Για την πατρίδα/Κεφάλαιο ΣΤ'

Από Βικιθήκη
Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
ΣΤ'. Ο γάμος


Ο Αλέξιος πήγε ίσια στο δωμάτιο της Θέκλας. Τη βρήκε μόνη.

- Θέκλα, της είπε χωρίς προοίμια, φεύγω κι έρχομαι να σε αποχαιρετήσω.

Την ήξερε παλικάρι και τη μεταχειριζόταν έτσι, ξέροντας πως θα καταλάβαινε αυτή τι θα πει καθήκον και δε θα τον αδυνάτιζε με κλάματα και απελπισίες.

- Πού πας; ρώτησε κείνη κάπως ξαφνισμένη.

- Δε μπορώ να σου πω, είναι μυστικό. Δεν πρέπει να ξέρεις.

- Και πότε φεύγεις;

- Απόψε.

Η Θέκλα σκέφθηκε λίγο. Ύστερα είπε:

- Δε θέλεις πρώτα να γίνει ο γάμος μας;

- Πώς; ρώτησε ο Αλέξιος. Φεύγω απόψε, Θέκλα. Τι ώρα θα γίνει γάμος στο παλάτι;

- Αμέσως μπορεί να γίνει, φθάνει να το θέλεις. Και όπου κι αν πας θα σε ακολουθήσω.

Μια στιγμή του ήλθε πειρασμός να δεχθεί τη γενναία της πρόταση. Συλλογίστηκε όμως όλες τις δυσκολίες του δρόμου, την κούραση, τους κινδύνους και της είπε τους φόβους του.

- Εγώ δε φοβούμαι, είπε η Θέκλα. Μην ξεχνάς πως δεν έζησα πάντα στο παλάτι, πως έμαθα από κούραση και κακοπέραση.

- Το ξέρω, είπε συγκινημένος ο Αλέξιος, και θα μπορούσες ίσως να με βοηθήσεις πολύ για να επιτύχω το σκοπό μου. Σε ξέρω γυναίκα με καρδιά και κεφάλι. Μα το ταξίδι είναι δύσκολο... και ίσως επικίνδυνο, Θέκλα, πρόσθεσε.

Η Θέκλα χαμογέλασε.

- Ακόμα περισσότερο λοιπόν, σου ζητώ να με πάρεις μαζί σου, είπε.

Μα ο Αλέξιος επέμεινε στην άρνηση του. Όχι. Όσο περισσότερο έβλεπε τη μεγάλη της ψυχή, τόσο λιγότερο αποφάσιζε να την τραβήξει σε τόσους κινδύνους που και ο ίδιος ίσως δε μπορούσε να τους υπολογίσει, μη γνωρίζοντας τους τόπους που θα περνούσε.

Η Θέκλα τον είδε αποφασισμένο και δεν επέμεινε περισσότερο.

- Τουλάχιστον να γίνει ο γάμος μας, είπε πάλι. Αυτό τι σε πειράζει; Ύστερα φεύγεις.

Ο Αλέξιος δεν είχε κανένα σοβαρό λόγο να της το αρνηθεί. Θα τους στεφάνωνε αμέσως ένας παπάς του παλατιού και θα έφευγε ύστερα.

Είπε όμως πως θέλει τον Ασώτη να παραβρεθεί και αυτός στο γάμο του, και πήγε να τον βρει.

Μόλις βγήκε ο Αλέξιος, η Θέκλα έτρεξε στα δωμάτια της Αυτοκράτειρας, όπου έμπαινε κι έβγαινε ελεύθερα.

Η Ελένη ήταν μόνη.

Καθισμένη στο παράθυρο της κοίταζε μελαγχολικά τα καΐκια που πήγαιναν κι έρχουνταν στα νερά του Βοσπόρου. Ήταν λυπημένη η Αυγούστα, γιατί η μεγάλη της κόρη, η Ευδοξία, γύρευε να πάει στο μοναστήρι. Με όλη της την ευλάβεια, η καρδιά της μάτωνε άμα συλλογιζόταν πως θα έχανε σε λίγο τη γλυκιά της κόρη, που ήταν η αγαπημένη της.

