Μετάβαση στο περιεχόμενο

Για την πατρίδα/Κεφάλαιο Ζ'

Από Βικιθήκη
Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
Ζ'. Πραματευτής και παραγιός


Ως τη Θεσσαλονίκη το ταξίδι πέρασε σαν ωραίο όνειρο για τον Αλέξιο και τη γυναίκα του. Το καράβι αρμένιζε ήσυχα στα γαλάζια κύματα της Προποντίδας και της Άσπρης Θάλασσας, το αεράκι ούριο φυσούσε στα πανιά και, χωρίς επεισόδιο, χωρίς αργοπορία, έφθασαν ένα πρωί στη Θεσσαλονίκη χαρούμενοι, ευτυχισμένοι, πλέκοντας χίλια όνειρα για το μέλλον όταν θα τελείωνε η αποστολή τους και θα γύριζαν στη Βασιλεύουσα.

Στη Θεσσαλονίκη, τους άφησε η συνοδεία τους. Κανένας άλλος από τον Αλέξιο και τη Θέκλα δε γνώριζε το σκοπό του ταξιδιού.

- Εδώ αρχίζουν τα σοβαρά, είπε ο Αλέξιος στη γυναίκα του. Δεν πρέπει να χάσομε ούτε μια ώρα γιατί η διαταγή του Βασιλέα πρέπει να φθάσει στα χέρια του Χρυσήλιου όσο μπορεί γρηγορότερα.

- Είμαι έτοιμη να φύγω αμέσως, είπε εκείνη. Πες μου τι θέλεις να κάνω;

- Πρώτα - πρώτα ν' αλλάξεις ρούχα. Νομίζω φρονιμότερο να είσαι ντυμένη αντρίκεια, να περνάς για άντρας.

Η Θέκλα γέλασε.

- Δώσε μου μια δική σου φορεσιά, είπε. Θα γίνομε αδέλφια.

- Ούτε αυτό δεν κάνει. Από δω κι εμπρός δε θα είμαι ο εταιριάρχης Αλέξιος Αργυρός, ούτε έρχομαι από την Πόλη. Πρέπει να γίνω πραματευτής που ταξιδεύει για τις δουλειές του. Εμένα με λένε Γαβριήλ Νικολίτση, όπως μ' έχουν γραμμένο στα βουλγάρικα μου γράμματα, κι εσύ είσαι ο παραγιός μου ο Γρηγόρης. Πρέπει να πάμε ευθύς στα εμπορικά και ν' αγοράσομε φορεσιές.

- Πρέπει να κόψω πρώτα τα μαλλιά μου, πρότεινε η Θέκλα ξεκαρφώνοντας τις χρυσές κορδέλες που τα βαστούσαν.

Χύθηκαν στους ώμους της, καστανά, σγουρά, περιτυλίγοντας την ολόκληρη με την πλούσια τους ζεστασιά.

- Αχ, όχι! Μην το κάνεις! είπε ο Αλέξιος και με αγάπη χάιδεψε τα πυκνά της κατσαρά. Είναι τόσο όμορφα! Θα βρούμε κανένα σκούφο που να τα κρύβει όλα με τρόπο που να μη σε προδώσει η ομορφιά τους.

Πήγαν μαζί στη χώρα κι αγόρασαν ο καθένας μια φορεσιά ανάλογη με την καινούρια τους δουλειά.

Όταν ο Αλέξιος είδε τη Θέκλα ντυμένη με τα φτωχικά αγορίστικα ρούχα που ταίριαζαν σ' έναν παραγιό Βουλγάρου πραματευτή, και το κεφάλι της σκεπασμένο μ' ένα κίτρινο σκούφο που έκρυβε τα μαλλιά της, τον πήραν τέτοια γέλια, που ούτε να μιλήσει δεν μπορούσε.

- Τι νόστιμη που είσαι! της είπε αφού ησύχασε λίγο. Μοιάζεις δώδεκα χρόνων αγοράκι.

Τη γύρισε απ' όλες τις μεριές για να τη δει και γελούσαν κι οι δυο σαν παιδιά.

Τ' άλογα ήταν έτοιμα. Καβαλίκεψαν και βγήκαν από τη Θεσσαλονίκη.

