Μετάβαση στο περιεχόμενο

Για την πατρίδα/Κεφάλαιο ΙΣΤ'

Από Βικιθήκη
Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
ΙΣΤ'. Το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου


Η Θέκλα και ο Παγράτης τράβηξαν ίσια για το παλάτι του Θεοδώρου και το βρήκαν χωρίς κόπο. Στην αυλή κουβέντιαζαν και γελούσαν μερικοί δούλοι. Η Θέκλα ζήτησε τον Δυνάστη Θεόδωρο. Οι δούλοι την κοίταξαν από πάνω ως κάτω κι αποκρίθηκαν πως δεν έχει καιρό ο Δυνάστης Θεόδωρος να κουβεντιάζει με χωριάτες.

Η Θέκλα επέμεινε, μα οι δούλοι την περιγέλασαν. Κι όταν ο Παγράτης θέλησε να τους μιλήσει, αυτοί, όλοι μαζί, έβγαλαν φωνές και γέλια που σκέπασαν τη δική του φωνή. Κι έγινε μεγάλη οχλοβοή.

Έξαφνα παρουσιάστηκε στην πόρτα του σπιτιού ένας νέος πλούσια ντυμένος, με ξανθά μαλλιά και παιδικό πρόσωπο.

Σήκωσε το καμτσίκι που βαστούσε, κι αμέσως σκορπίστηκαν και χάθηκαν όλοι οι δούλοι.

Ο νέος είδε τους δυο ξένους και τους πλησίασε.

- Τι ζητάς, κορίτσι μου; ρώτησε ευγενικά.

- Τον Δυνάστη Θεόδωρο, αποκρίθηκε η Θέκλα.

- Είμαι αδελφός του. Έλα μέσα και πες τι θέλεις. Η Θέκλα και ο Παγράτης τον ακολούθησαν στο αρχοντικό πλουσιοστολισμένο δωμάτιο, όπου τα μαλακά ανατολίτικα χαλιά και οι μεταξωτές κουρτίνες που σκέπαζαν τις πόρτες και τους τοίχους, θύμισαν της Θέκλας το παλάτι της Πόλης όπου είχε γνωρίσει τον Αλέξιο κι όπου είχε στεφανωθεί.

Με μια σουβλιά στην καρδιά, θυμήθηκε τις μετρημένες μέρες του γάμου της. Πόσες να ήταν άραγε; Δεν τις είχε μετρήσει...

- Τι θέλεις λοιπόν, κυρά μου;

Η φωνή του νέου την ξανάφερε στην πραγματικότητα.

Έβγαλε από το λαιμό της την αλυσίδα με το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου και το έδειξε του νέου.

- Το γνωρίζεις αυτό; ρώτησε.

Ο νέος το πήρε και μόλις το κοίταξε είπε με απορία:

- Βέβαια το γνωρίζω! Αυτό το δαχτυλίδι ήταν του πατέρα μου! Πώς βρέθηκε στα χέρια σου;

Πρώτη φορά αφότου γύριζε με τον Παγράτη, η Θέκλα απελπίστηκε.

Μια στιγμή το μυαλό της σκοτίστηκε. Ακούμπησε στον τοίχο για να μην πέσει, κι έκλεισε τα μάτια της.

Αν ο γιος του Χρυσήλιου δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό το δαχτυλίδι, γιατί λοιπόν πέθανε ο Αλέξιος;...

Ο σκοπός της ματαιώνουνταν ολότελα. Η θυσία του Αλέξιου πήγαινε χαμένη!...

Απελπισία την πλάκωσε. Κόπηκαν τα γόνατα της και σωριάστηκε στο πάτωμα.

Ο Παγράτης όρμησε να την πιάσει, μα δεν την πρόφθασε. Ο νέος, κατατρομαγμένος, πλησίασε και ρώτησε το δεσμοφύλακα μήπως είπε ή έκανε τίποτα που την τάραξε.

Μα ο γέρος κουνούσε αρνητικά το κεφάλι και τα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια του.

Σε λίγο η Θέκλα άνοιξε τα μάτια της. Σηκώθηκε βιαστικά κι έκανε να φύγει.

Μα ο γιος του Χρυσήλιου τη σταμάτησε.

- Κάθησε, ξεκουράσου, της είπε με συμπάθεια. Και σαν αισθανθείς καλύτερα, μου λες πώς βρέθηκε το δαχτυλίδι αυτό στα χέρια σου.