Η Θέκλα ρίχθηκε στα πόδια της.

- Αυγούστα, βοήθησε με! φώναξε με πάθος. Σε σένα βάζω όλες μου τις ελπίδες.

Η βασίλισσα αγαπούσε με ιδιαίτερη αγάπη τη νέα Γαλαξειδιώτισσα. Απαλά - απαλά πέρασε τα όμορφα άσπρα χέρια της μέσα στα σγουρά μαλλιά της κόρης.

- Λέγε, παιδί μου, είπε μ' εκείνο το γλυκό χαμόγελο που άφησε εποχή στο παλάτι, και που την είχε κάνει τόσο αγαπητή, ώστε όταν πέθανε, χρόνια ακόμα, όλοι τη θυμούνταν σαν Αγία. Λέγε. Ξέρεις πως για σένα θα κάμω ό,τι περνά από το χέρι μου.

Για ν' ακούσει τα παράπονα του κοριτσιού είχε παραμερίσει τις δικές της σκέψεις και πίκρες.

Η Θέκλα κάθησε στα πόδια της, πήρε το χέρι της και το φίλησε και ακούμπησε το κεφάλι της στα γόνατα της Ελένης.

- Αυγούστα, ο Αλέξιος φεύγει απόψε...

- Φεύγει;... Να πάει πού; ρώτησε ξαφνισμένη η Βασίλισσα.

- Δε μου το είπε, μα φεύγει με διαταγή του Αυτοκράτορα... Και θέλω να φύγω μαζί του.

Η Ελένη πήρε το πρόσωπο της κόρης στα δυο της χέρια, το σήκωσε και την κοίταξε.

- Θέλεις να φύγεις;

- Ναι, Αυγούστα.

Τα μάτια της Θέκλας έλεγαν θέληση και θάρρος, και η Βασίλισσα που θυμήθηκε τη διαγωγή της στο Γαλαξείδι, τη γενναιότητα της και την αντρίκεια σχεδόν θέληση της, δε βρήκε στη λυπημένη της καρδιά μια λέξη για να τη σταματήσει.

- Να φύγεις, παιδί μου, της είπε. Μα να στεφανωθείς πρώτα.

Η Θέκλα άρπαξε τα χέρια της και τα φίλησε με συγκίνηση.

- Αυγούστα, δεν τελειώνει εκεί η χάρη που σου ζητώ, είπε. Ο Αλέξιος δε δέχεται την πρόταση μου, φοβάται την κούραση του δρόμου για μένα, γιατί είμαι, λέγει, γυναίκα. Ξεχνά πως είμαι Γαλαξειδιώτισσα.

- Λοιπόν;

Σήκωσε το κεφάλι της η Θέκλα και κοίταξε τη Βασίλισσα στο πρόσωπο.

- Λοιπόν, θα φύγω μυστικά, είπε ήσυχα, μα με τέτοια απόφαση που η Βασίλισα ταράχθηκε.

Ένα λεπτό κοίταξε το χλωμό κορίτσι και απόρησε πώς τόση δύναμη κρυβόταν σ' αυτό το λεπτό κοριτσίστικο κορμί.

Ύστερα έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο.

- Φώναξε την Αναστάσω, είπε, κι έννοια σου. Πήγαινε να ετοιμαστείς. Θα έλθω σε λίγο στα δωμάτια σου, όπου θα σε στεφανώσω εγώ.

Την κοίταξε η Θέκλα με κάποια ανησυχία.

Η Αυγούστα γέλασε και χάιδεψε το μάγουλο της.

- Έννοια σου, η Αναστάσω θα κάνει με τρόπο ώστε όταν ανέβει ο Αλέξιος στο πλοίο να βρει έξαφνα ένα σύντροφο που δεν τον περιμένει. Πήγαινε κι έχε εμπιστοσύνη στα λόγια μου.