Ο Αλέξιος θυμήθηκε τη μάχη που είχε γίνει τρία χρόνια πρωτύτερα, όπου σκοτώθηκε ο Ταρωνίτης κι αιχμαλωτίσθηκε ο Ασώτης κι εκείνος. Έδειξε της Θέκλας το μέρος, και της διηγήθηκε πως πεθαίνοντας ο Ταρωνίτης του είχε δώσει για τον Ασώτη το ίδιο αυτό διαμαντοστόλιστο μαχαίρι που ήταν κρυμμένο τώρα στον κόρφο του.

Πήγαιναν τ' άλογα με τακτικό βήμα, ακολουθώντας το φαρδύ στρατιωτικό δρόμο, την Εγνατία οδό[1], όπως ονομάζουνταν από τον καιρό των Ρωμαίων που τον είχαν κατασκευάσει και που διέσχιζε όλη τη χερσόνησο, από τον Έβρο ως το Δυρράχιο.

Για να κρατήσουν το δρόμο αυτό, Βυζαντινοί και Βούλγαροι πολέμησαν άγρια σ' όλη τη διάρκεια του ατέλειωτου αυτού πολέμου, και από τα δύο μέρη χύθηκε ποτάμι το αίμα.

Ο Αλέξιος και η Θέκλα κουβέντιαζαν μεταξύ τους ζωηρά.

Όλα τούς φαίνουνταν ρόδινα. Η μέρα ήταν ωραία, και παντού γύρω τους χαμογελούσε η άνοιξη και μοσχοβολούσε η γη.

- Αφού πηγαίνει ο δρόμος ως το Δυρράχιο, το ταξίδι μας δε θα είναι και τόσο δύσκολο, είπε η Θέκλα.

- Δυστυχώς δε θα μπορέσομε να τον ακολουθήσομε παρά πολύ λίγο, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Τα Βοδενά είναι στα χέρια των Βουλγάρων, και από κει θ' αναγκαστούμε να πάρομε τα βουνά. Αν έχουν προχωρήσει οι Βούλγαροι ως την Πέλλα θ' αναγκαστούμε και πριν από τα Βοδενά ν' αφήσομε το μεγάλο δρόμο.

Αλλά με το ηλιοβασίλεμα, όταν έφθασαν στην Πέλλα, δεν είχαν απαντήσει ακόμα κανένα Βούλγαρο στρατιωτικό, ούτε είδαν τίποτα που να πρόδινε την άμεση γειτονιά τους.

Πήγαν σ' έναν ξενώνα για να περάσουν τη νύχτα.

Ο ξενοδόχος ήταν από τη Θεσσαλονίκη και μ' ενδιαφέρον τους ρώτησε τι νέα έφερναν.

Δεν ήξεραν τίποτα, αποκρίθηκαν. Και ρώτησε ο Αλέξιος αν βρίσκουνταν Βούλγαροι στα γειτονικά μέρη.

Ο ξενοδόχος σήκωσε ψηλά τα χέρια του με ύφος απελπισμένο.

- Ποτέ δεν ξέρεις πού είναι! αποκρίθηκε. Για μέρες κι εβδομάδες, και κάποτε και μήνες, δεν τους βλέπει κανείς. Κι έξαφνα, την ώρα που νομίζεις πως τους ξεφορτωθήκαμε για καλά, να σου τους πάλι που πέφτουν σαν κοράκια στα χωριά, ρημάζουν ό,τι βρουν, σκοτώνουν γυναικόπαιδα και γέρους, κλέβουν ό,τι μπορούν να σηκώσουν και να πάρουν, και ξαναφεύγουν μόλις αντικρίσουν το πρώτο Ελληνικό σώμα! Αλίμονο μας! Πόσα έχομε ακόμα να τραβήξομε οι κακόμοιροι!

Γύρευε ο Αλέξιος να μάθει σε ποια γειτονικά μέρη είχαν φανεί για τελευταία φορά, μα δεν ήξεραν να του πουν. Το πήρε για καλό σημάδι.

- Αν ήταν εδώ κοντά θα το ήξεραν, είπε της γυναίκας του σα βρέθηκαν μόνοι. Όπου και αν περάσουν οι Βούλγαροι αφήνουν πίσω τους σημάδια τέτοια που το μαθαίνει γρήγορα η γειτονιά.

