Χαριτωμένοι Ζέφυροι,
Ποῦ τὰ λαφρὰ μυρόβολα φτερούδια,
Ἀπὸ τὰ οὐράνια χύνετε
Eἰς τὰ χρυσᾶ τὰ ῥόδα, εἰς τὰ λουλούδια,
Κι’ ἀπ’ τὴν καρδιά τους πίνετε
Μὲ χείλη δροσισμένα,
Πολυτίμητα μύρα ἀπανθισμένα!
Πέστε μου σεῖς ποῦ τὸν καϋμό μου ἀκούσατε
Ἡ λυγερή μου ποὖνε, ποὖνε ἐκείνη,
Ποῦ κάθε αὐγὴ ’ς τὰ χείλη τὴν φιλούσατε;
Κι’ ὁποῦ τώρα μ’ ἀφίνει,
Ἀφοῦ μ’ ἔχει βαρειὰ περιπλεγμένο,
Μὲ τὸν σκληρὸ τὸν Ἔρωτα τρεῖς χρόνοι,
Σὲ δάκρυ θλιβερὸ κι’ ἀπελπισμένο,
Σὰν ἔρμο χελιδόνι,
Eἰς ἕνα κόσμον ἔρημο νὰ τρέχω,
Κι’ ἄλλο νὰ μὴ παντέχω,
Παρὰ τὸ χάρο νἆρθῃ νὰ μὲ πάρῃ....
Τέτοια λοιπὸν τς ἀγάπης εἶνε ἡ χάρι;
Γιατὶ πιστὴ τούτη ἡ καρδιά μου ἐστάθη,
Ἀνταμοιβὴ νὰ λάβῃ μαῦρα πάθη;
Ὥστε εἶναι θαῦμα ἂν δὲν βρεθῶ ὁ καϋμένος,
Ἀπ’ ἕναν ἥλιο εἰς ἄλλο ἀποθαμένος.
Ὦ Ζέφυροι! ἂν γνωρίζετε εὐσπλαχνία...
Γιὰ τὴν πνοὴ ποῦ ὁ Πλάστης σᾶς χαρίζει,
Τούτη ἡ θλιμμένη σκιὰ σᾶς ἐξορκίζει,
Νὰ εἰπῆτε ποὖνε αὐτὴ ἡ σκληρὴ καρδία....
Ἐμεῖς ἐδὼ πετοῦμε
Πρὶν ἁπλωθῇ τὸ ῥοδοχαραμέρη,
Κι’ ἄλλη ψυχὴ, δὲν ἔτυχε νὰ ἰδοῦμε,
Παρὰ μονάχα ἕνα ξανθὸ παιδάκι,
Ποῦ ’ς τὸ ζερβὶ χεράκι
Βαστοῦσε ἕνα ἀδαμάντινο δοξάρι,
Μὲ τόση ἀνδρεία κι’ ἀξιότητα, ὅση χάρι.
Αὐτὸ δὲν περπατοῦσε,
Ὡς περπατοῦνε τἆλλα τὰ παιδάκια,
Ἀλλ’ ἀπὸ μᾶς γοργότερα πετοῦσε,
Τοξεύοντας τὰ μύρια λουλουδάκια·
Κι’ ὅλο φωτιὰ, γυμνὸ κι’ ἀπεγνωσμένο
Μὲ ζώνην ἀστερόπλεκτη ζωσμένο,
Ἐδιάβη ἀπὸ σιμά μας,
Περήφανα πολὺ, καὶ δίχως τάξι,
Καὶ δὲν μᾶς ἔχει οὐδὲ καλημερίσει.
Ἄλλο ἂν ζητᾷς, δὲν εἶδε ἡ συντροφιά μας,
Πάρεξ αὐτὸν, καὶ τὴν κακή του πρᾶξι.
Καὶ ’σὰν ποῦ πάει; ’σὰν ποῦ τὤχει κινήσει;
Αὐτὸς ’ς τὰ δυὸ αἰθερόλαμνα φτερά του
Τὰ μαργαριταρένια,
Ἁπλώθηκε μὲ μιᾶς, κατὰ τὴν δύσι.
Καὶ τέτοιαν ἡ λαλιά του
Ἔχυνε οὐράνια, μαγικὴ ἁρμονία,
Ὅση ἀπὸ λύρα ἤθελε βγῆ ἀσημένια,
Κι’ ὅση ἀπ’ ἀγγέλου θεόφλεκτη καρδία.
Καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ λαγκαδιοῦ ἀγροικῶντας,
Στεφάνι κάνωντάς του,
Κελαϊδιστὰ τὸν πῆραν ἀκλουθῶντας,
Τ’ ἀκτινοβόλα κάλλη ἐπαινῶντάς του.
Ποιὸς τὤκραζε πουλὶ τοῦ παραδείσου,
Βασιλοποῦλι ποιὸς, ποιὸς ἀγγελοῦδι....