Η Αναστάσω ήταν η παραμάνα της Αυτοκράτειρας και ως το θάνατο αφοσιωμένη σ' αυτήν. Η Θέκλα το ήξερε, και ήσυχη τώρα που είχε την υπόσχεση της Ελένης πήγε να ετοιμαστεί για το βιαστικό και κρυφό της ταξίδι.

Στο μεταξύ ο Αλέξιος είχε βρει τον Ασώτη στα δωμάτια του.

- Ασώτη, είπε, φεύγω απόψε.

- Φεύγεις; Έτσι ξαφνικά;

- Δε σου είπε τίποτα ο Αυτοκράτορας;

Ο Ασώτης τον κοίταξε μια στιγμή και κατάλαβε.

- Πας στο Δυρράχιο;

- Ναι! Ήλθα να σου ζητήσω το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου.

Πήρε ο Ασώτης το δαχτυλίδι από το χέρι του και το πέρασε στο δάχτυλο του φίλου του.

- Θα ήθελα να ήμουν στη θέση σου, είπε με συγκίνηση.

Ο Αλέξιος ήταν ο ίδιος πολύ συγκινημένος.

- Δεν είναι μόνο αυτό που έχω να σου πω. Ήλθα και να σε παρακαλέσω να παραβρεθείς στο γάμο μου. Παντρεύομαι απόψε.

- Πώς αυτό; ρώτησε σαστισμένος ο Ασώτης.

- Το ζήτησε η Θέκλα και δεν μπόρεσα να της το αρνηθώ. Θα έλθεις;

- Εννοείται!

- Θα με βρεις στα δωμάτια της Θέκλας, είπε ο Αλέξιος. Αμέσως μετά την ευλογία του γάμου θα φύγω.

- Ο Θεός μαζί σου, Αλέξιε! Και καλή αντάμωση πάλι.

Λίγη ώρα αργότερα, όλοι βρίσκουνταν μαζεμένοι στη φωτισμένη κάμαρα της Θέκλας.

Η Αυτοκράτειρα η ίδια βάσταξε τα χρυσά στέφανα στο κεφάλι του γαμπρού και της νύφης.

Ο Ασώτης και η γυναίκα του άκουαν μ' ευλάβεια τις ευχές που διάβαζε αργά, με συγκινημένη φωνή, ο ιδιαίτερος πνευματικός της Βασίλισσας. Ποτέ ακόμα στο παλάτι δεν είχε γίνει πιο απλός και πιο συγκινητικός γάμος.

Αφού τελείωσε το μυστήριο, η Αυτοκράτειρα φίλησε τρυφερά τη νύφη. Πήρε από το λαιμό της μια χρυσή αλυσίδα, όπου κρέμουνταν ένας Σταυρός στολισμένος με πολύτιμα μαργαριτάρια, και την πέρασε στο λαιμό της Θέκλας.

- Έχει τίμιο ξύλο μέσα, είπε. Θα σε φυλάξει από κάθε κακό.

Ο Ασώτης έσφιξε το φίλο του στην αγκαλιά του. Ως δώρο κι ενθύμιο του έδωσε το πολύτιμο μαχαίρι που, πεθαίνοντας, είχε συλλογιστεί να του στείλει ο πατέρας του με την τελευταία του ευχή.

- Πάρε το, του είπε. Είναι το πολυτιμότερο πράμα που έχω. Στη δύσκολη αποστολή που αναλαμβάνεις να εκτελέσεις θα έλθει καμιά ώρα που θα χρειαστείς έναν τέτοιο φίλο. Αυτός ξέρει να σε προστατεύσει, να σ' εκδικήσει και στην ανάγκη να σώσει και την τιμή σου.

Ένας αξιωματικός σήκωσε τη χρυσοκέντητη κουρτίνα της πόρτας και χαιρέτησε τον Αλέξιο.

- Το άλογο είναι έτοιμο, είπε.

