Για την πατρίδα/Κεφάλαιο ΙΕ'

Από Βικιθήκη
Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
ΙΕ'. Στο Δυρράχιο


Ήταν πια νύχτα όταν ο δεσμοφύλακας της Σκάμπας με την ψυχοκόρη του έφθασαν σ' ένα χωριουδάκι, όπου ξεπέζεψαν και κόνεψαν σ' ένα χωριατόσπιτο.

Πρωί - πρωί, πάλι καβαλίκεψαν και πήραν το δρόμο προς το Δυρράχιο όπου έφθασαν κατά το μεσημέρι.

Μπήκαν στην ψηλοχτισμένη πόλη χωρίς καμιά δυσκολία και πήγαν σ' ένα πανδοχείο να φάγουν.

Ο Παγράτης φώναξε τον ξενοδόχο και τον ρώτησε πού κάθουνταν ο Δυνάστης Χρυσήλιος.

- Τώρα ο Χρυσήλιος! είπε ο ξενοδόχος με μια γυριστή κίνηση του χεριού, που μπορούσε να σημαίνει πολλά πράματα ή και τίποτα. Δεν είσαι καλά, γέρο μου ή έρχεσαι από πολύ μακριά!

- Γιατί;... Τι τρέχει; ρώτησε με ανησυχία ο Παγράτης.

Μα κάποιος άλλος ταξιδιώτης φώναξε, από την άκρη του τραπεζιού, πως τα μπαρμπούνια του ήταν άψητα και η χήνα τσικνωμένη.

Ο ξενοδόχος έτρεξε να του εξηγήσει, με πολλές χειρονομίες, πως στους καλούς ξενώνες σαν το δικό του δεν έκαναν πια ψάρια καλοψημένα και πουλερικά ατσίκνωτα, πως αυτά ήταν καλά για τις ταβέρνες.

Και η εξήγηση βάσταξε τόσο πολύ, που ο Παγράτης και η Θέκλα δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτα άλλο για τον Δυνάστη Χρυσήλιο.

Αποφάσισαν να βγουν πεζή και να ρωτήσουν κανέναν περαστικό.

Απάντησαν ένα χωρικό καθισμένο στο γαϊδουράκι του, με τα δυο του πόδια κρεμασμένα από το ένα μέρος του ζώου, και τον ρώτησαν αν ήξερε πού κάθουνταν ο Δυνάστης Χρυσήλιος.

- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε ο χωρικός χωρίς να σταματήσει. Δεν είμαι του τόπου, κάθομαι στον κάμπο...

Κι απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας ακόμα εξηγήσεις που δεν άκουσαν.

Ρώτησαν μια γυναίκα που ψούνιζε λυχνάρια από έναν πραματευτή στην πόρτα της.

- Χρυσήλιος; αποκρίθηκε αυτή. Δεν τον άκουσα ποτέ. Μα είμαι νιόπαντρη, παν μόνο δυο φεγγάρια που στεφανώθηκα και ήλθα εδώ.

Ετοιμάζουνταν να φύγουν, όταν τους σταμάτησε ο πραματευτής.

- Μη γυρεύετε τον Χρυσήλιο, στρατηγό του Δυρραχίου; ρώτησε.

- Ναι, αποκρίθηκε με ανακούφιση ο Παγράτης, μήπως τον γνωρίζεις;

- Ούτε τον γνωρίζω ούτε τον γνώρισα ποτέ. Ζωή σε λόγου σου, πέθανε δω και τρεις μήνες, είπε ο πραματευτής.

Και γύρισε πάλι στα λυχνάρια του και στα παζάρια. Ο Παγράτης κοίταξε τη Θέκλα απελπισμένος.

- Και τώρα τι θα γίνει; της είπε αφού απομακρύνθηκαν λίγο.

- Να πάμε πίσω στο ξενοδοχείο και να ρωτήσομε τον ξενοδόχο ποιος είναι στρατηγός τώρα εδώ, αποκρίθηκε η Θέκλα με το ίδιο άψυχο ύφος της.

Γύρισαν στο ξενοδοχείο και βρήκαν τον ξενοδόχο στρωμένο μ' ένα του φίλο μπροστά σ' ένα κανάτι κρασί μισαδειασμένο.

Ο Παγράτης σίμωσε και τον ρώτησε, αν ήταν αλήθεια πως πέθανε ο Δυνάστης Χρυσήλιος.

- Καλά είσαι; είπε ο ξενοδόχος. Δε σου το είπα πρωτύτερα, πως πέθανε δω και τόσους μήνες;

- Και ποιος είναι τώρα στρατηγός στο Δυρράχιο; ρώτησε ο Παγράτης.