Ὢχ, τὸ λαγκάδι τ’ ἄμοιρο λυπήσου
Τ’ ἀχοκελαϊδισμένο,
Ποῦ μἄνθη, μὲ δροσιὰ, καὶ μὲ λουλοῦδι,
Μὲ χίλια δυὸ κανάκια,
Τὸ μοσκομυρισμένο,
Ἔθρεφε αὐτὰ τ’ ἀχάριστα πουλάκια
Ποῦ τώρα ἔτσι σκληρὰ τὸ παραιτᾶνε.
Ἐμαράθηκε ἡ δάφνη, ἡ μυρτιὰ ἀχνίζει,
Στενάζουν τἄνθη, οὔτε δροσιὰ ζητᾶνε,
Καὶ κάθε δένδρο, σκύφτει καὶ δακρύζει.
Μονάχοι ’μεῖς γιὰ τὴν παρηγοριά του,
Παίζομε μὲς τὴν ὀρφανὴ ἀγκαλιά του.
Ὢ, φθάνει, φθάνει ζέφυροι δροσάτοι,
Ναὶ, τὸ λωλὸ παιδάκι,
Ἄγουροι, Κόραις, Ἔρωτα τὸν κράζουν.
Κι’ ὅλη ἡ οἰκουμένη εἶνε γι’ αὐτὸν γεμάτη
Καὶ γιὰ τὸ τρομερὸ του δοξαράκι,
Ἀπὸ ψυχαὶς ποῦ θλιβερὰ στενάζουν.
Ἀμέτε, ὠϊμένα, μοσκομυροδάτα
Ὀπίσω του, τρεχάτα,
Καὶ πέστε του, ἡ καρδιὰ ποῦ πολεμάει,
Μέσα ’ς τοὺς λόγκους ἔρημη βογγάει·
Καὶ τὸ κορμὶ ’σὰ φάντασμα διωγμένο,
Τρέχει ναὔρῃ τὸ φῶς τ’ ἀγαπημένο,
Ποῦ τὤχει παραιτήσει
’Σ τὸ σκότος, ὡσὰν ἔρμο κυπαρίσι.
Ὁποῦ τὰ μάτιά μου ἔλυωσαν ’ς τὸ κλάμμα·
Ὁποῦ ἔχω κάμει τάμα,
Τὴν ποθητὴ ἄν δὲν εὕρω, μὲς τὰ χείλη
Οὐδὲ φαγὶ νὰ βάλω, οὐδὲ νεράκι,
Παρὰ νὰ μαραθῶ σὰν καριοφύλλι,
Καὶ νὰ σβυσθῶ ὅπως σβυέται τὸ πουλάκι.
Ἄν ἐρωτήσῃ τῆς θεὰς τὰ κάλλη....
Πέστε του δὲν εἶν’ ἄλλη,
Νὰ λάμπῃ ὡσὰν κι’ αὐτὴ ’ς τὴν ὠμορφάδα·
Πὤχει τὰ μάτια μαῦρα, κ’ ἡ γλυκάδα
Ποῦ χύνεται ἀπὸ ’κεῖ, λιγοψυχιάζει·
Μαῦρα μαλλιὰ, καὶ χείλη ὡς τὸ κεράσι,
Π’ ὅποία καρδιὰ τὰ ἰδῇ βαρειαστενάζει·
Τὰ φρύδια; ὤ, ναί! τὰ φρύδια τἄχει πλάσει
Κονδύλι ἀγγελικὸ τοῦ παραδείσου,
Γιατὶ ψηλὰ τὸ λογισμὸ ἀνεβάζουν,
Κι’ ἂς πλέῃ τυφλὸ ’ς τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου.
Τὸ μέτωπόν της, οὐρανὸ τὸ κράζουν.
Κ’ ἔχει τὸ στῆθος χάρι,
Νὰ λάμπῃ ’σὰ φεγγάρι.
Τὰ δυό της ποδαράκια,
Ἆσπρα φτερά ῏νε ἀπὸ περιστεράκια.
Τὰ γυαλιστά της χέρια
Εἶνε ῥόδα μὲ γάλα ζυμωμένα.
Δὲν λάμπουν τόσο τ’ οὐρανοῦ τ’ ἀστέρια
Ὅπως ’ς τὰ χείλη τὸ χαμόγελό της,
Ποῦ κλεῖ μαργαριτάρια φημισμένα!
Εἶνε δροσάτη αὐγὴ τὸ πρόσωπό της,
Κι’ ὅλο τὴς τὸ κορμάκι
Ὡραῖο περιβολάκι.
Ἀμέτε, Ζεφυράκια, μὴν ἀργήτε,
Τὴν Κόρη μου, ἢ τὸν Ἔρωτα νὰ βρῆτε....
Καὶ σὺ, πικρὸ τραγοῦδί μου,
Τ’ ἀχάριστα πουλιὰ καὶ τ’ ἀγγελοῦδι μου
Μὴ ἀπατηθῇς ποτὲ καὶ τὰ μιμίσῃς,
Ὥστε γιὰ μάταιο κόσμο παραιτήσῃς
Τὸ λαγκάδι, ὁποῦ σ’ ἔχει γεννημένο,
Τέκνο ὀρφανο καὶ μαυροφορεμένο!
|