Ο Αλέξιος προσκύνησε την Αυτοκράτειρα και φίλησε το χέρι που του έτεινε. Ύστερα αποχαιρέτησε τον Ασώτη και τη γυναίκα του.

Τα χείλη του έτρεμαν, ήταν χλωμός, φαίνουνταν ταραγμένος. Όλοι γύρω του ήταν επίσης συγκινημένοι. Μόνη η Θέκλα έμοιαζε ήσυχη.

Την πήρε στην αγκαλιά του, τη φίλησε σφιχτά, και χωρίς να πει λέξη βγήκε από το δωμάτιο με τον αξιωματικό που τον συνόδευε ως έξω. Εκεί, ένας σταβλίτης περίμενε με το άλογο.

Ο Αλέξιος καβαλίκεψε, έσφιξε το χέρι του αξιωματικού και κέντησε τα πλευρά του ζώου του. Ήθελε να είναι μόνος.

Περνώντας κάτω από τα φωτισμένα παράθυρα της Θέκλας σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε πάνω.

Άραγε θα ξανάβλεπε ποτέ το παλάτι αυτό όπου τώρα τον περίμενε η Θέκλα, η γυναίκα του;

Πήγε στο αρχηγείο, όπου παρέλαβε τα γράμματα που τον έδειχναν δήθεν Βούλγαρο και το πιστοποιητικό έγγραφο με την αυτοκρατορική βούλα, που θα του χρησίμευε να περνά ελεύθερα από κάθε Βυζαντινό σταθμό που θ' απαντούσε στο δρόμο του. Παρέλαβε και μια ζώνη πέτσινη, γεμάτη χρήματα για το ταξίδι του, και την έζωσε κάτω από τα ρούχα του.

Από κει κατέβηκε στον Κεράτιο όπου στο περιγιάλι τον περίμενε ένα καΐκι.

Μελαγχολικά και σιωπηλά τράβηξε για το βασιλικό δρόμωνα[1].

Τα κουπιά βουτούσαν σιγαλά στα ήσυχα νερά, και ο Αλέξιος γύρευε να πάρει μέσα του με μια ματιά την εικόνα όλη της Επταλόφου.

Το φεγγάρι μόλις σηκώνουνταν εκείνη την ώρα και οι πρώτες του ακτίνες λοξόπεφταν στον ολόχρυσο τρούλο της Αγια - Σοφιάς, όπου δέσποζε ο χρυσός σταυρός με τ ' απλωμένα χέρια του σα να ευλογούσε την Πρωτεύουσα.

Του φάνηκε του Αλέξιου σα φωτεινή ελπίδα που έλαμπε στη σκοτεινή νύχτα της αποστολής του. Έκανε το σταυρό του και ψιθύρισε.

- Με τη βοήθεια Σου, Κύριε, θα φθάσω.

Μα τα μάτια του ξαναγύριζαν πάντα στο παλάτι του Βουκολέοντος, στο φωτισμένο παράθυρο της αγαπημένης του...

Θα την ξανάβλεπε πια άραγε;

Απομακρύνουνταν το καΐκι κι ο Αλέξιος κοίταζε με αγάπη την πόλη, τ ' άπειρα σπίτια σκαρφαλωμένα στους λόφους με τ' αμέτρητα τους φώτα που τρεμούλιαζαν στα κοιμισμένα νερά του Κερατίου κόλπου, σα χίλια - μύρια άστρα πεσμένα από τον ουρανό...

- Πατρίδα! ψιθύρισε, γλυκιά πατρίδα, τι όμορφη που είσαι!

Την άφηνε για μια μεγάλη και ιερή αποστολή, απ' όπου ίσως δε θα γύριζε ποτέ. Από τη Θεσσαλονίκη και πέρα οι δρόμοι βρίσκουνταν στα χέρια των εχθρών, οι Βούλγαροι ήταν παντού, εδώ τη μια μέρα, εκεί την άλλη, φεύγοντας όπου παρουσιάζουνταν οι Βυζαντινοί και ξεμυτίζοντας πάλι μόλις είχαν γυρίσει αυτοί τη ράχη.