Πρωί - πρωί την άλλη μέρα καβαλίκεψαν πάλι και πήραν το μεγάλο δρόμο που πήγαινε στα Βοδενά, πόλη γερά οχυρωμένη και χτισμένη ψηλά, σε βράχο τόσο απότομο που τα τρία του πλευρά ήταν γκρεμνοί, και μόνο από το ένα μέρος είχε δρόμο που ανέβαινε στη χώρα.

Τα Βοδενά και η Βέρροια ήταν από τα δυνατότερα φρούρια στο Θέμα της Θεσσαλονίκης. Τα είχε κυριεύσει ο Σαμουήλ στα 989, και από τότε έμειναν στα χέρια του. Εκεί μαζεύουνταν και οχυρώνουνταν τα βουλγαρικά σώματα, όταν παρουσιάζουνταν ο Βυζαντινός στρατός. Μόλις όμως απομακρύνουνταν πάλι, κατέβαιναν στους κάμπους της Μακεδονίας και κατέστρεφαν ό,τι έβρισκαν.

Πού και πού, στο δρόμο, ο Αλέξιος και η Θέκλα απαντούσαν κανένα χωρικό. Αντάλλαζαν ένα χαιρετισμό κι εξακολουθούσαν το δρόμο τους.

- Αν πάμε έτσι ως το τέλος καλά την έχομε, είπε η Θέκλα. Παντού μοναξιά. Άνθρωπος δεν ταράζει την ηρεμία της εξοχής, και μόνοι μας χαιρόμαστε την ομορφιά της.

- Ναι, αποκρίθηκε ο Αλέξιος. Μα μπροστά μας στέκει το βουνό, και πίσω από το βουνό στέκουν οι Βούλγαροι. Ώς τα Βοδενά είμαστε κάπως ασφαλισμένοι. Από τα Βοδενά όμως και πέρα θ ' αναγκαστούμε ν ' αφήσομε το μεγάλο δρόμο.

Όταν το απόγεμα έφθασαν στον Λουδία, το ποτάμι που περνά από την ομώνυμη λίμνη[2], άφησαν το μεγάλο δρόμο και πήραν βόρεια τα μονοπάτια μες στα δέντρα. Σε λίγο έφθασαν σ' ένα χωριό, όπου σταμάτησαν να ξεκουραστούν. Από το πρωί ταξίδευαν. Ο Αλέξιος και η Θέκλα, καθώς και τα ζώα τους, είχαν ανάγκη από ανάπαυση.

Σταμάτησαν στον ξενώνα του χωριού και ρώτησε ο Αλέξιος αν είχαν να τους δώσουν καμιά κάμαρα για κείνον και τον παραγιό του, να περάσουν τη νύχτα.

Ο ξενοδόχος, καθώς άκουσε ομιλίες, βγήκε στην πόρτα και κοίταξε τον Αλέξιο με ύφος υποψιάρικο.

Τον ρώτησε τι είναι και πώς τον λένε.

Αποκρίθηκε ο Αλέξιος πως τον έλεγαν Γαβριήλ Νικολίτση, και πως ήταν πραματευτής που επέστρεφε από τη Θεσσαλονίκη και πήγαινε στο Βουτέλιο. - Και πού το ξέρω εγώ αν είσαι αληθινά ο Γαβριήλ Νικολίτσης; είπε απότομα ο ξενοδόχος. Δώσε μου μιαν απόδειξη ή τράβα το δρόμο σου.

Το αίμα του Αλέξιου έβραζε. Ήταν ασυνήθιστος ν' ακούει να του μιλούν με τέτοιον τρόπο. Αριστοκράτης και αξιωματικός, ήταν μαθημένος να διατάζει, όχι να τον διατάζουν.

Του ήλθε δυνατή διάθεση να κατεβάσει το ραβδί του στη ράχη του ξενοδόχου. Μα βαστάχθηκε.

Έβγαλε από τον κόρφο του τα βουλγάρικα γράμματα και του τα έδωσε. Ο ξενοδόχος τα κοίταξε μα έμεινε κατσουφιασμένος.

- Πότε ξαναφεύγεις; ρώτησε.

- Αύριο τα ξημερώματα.

