Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δόξα κ' αιωνιότητα

Από Βικιθήκη
Διονύσου Διθύραμβοι
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Γιάννης Καμπύσης
Δόξα κ' αἰωνιότητα
Έκδοση: Γράμματα, Αλεξάνδρεια 1917. Πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά: Ruhm und Ewigkeit


ΔΟΞΑ Κ’ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ


1

Πόσον καιρὸ κάθεσαι πιὰ μὲς τὴν κακοτυχιά σου;
Πρόσεξε! Ἀκόμα ξεκλωσιάζεις μου ἕν’ αὐγό.
ἕν’ ἀπὸ βασιλίσκο αὐγό,
μὲ τὴν πολυκαιρνή σου κλάψια.

Ὁ Ζαρατούστρας τί γλυστράει μὲς τοῦ βουνοῦ τὴ ράχη;—

Σπυριάρης, ὑποψιάρης, σκοτεινὸς
ὁ ποὺ μακριὰ κατασκοπεύει—
μὰ ξάφνου ἀστράφτει
φωτερά, τρομαχτικὰ
ἀπὸ τὸ χάος στὸν οὐρανὸ ἕνας χτύπος·—
μὲς τὸ βουνὸ τὰ σωτικὰ τραντάζουν…

Ὅπου μῖσος καὶ κεραυνὸς
ἕνα ἔγεινε, κατάρα—,
ἀπάνου τόρα στὰ βουνὰ ἡ ὀργὴ τοῦ Ζαρατούστρα
μουκρίζει, καιροσύγνεφο τοῦ δρόμου του γλυστράει.

Ἂς χωθεῖ ὅποιος στερνὴ σκεπὴ ἔχει!
Μαζί σας στὸ κρεβάτι, τρυφηλοί!
Τόρα σταυρόνονται οἱ βροντὲς στὸ θόλο ἀπάνου,

ὤ, τόρα σειοῦνται οἱ τοῖχοι, οἱ στέγες
ὤ, τόρα ἀνάβουν οἱ ἀστραπὲς κ’ οἱ θειάφινες ἀλήθιες—
ὁ Ζαρατούστρας καταριέται

2

Ὤ, τὴ μονέδα, ποὺ πλερώνει ὅλος ὁ κόσμος
τὴ δόξα,
ὤ, τὴ μονέδα τούτη ἀδράχνω γαντοφορεμένος
καὶ μὲ ἀηδία τὴ ρίχνω κάτου μου.

Ποιὸς θέλει νὰ πλερώνεται;
ὅποιος πουλιέται…
ὅποιος στέκει γιὰ πούλημα, μὲ παχειὰ χέρια πιάνει
τὴν τενεκεδοκρόταλη σ’ ὅλο τὸν κόσμο δόξα!

Θέλεις νὰν τ’ ἀγοράσεις;
Πὼς ἀγοράζονται ὅλα.
Μὰ πρόσφερε πολλά!
τὸ πουγγὶ κράταε γιομάτο!
— ἀλλιῶς τοὺς δυναμόνεις
ἀλλιῶς τοὺς ἐνισχύεις τὴν ἀρετή τους…

Πὼς εἶν’ ἐνάρετα ὅλα.
Δόξα Ἀρετὴ — τεριάζουν.
Ὁ κόσμος τόσα χρόνια ζεῖ,
μὲ δόξας πάταγο πλερώνει
τὴν ἀρετοφλυαρία—
ὁ κόσμος ζεῖ μὲ τὴν ἀντάρα τούτη…

Θέλω στὴν ἀρετὴν ἔνοχος νὰ εἶμαι
ἔνοχο θέλω νὰ μὲ λέει μὲ κάθε μέγα πταῖσμα!
Σὲ κάθε δόξας βούγκινο
σκουλίκι βλέπω τὸν ἐγωϊσμό μου—
ποὺ λαχταράει σὲ τέτια
τιποτένιος νὰ εἶμαι…

Ὤ, τὴ μονέδα, ποὺ πλερώνει ὅλος ὁ κόσμος
τὴ δόξα
ὤ, τὴ μονέδα τούτη ἀδράχνω γαντοφορεμένος
καὶ μὲ ἀηδία τὴ ρίχνω κάτου μου.

3

Ἥσυχα!—
Γιὰ τὰ μεγάλα — βλέπω μεγάλα!
πρέπει κανεὶς τὸ στόμα του νὰ κλεῖ
ὅταν δὲ λέει μεγάλα·
μεγάλα ψάλλε, ὦ μαγευμένη μου σοφία!

Βλέπω ψηλὰ—
ἐκεῖ κυλιοῦνται φωτοθάλασσες·
— ὦ νύχτα, ὦ τσιμουδιά, ὦ νεκρῶν ἀντάρα!…
Ἕνα σημάδι βλέπω—
ἀφ τὶς ἀλαργινότερες τὶς ξενητειὲς
μιὰν ἄστρου εἰκόνα φωτερὴ ἀργειὰ ἀπάνου μου πέφτει…

4

Πανύψηλο τοῦ εἶναι ἀστέρι!
Γλυφῶν αἰώνιων πλάκα!
Σὲ μέναν’ ἔρχεσαι;
Κανεὶς τὴν ὠμορφιά σου τὴ βουβὴ δὲν εἶδε;—
Καὶ πώς; ποὺ τὴν κοιτάζω ἐγὼ δὲ φεύγει;—

Ὦ τῆς ἀνάγκης σύμβολο!
Γλυφῶν αἰώνιων πλάκα!
— μὰ ἐσὺ τὸ ξέρεις ναί·
ὅ,τι ὅλοι τὸ μισοῦν

ὅ,τι μονάχα ἐγὼ ἀγαπῶ·
αἰώνιο νὰ εἶσαι!
ἀπαραίτητο νὰ εἶσαι!
Καὶ μένα ἡ ἀγάπη μόνο ἀνάβει
αἰώνια στὴν ἀνάγκη.

Ὦ τῆς ἀνάγκης σύμβολο!
Πανύψηλο του εἶναι ἀστέρι!
—κανένας πόθος δὲ σὲ φτάνει,
δὲ σὲ μολύνει ὄχι κανένα,
ὦ παναιώνιο ναὶ τοῦ εἶναι,
αἰώνια εἶμαι ἐγὼ τὸ ναί σου·
γιατί, ὦ αἰωνιότητα σένα λατρεῦω!— —