- Το δαχτυλίδι αυτό ο πατέρας σου το είχε δώσει σε κάποιον, είπε η Θέκλα. Κι αυτός ο κάποιος μου το εμπιστεύθηκε μένα και μου πρόσταξε να το φέρω του Χρυσήλιου. Μα ο πατέρας σου πέθανε, και συ τώρα ρωτάς πώς ήλθε το δαχτυλίδι στα χέρια μου!...

Τόση απελπισία έλεγε η τσακισμένη φωνή της, τέτοιον πόνο μαρτυρούσαν τα μάτια της, που ο νέος ταράχθηκε.

- Μακάρι να μπορούσα να σου απαντήσω αλλιώς... είπε με δισταγμό. Μα δεν καταλαβαίνω... δεν καταλαβαίνω πώς το δαχτυλίδι αυτό, που έβλεπα τόσα χρόνια στο δάχτυλο του πατέρα μου, βρίσκεται τώρα στα χέρια σου!

Η Θέκλα έσφιξε το μέτωπο της στα δυο της χέρια. Ήταν τόσο κουρασμένη, που μόνο ένα πόθο είχε. Να πέσει να κοιμηθεί και να μην ξυπνήσει πια!

Μα θυμήθηκε τον άντρα της και τον όρκο που του είχε κάμει, και θέλησε να συμμαζέψει το βασανισμένο της μυαλό, να σκεφθεί τι θα έκανε ο Αλέξιος στη θέση της, αν είχε έλθει και είχε μάθει το θάνατο του Χρυσήλιου.

Η δουλειά της δεν τελείωνε δω, αφού ο σκοπός της αποστολής της δεν είχε εκπληρωθεί. Κι όταν θα έφθανε ο Δαφνομήλης με το στόλο, το Δυρράχιο δε θα ήταν έτοιμο να παραδοθεί.

Είδε φανερά τη μόνη λύση που έμενε.

Αποφάσισε να πάρει την ευθύνη απάνω της εκείνη, και να προτείνει του γιου του Χρυσήλιου εκείνο που ο Ασώτης και ο Αλέξιος είχαν προτείνει στον Χρυσήλιο τον ίδιο.

Σήκωσε τα μάτια και είδε μπροστά της το λυπημένο παιδικό πρόσωπο του νέου.

- Δεν μπορώ να σε βοηθήσω σε τίποτα; τη ρώτησε. Τον κοίταζε συλλογισμένη. Της φάνηκε τόσο νέος, τόσο παιδί! Πώς μπορούσε να του εμπιστευθεί ένα τέτοιο μυστικό;

- Δεν μπορώ τίποτα να κάνω για σένα; ρώτησε πάλι ο νέος.

Η Θέκλα πήρε την απόφαση της.

- Πες μου, ο αδελφός σου είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος από σένα; ρώτησε.

- Ποιος, ο Θεόδωρος; Είναι μεγαλύτερος. Με περνά μερικά χρόνια.

- Θα ήθελα να τον δω, είπε η Θέκλα. Σε κείνον θα δώσω το δαχτυλίδι αφού είναι πρωτότοκος. Κι έχω και κάτι να του προτείνω.

Ο νέος έστειλε ευθύς ένα δούλο να ειδοποιήσει τον αδελφό του πως ήθελε να του μιλήσει. Και με τη Θέκλα και τον Παγράτη πήγαν στο δωμάτιο του Θεόδωρου.

Ο δούλος σήκωσε την κουρτίνα και μπήκαν στην κάμαρα όπου ο Δυνάστης τούς περίμενε όρθιος.

Ήταν ψηλός, μελαχρινός, το ύφος του αγέρωχο, τα γένια του πυκνά και μαύρα.

- Με ζήτησες; Τι με θέλεις; ρώτησε τον αδελφό του, ενώ με περιέργεια κοίταζε το χλωμό κι ευγενικό πρόσωπο της κόρης και το εσύγκρινε με τα χωριάτικα ρούχα της.

- Εγώ σε ζήτησα, είπε η Θέκλα και του έτεινε το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου. Πες μου, το αναγνωρίζεις αυτό;

Ο Θεόδωρος χλώμιασε.

- Πώς ήλθε στα χέρια σου; ρώτησε με αλλαγμένη φωνή.

Η Θέκλα έσφιξε τα δυο της χέρια στο στήθος της, για να σταματήσει της καρδιάς της τους γδούπους που την έπνιγαν.

- Λοιπόν το αναγνωρίζεις; ξεφώνισε.

- Ναι!... και ξέρω σε ποιον το έδωσε ο πατέρας μου και ξέρω και γιατί...

Σταμάτησε, διστάζοντας να πει περισσότερα. Η Θέκλα τον κοίταξε κατά πρόσωπο, τα μάτια της έβγαζαν σπίθες.

