοκάμους τῆς Εὐρυδίκης καὶ τὸν ἀποτετριμμένον, ὡς ἐκεῖνα, σεπτὸν πῖλον τοῦ κ. Πολυχρόνη.

Ἐβάδισαν βραδέως διὰ τῆς λεωφόρου καὶ ἔστησαν πρὸ τῆς ἐξωτερικῆς πύλης. Οἱ νεαροὶ μαθηταί, ὁ Θωμᾶς σιωπηλὸς καὶ ἡ Εὐρυδίκη χαμογελῶσα, ἐπροχώρησαν ἀναβαίνοντες τὰς βαθμίδας. Ὁ Πολυχρόνης εἰσῆλθεν κατόπιν ἀσκεπὴς καὶ μετὰ θρησκευτικῆς κατανύξεως, ὡςεὶ ἐν ἐκστάσει καὶ παραισθησίᾳ ὑπὸ τοῦ θαυμασμοῦ, ὅςτις διέθρυπτε τὴν ψυχήν του πρὸ τῶν σεπτῶν ἐκείνων καὶ ἀθανάτων μνημείων.

Διῆλθον τοῦ Ἐρεχθείου πρὶν ἢ διευθυνθῶσιν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Παρθενῶνος. Ὁ κ. Πολυχρόνης ἀφοῦ ἐπανέλαβε διὰ χιλιοστὴν τώρα φορὰν τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἐρεχθείου κατέληξεν εἰς τὸ νὰ ἐξηγῇ εἰς τὸν Θωμᾶν τὸ ἄφατον κάλλος τῶν Καρυατίδων, τὴν ἀπαράμιλλον συμμετρίαν καὶ τὴν πλαστικὴν χάριν τοῦ σώματος καὶ τὴν ἀμίμητον μέχρι ἐξιδανικεύσεως γλαφυρότητα τῶν μελῶν, καὶ τὰ ἐξήγει μετὰ τοσαύτης παραστατικῆς δυνάμεως, ὥστε ὁ Θωμὰς ἔκπληκτος καὶ τεθαμβωμένος ἐκ τῆς περιγραφῆς ἐκείνης τοῦ γυναικείου κάλλους ἐνόμισε πρὸς στιγμὴν ὅτι τὸ μαρμάρινον κάλλος τῶν Καρυατίδων ἐνεψυχοῦτο καὶ προςελάμβανε αἴσθησιν καὶ ζωὴν ἐν τῷ προσώπῳ τῆς Εὐρυδίκης, ἥτις ἵστατο ἐνώπιόν του περικαλλὴς καὶ ἡδυπαθεστάτη ὡς ἀληθὴς καὶ αὕτη Καρυᾶτις.

Ἠ Εὐρυδίκη διέγνωσεν ὅτι ἀπὸ τῆς στιγμῆς ἐκείνης ὁ Θωμᾶς ἤρξατο νὰ ἐννοῇ καὶ νὰ αἰσθάνεται τώρα πλέον τὰ θέλγητρα.... τῆς ἀρχαιολογίας!

Διηυθύνθησαν εἶτα εἰς τὸν ναὸν τοῦ Παρθενῶνος καὶ οἱ τρεῖς, λίαν συγκεκινημένοι.

— Ἐλᾶτ’ ἐδῶ τώρα νὰ σᾶς ἐξηγήσω πειραματικῶς τὴν ὕπαρξιν τῶν καμπυλῶν, εἶπεν ὁ κ. Πολυχρόνης, ἀποθέτων τὴν ῥάβδον καὶ τὸν πῖλον. Σὺ Εὐρυδίκη μὲ τὸν Θωμᾶν θὰ ’πᾶτε ἐκεῖ εἰς τὴν ἄκραν τοῦ βάθρου, θὰ γονατίσετε, θὰ βάλετε τὸ ’μάτι σας ἶσα εἰς τὴν γραμμὴν τὴν ὁποίαν σχηματίζει ἡ γωνία, καὶ θὰ κυττάζετε εἰς τὸ ἄλλον ἄκρον. Ἐκεῖ ἐγὼ θὰ κάμω τὸ ἴδιον καὶ προσέξατε ἂν εἶνε δυνατὸν νὰ μὲ ἰδῆτε. Ἐκ τοῦ πειράματος αὐτοῦ θὰ ἐννοήσετε τὰς καμπύλας αἱ ὁποῖαι ἐπαναλαμβάνω νὰ σᾶς εἴπω ὅτι ὑπάρχουν οὐ μόνον εἰς τὰ βάθρα ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ἄλλα μέρη τοῦ ναοῦ. Εἶμαι περίεργος νὰ ἴδω ἂν ὁ Θωμᾶς θὰ πιστεύσῃ τώρα πλέον ποῦ θὰ βάλῃ τὸν δάκτυλον ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων, προσέθηκεν ἐν τέλει ὁ κ. Πολυχρόνης προφανῶς καλαμπουρίζων μὲ τοὺς δισταγμοὺς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ νεαροῦ οἰκοτρόφου.

Ἤδη ἕκαστος εἶχε καταλάβει τὴν θέσιν του. Ὁ κ. Πολυχρόνης ἀπεμακρύνθη μόνος εἰς τὸ ἓν ἄκρον τοῦ βάθρου, ἐνῷ ἡ Εὐρυδίκη καὶ ὁ Θωμᾶς γονυπετεῖς ἐτοποθετοῦντο εἰς τὸ ἕτερον κατὰ τὰς ὁδηγίας τοῦ κ. Πολυχρόνη.

— Εἶσθε ἕτοιμοι; ἐφώνησεν ἐκεῖθεν ὁ σοφὸς σύζυγος καὶ διδάσκαλος

— Ναί! ἀπεκρίθη ἡ Εὐρυδίκη. Ἐμπρός! καὶ κύψασα παρὰ τὸν Θωμᾶν, ἔξαλλες καὶ ἀσθμαίνουσα ἐκ τῆς ἀρχαιολογικῆς μέθης, περιέβαλε κατὰ λᾶθος εἰς τοὺς σπαργῶντας βραχίονὰς της τὸν νεκρὸν μαθητήν. Καὶ ἠχηρὸν φίλημα....

— Τί κάμνετε, κυρία Εὐρυδίκη; ἐτόλμησεν ἔκπληκτος νὰ κραυγάσῃ ὁ Θωμᾶς. Ἂν σᾶς εἶδεν ὁ κ. Πολυχρόνης, ἀλλοίμονον!

Ἀληθῶς δὲ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ διδάσκαλος εἶχεν ἤδη ἐγερθῇ καὶ ἤρχετο δρομαῖος πρὸς αὐτούς.

— Αἴ; μὲ εἴδατε; τοὺς ἠρώτησεν.

— Ἡμεῖς ὄχι, ἀπήντησεν ἡ Εὐρυδίκη. Σεῖς μᾶς εἴδατε διόλου;

— Τί κουτοί! τί κουτοί! πῶς νὰ σᾶς ἰδῶ; Καὶ αἱ καμπύλαι; Δὲν ἐννοήσατε λοιπὸν ἀκόμη ὅτι ἐκ τῆς καμπυλότητος τῶν γραμμῶν δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἰδῇ ἀπὸ τὸ ἓν ἄκρον εἰς τὸ ἄλλο;…

(Σῦρος 1890)

Αισωποσ