Η ιδέα του κινδύνου έξαφνα άναψε τον Αλέξιο. Τον έπιασε ανυπομονησία να φθάσει στη Θεσσαλονίκη όπου θα ξεμπαρκάριζε, για να εξακολουθήσει από τη στεριά το ταξίδι του. Ήθελε να κουνηθεί, να ενεργήσει, να δει τον κίνδυνο στο πρόσωπο και να τον νικήσει.

- Πρέπει να φθάσω! σκέφθηκε. Και θα φθάσω. Αλλιώς δεν αξίζω την εμπιστοσύνη του Βασιλέα μου.

Το καΐκι σίμωσε στο δρόμωνα και ο Αλέξιος πήδησε γοργά στο πλοίο. Δυνατά, ευγενικά αισθήματα φούσκωναν την καρδιά του.

- Η Θέκλα θα είναι τόσο περήφανη σα γυρίσω, σκέφθηκε.

Και όλη του η μελαγχολία έσβησε. Η επιτυχία τού φάνηκε ασφαλισμένη, αφού τόσο την ήθελε.

Γύρισε να δώσει τη διαταγή να σηκώσουν το καΐκι στο δρόμωνα, όταν έξαφνα δυο χέρια τον αγκάλιασαν κι ένα γυναικείο γέλιο κελάιδησε στο αυτί του.

Ξαφνίστηκε, έκανε ένα βήμα πίσω, μα τα χέρια δεν τον άφηναν, και το γλυκό γέλιο εξακολουθούσε.

- Θέκλα! φώναξε αναγνωρίζοντας το πρόσωπο της στο φως της σελήνης που λίγο - λίγο ανέβαινε.

- Δε μου ξεφεύγεις πια! Βλέπεις, ό,τι θέλει η γυναίκα το καταφέρνει πάντα, είπε χαρούμενη η Θέκλα. Τώρα διώξε με, αν μπορείς.

- Όχι, δε σε διώχνω, είπε με συγκίνηση ο Αλέξιος. Μα ξέρεις τι κάνεις;

- Το ξέρω και το θέλω.

- Συλλογίσου το δρόμο που έχομε να περάσομε... και σταμάτησε χωρίς να πει όνομα χώρας.

- Από τη Θεσσαλονίκη ως το Δυρράχιο, ψιθύρισε η Θέκλα στο αυτί του, για να μην τ' ακούσει άλλος κανένας. Βλέπεις, το κατάλαβα!

- Μα είσαι γυναίκα νέα, αδύνατη... Πώς θα περάσεις από τόση κούραση...

- Είμαι Γαλαξειδιώτισσα, είπε ζωηρά η Θέκλα. Οι Γαλαξειδιώτισσες δε φοβούνται από τέτοια. Έλα δώσε τις διαταγές σου. Κοίταξε, ο πλοίαρχος περιμένει για να κάνει πανιά.

- Μα η Αυγούστα τι θα πει; ρώτησε πάλι ο Αλέξιος καταφεύγοντας στο τελευταίο του επιχείρημα.

Ξέσπασε πάλι το γέλιο της Θέκλας.

- Η Αυγούστα; Εκείνη μ' έστειλε κρυφά εδώ. Κι επειδή δε θα με δέχουνταν ο πλοίαρχος έστειλε μαζί μου την πιστή της Αναστάσω κι έναν αξιωματικό που φρόντισε για το διαβατήριο μου. Έχεις καμιάν άλλην αντίρρηση;

Και γελούσε, γελούσε με όλη της την καρδιά. Ο Αλέξιος δε βάσταξε πια.

- «Ερρίφθη ο κύβος!», είπε νικημένος. Ίσως είναι για καλύτερο. Κι έδωσε στον πλοίαρχο τη διαταγή να σαλπάρει.


  1. Δρόμων: πλοίο Βυζαντινό, πολύ γρήγορο, με 220- 250 ναύτες, με δυο καταστρώματα και τέσσερις σειρές κουπιά.