- Και τι άλλο ξέρεις; ρώτησε.

Ο Θεόδωρος γύρισε στον αδελφό του.

- Άφησε μας μια στιγμή, είπε με φωνή που έτρεμε. Και πάρε μαζί σου το γέρο. Έχω να μιλήσω με τούτη την κόρη. Ύστερα σε φωνάζω και σου λέγω ό,τι πρέπει και συ να μάθεις τώρα πια.

Ο Παγράτης βγήκε με το νεώτερο αδελφό, και ο Θεόδωρος έμεινε μόνος με τη Θέκλα.

- Στο δαχτυλίδι αυτό, από μέσα, έχει χαραγμένα έξι γράμματα, είπε ο Δυνάστης. Ξέρεις ποια είναι η σημασία τους;

- «Είς οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης», αποκρίθηκε η Θέκλα.

Τα χείλια του Θεόδωρου έτρεμαν. Ακούμπησε στο τραπέζι και σταύρωσε τα χέρια του.

- Λέγε τώρα, είπε.

- Πρώτα πες μου εσύ, είπε η Θέκλα, αν είσαι έτοιμος να κρατήσεις τους όρκους του Χρυσήλιου.

Ο Θεόδωρος την κοίταξε πάλι με προσοχή.

Τα μεγάλα θερμιασμένα μάτια της, που μόνα ζούσαν στο αναίματο πρόσωπο της, διηγούνταν τέτοια ιστορία λύπης και πίστης, που δε δίστασε πια.

- Ναι! αποκρίθηκε απλά.

- Ρώτησε με ό,τι θέλεις, είπε η Θέκλα. Είμαι έτοιμη ν' απαντήσω.

- Πώς είναι το δαχτυλίδι αυτό στα χέρια σου; Ποια είσαι;

Η Θέκλα έβγαλε το πιστοποιητικό έγγραφο και το γράμμα του Αυτοκράτορα και του τα έδωσε. Τα εξέτασε ο Θεόδωρος κι ύστερα κοίταξε τη Θέκλα.

- Όλα αυτά είναι στ' όνομα του Αλέξιου Αργυρού. Πώς βρέθηκαν στα χέρια σου;

- Είμαι η γυναίκα του, είπε η Θέκλα.

- Γιατί σ' έστειλε σένα να μου τα φέρεις και δεν ήλθε ο ίδιος;

Δυό φορές προσπάθησε ν' απαντήσει, μα δεν μπόρεσε. Στο τέλος άρθρωσε με κόπο:

- Κοιμάται... στη Σκάμπα.

Ο Θεόδωρος, από το ύφος της περισσότερο παρά από τα λόγια, μάντεψε έξαφνα την τραγική ιστορία.

Μαλάκωσε το ύφος του και πιο γλυκά ρώτησε:

- Και ήλθες στη θέση του εσύ για να μου φέρεις την είδηση;

- Ναι! είπε η Θέκλα.

Με σεβασμό φίλησε το χέρι της.

- Είσαι γενναία και μεγάλη, είπε βαθιά ταραγμένος. Την έβαλε να καθήσει, και, όρθιος κοντά της, άκουσε τις πληροφορίες που του έδινε.

Του είπε πως ο Βασίλειος Β ' είχε δεχθεί με χαρά την πρόταση του Ασώτη Ταρωνίτη και του Αλέξιου Αργυρού, να παραδώσει ο Χρυσήλιος το Δυρράχιο. Πως ετοίμασε αμέσως το στόλο κι έστειλε τον Αλέξιο μερικές μέρες μπροστά να δώσει την είδηση, για να προετοιμάσει ο Χρυσήλιος τη χώρα. Πως θα έφθανε σε λίγο ο στόλος με τον Ευστάθιο Δαφνομήλη, κι έπρεπε να είναι οι άρχοντες όλοι προετοιμασμένοι για την παράδοση, με τρόπο ώστε η βουλγάρικη φρουρά να μείνει απομονωμένη και να μην τολμήσει ν' αντισταθεί.

Και αφού είπε όσα είχε να πει, σηκώθηκε να φύγει.

Μα ο Θεόδωρος τη σταμάτησε.

- Φεύγεις; Πού πηγαίνεις; ρώτησε.

- Η αποστολή μου τέλειωσε, αποκρίθηκε η Θέκλα.

- Μα πού πηγαίνεις;

Δεν ήξερε. Σταμάτησε στη μέση της κάμαρας χωρίς ιδέα, χαμένη.

Ένας κόμπος είχε μαζευθεί στο λαιμό του υπερήφανου Δυνάστη.