- Έμπα μέσα λοιπόν. Μα κοίταξε, πριν φανεί ο ήλιος να μου έχεις αδειάσει την κάμαρα.

Ο Αλέξιος έσφιξε τα δόντια του. Τον είχε πιάσει δυνατός πειρασμός να τον σπάσει στο ξύλο.

«Ένας πραματευτής πρέπει να ξέρει να καταπίνει πολλά», σκέφθηκε.

Και χωρίς άλλο λόγο ξεκαβαλίκεψε και άφησε τον παραγιό του να πάει τ' άλογα στο στάβλο.

Όταν μπήκε η Θέκλα στο μαγειριά που ήταν και τραπεζαρία, και όπου την περίμενε ο Αλέξιος, είδε πως ήταν και άλλος κόσμος μαζεμένος εκεί. Κοντοστάθηκε ντροπαλή.

Ο Αλέξιος την είδε με την άκρη του ματιού του, γύρισε και τη φώναξε:

- Γρηγόρη, έλα δω! Μια ώρα σε περιμένω και κρυώνει το φαγί... είπε μαλωσιάρικα.

Κάθησε η Θέκλα στο ξύλινο σκαμνί που της έδειχνε ο άντρας της σιμά του, παίζοντας καλά το ρόλο του παραγιού που πρέπει να φροντίζει να μη θυμώνει τον αφέντη.

Χαμηλόφωνα της είπε ο Αλέξιος:

- Κοίταζε χωρίς να σε βλέπουν και πρόσεχε όλους χωρίς εξαίρεση. Δεν ξέρω μέσα σε τι ανθρώπους βρισκόμαστε.

Στην άκρη του τραπεζιού, μια στενόμακρη σανίδα στηριγμένη σε δυο στρίποδα, τρεις χωρικοί έπιναν και τραγουδούσαν νυσταγμένα, μισομεθυσμένοι. Πλάγι τους, ένας καλόγερος με πολύ μαύρα γένια και μικρά μαύρα μάτια είχε βγάλει από ένα μπογαλάκι κόκκινο λίγο ψωμί κι ελιές κι έμοιαζε πολύ προσηλωμένος στο φαγί του.

Μπροστά στο τζάκι, μια δούλα με αχτένιστα μαλλιά και φόρεμα λαδοπεριχυμένο τηγάνιζε ψάρια και κουβέντιαζε μ' ένα ξανθό παλικάρι που κάρφωνε το σπασμένο παραθυρόφυλλο. Κάθε λίγο παρατούσε τα ψάρια της κι έσκυβε έξω από το παράθυρο για να δει ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε στην αυλή.

Παρακάτω, δυο γυναίκες τσίριζαν συζητώντας με τον ξενοδόχο για την τιμή του δείπνου. Κι ένα παιδί, κρεμασμένο στη φούστα της μάνας του γκρίνιαζε κι έκλαιγε αδιάκοπα.

- Χειρότερα είναι δω μέσα παρά στη χάβρα των Εβραίων! είπε η Θέκλα.

Έξαφνα ακούστηκε έξω σάλαγος μεγάλος, ποδοβολητά αλόγων, κλαγγή όπλων, τρομαγμένες γυναικείες φωνές, και πάνω απ' όλα διακρίνουνταν μια προσταχτική αντρίκεια φωνή που έδινε παραγγέλματα.

Ο ξενοδόχος σήκωσε με απελπισία τα χέρια του στο ταβάνι.

- Να τους πάλι! φώναξε.

Και βγήκε τρεχάτος από το μαγειριά. Όλοι είχαν σηκωθεί, και τρομαγμένοι σκουντουφλούσαν ποιος να πρωτοπροφθάσει να δει τι τρέχει στην αυλή. Ο Αλέξιος σηκώθηκε όπως και οι άλλοι.

Η Θέκλα όμως είχε μείνει πίσω, και παρατήρησε πως μόνο ο καλόγερος με τα μαύρα γένια δεν είχε κουνήσει από τη θέση του παρά κοίταζε επίμονα την πόρτα.


  1. Εγνατία οδός: έγινε τον πρώτον αιώνα μ.Χ., τον καιρό του Κλαύδιου, και διατηρείται ακόμα σήμερα.
  2. Λουδία λίμνη: η σημερινή λίμνη των Γιαννιτσών.