- Στρατηγός; Στρατηγό δεν έχομε τώρα, όλοι αυτοί είναι περαστικοί. Ο στρατηγός μας, μας άφησε. Γυρνά, λένε, από φρούριο σε φρούριο τόσον καιρό τώρα, που ξεχάσαμε και τι λογής είναι το παρουσιαστικό του.

Η Θέκλα είχε καθήσει στο πεζούλι του παραθύρου κι αφηρημένη κοίταζε την απέραντη θάλασσα, που απλώνουνταν ήρεμη και γαλάζια στα πόδια του βράχου όπου ήταν το ξενοδοχείο.

Ο Παγράτης κάθησε κοντά της αποθαρρυμένος.

- Δε θα κάνομε τίποτα, της είπε. Δεν μπορώ να μάθω καμιά πληροφορία που να μας βοηθήσει.

- Να ρωτήσομε άλλους, είπε η Θέκλα.

- Δε βαρέθηκες ακόμα, κόρη μου; είπε ο γέρος. Παράτησε τα, πίστεψε με, κι έλα πίσω στη Σκάμπα μαζί μου. Θα καθήσεις στο σπίτι μας και θα σ' αγαπούμε σαν παιδί μας. Τα λόγια αυτά ξύπνησαν τη Θέκλα.

- Σώπα! είπε με αγανάκτηση. Θα ήταν έγκλημα να σ' άκουα!

- Κόρη μου, συμπάθησε με... άρχισε ο Παγράτης. Μα η Θέκλα σηκώθηκε.

- Όχι, καλέ μου Παγράτη, διέκοψε. Δε θα σ' ακούσω, γιατί ήλθα με μιαν αποστολή. Και αν δεν την εκτελούσα, θα παρέβαινα τον όρκο μου... και τον δικό του...

Πήγε στη γωνιά όπου κάθουνταν ο ξενοδόχος με το φίλο του.

- Ποιος είναι τώρα στρατηγός στο Δυρράχιο; ρώτησε.

- Τι σε νοιάζει, όμορφο μου κορίτσι; είπε ζωηρά ο ξενοδόχος. Κάθησε τώρα να πιείς μαζί μας ένα κρασάκι...

- Ποιος είναι τώρα στρατηγός στο Δυρράχιο; επανέλαβε η Θέκλα και η φωνή της και το πρόσωπο της ήταν τέτοια που ο ξενοδόχος ζάρωσε.

Ο φίλος του σηκώθηκε και, με σεβασμό, χαιρετώντας την βαθιά, της είπε:

- Κυρά μου, στρατηγό τακτικό δεν έχομε από τότε που έφυγε ο Ασώτης Ταρωνίτης. Ο Δυνάστης Χρυσήλιος είχε πάρει τη διοίκηση προσωρινά, ώσπου να γυρίσει ο Ασώτης. Μα πέθανε. Και τώρα, προσωρινά πάντα, διοικεί ο γιός του, ο Δυνάστης Θεόδωρος. Αν θέλεις να τον δεις, πήγαινε στο παλάτι του, το μεγάλο άσπρο σπίτι που είναι δεξιά, στην άκρη του δρόμου που ανεβαίνει στο βουνό.

Η Θέκλα ευχαρίστησε με τον ήσυχο περίλυπο τρόπο της και γύρισε κοντά στον Παγράτη.

- Πάμε, του είπε, έμαθα εκείνο που ήθελα.

Ο ξενοδόχος κι ο φίλος του την ακολούθησαν με τα μάτια, καθώς έφευγε.

- Είσαι ζώο, είπε ο φίλος. Δε ντράπηκες να της προσφέρεις κρασί; Μόνο τη φωνή της που άκουες, έπρεπε να νιώσεις πως είναι αρχόντισσα, κι ας φορεί χωριάτικα ρούχα. Μα σεις οι νεοφερμένοι εδώ δε νιώθετε από ευγένεια. Είστε μαθημένοι από τα βουνά σας. Και πατρίκιο να σε κάνουν, πάλι Βούλγαρος θα μείνεις.

- Εκτός αν με τον καιρό μ' εξευγενίσετε σεις οι Δυρραχιώτες με την ψηλή σας μύτη, πως είστε τάχα από τζάκι, είπε κοροϊδευτικά ο ξενοδόχος. Δεν μπορώ να σ' ακούω! Έλα, πιάσε το ποτήρι σου. Στην υγειά σου!