Με καλοσύνη και φροντίδα την έπεισε πάλι να καθήσει, και τη ρώτησε ποια ήταν η πατρίδα της και πώς την ανακάτωσαν, αυτήν γυναίκα, στην τόσο μυστική διαπραγμάτευση για την παράδοση του Δυρραχίου.

Μα η Θέκλα δεν αποκρίθηκε παρά με μονοσύλλαβα.

- Η αποστολή μου τέλειωσε, ξανάλεγε κάθε τόσο. Του φάνηκε τόσο κουρασμένη, που δεν επέμεινε.

Φώναξε τον αδελφό του και του διηγήθηκε μπροστά στη Θέκλα πως, πεθαίνοντας, ο πατέρας του του είχε πει το μυστικό του όρκο στον Αυτοκράτορα και του είχε αφήσει παραγγελία να τον βαστάξουν τα παιδιά του, αν ο Αυτοκράτορας παραδέχουνταν το σχέδιο που είχε κάνει με τον Ταρωνίτη και τον Αργυρό. Του είπε πως η Θέκλα έφερνε την είδηση ότι έφθανε ο Αυτοκρατορικός στόλος σε λίγες μέρες, και πως το δαχτυλίδι του Χρυσήλιου ήταν το σημείο με το οποίο έπρεπε να γνωρίσουν το βασιλικό αγγελιαφόρο.

Ύστερα πλησίασε τη Θέκλα και της είπε με συγκίνηση:

- Εσύ, Δέσποινα, ωστόσο, μείνε δω. Θα σε πάγω στη γυναίκα μου και θα φροντίσω να μη σου λείψει τίποτα όσες μέρες θελήσεις να μας τιμήσεις μένοντας μαζί μας. Όταν φθάσει ο στόλος κι επιστρέψει το Δυρράχιο στην εξουσία του Βασιλέα μας, τότε κάνεις ό,τι θέλεις. Μα ως τότε μείνε δω. Για μας είναι χαρά και τιμή να σε φιλοξενήσομε.

Αφού έδωσε όσες διαταγές χρειάζουνταν, ο ίδιος οδήγησε τη Θέκλα στα δωμάτια της γυναίκας του. Ύστερα φώναξε τον Παγράτη και του ζήτησε να του πει όσα ήξερε για το θάνατο του Αλέξιου Αργυρού.

Με δάκρυα του διηγήθηκε ο γέρος ό,τι είδε και όσα άκουσε από τη Θέκλα. Μα δεν ήξερε τι ήταν η μυστική αποστολή του Αλέξιου, αποστολή που θέλησε να την εκτελέσει η γυναίκα του αφού πέθανε κείνος.

Αργότερα έμαθε ο Θεόδωρος από την ίδια τη Θέκλα όσα ήθελε να ξέρει.

Του είπε πώς με τη βοήθεια της Αυτοκράτειρας άφησε μυστικά το παλάτι για ν' ακολουθήσει τον άντρα της και πώς, αφού με το πλοίο έφθασαν στη Θεσσαλονίκη, πήραν ύστερα το δρόμο της ξηράς, περνώντας όσο το δυνατό από βουνά και δάση, αποφεύγοντας τις πόλεις και τους μεγάλους δρόμους.

Δεν είχαν κατορθώσει όμως να ξεφύγουν την προσοχή ενός κατάσκοπου Βουλγάρου, που τους υποψιάστηκε και τους ακολούθησε μυστικά ως πέρα από τη Σκάμπα.

Του διηγήθηκε πώς, αφού σκότωσε ο Αλέξιος τον κατάσκοπο, τον έπιασαν οι Βούλγαροι στρατιώτες, και, σαν κλέφτη και φονιά, τον έκλεισαν στη φυλακή της Σκάμπας, όπου ήταν δεσμοφύλακας ο Παγράτης, κι όπου σκοτώθηκε ο Αλέξιος για να φύγει εκείνη και να φέρει την είδηση στο Δυρράχιο.

Του είπε πως ο Αλέξιος δεν παραδέχθηκε να δραπετεύσει, γιατί του φάνηκε η φυγή αμφίβολη και δεν ήθελε να κινδυνεύσει ν' αποτύχει η αποστολή του, που θα επιτύχαινε ασφαλώς αν πήγαινε μόνη η Θέκλα στο Δυρράχιο.

Τα έλεγε με ήσυχο περίλυπο τρόπο, που ήταν πιο λυπηρός παρά τα δάκρυα.

Και η γυναίκα αυτή του φάνηκε του Θεόδωρου σα ραγισμένη λύρα που δεν ηχούσε πια.