Για την πατρίδα/Κεφάλαιο Β'

Από Βικιθήκη
Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
Β'. Σκλαβιά


Στο μεταξύ, ο Ασώτης με τον Αλέξιο και μερικούς άλλους αιχμαλώτους Έλληνες έμειναν κλεισμένοι στην Αχρίδα.

Τους είχαν στο παλάτι, στην υπηρεσία της βασιλικής οικογένειας, όπου, σχετικώς, δεν κακοπερνούσαν και πολύ. Μαθημένοι όμως στο βυζαντινό πολιτισμό, που ήταν ο λεπτότερος εκείνης της εποχής, ένιωθαν βαρύτερα τη βαρβαρότητα του κατακτητή, αγανακτούσαν με τη σκληράδα, τη βαναυσότητα του Βουλγάρου, που εκδηλώνουνταν σε κάθε τους επαφή, ακόμα και στις πιο ασήμαντες περιστάσεις της καθημερινής τους υπηρεσίας.

Και η ιδέα μόνο πως ήταν αιχμάλωτοι και στα ξένα τους απέλπιζε.

- Δεν ξέρω τι περιμένω για να μπήξω το μαχαίρι του πατέρα μου στην καρδιά μου! έλεγε κάποτε ο Ασώτης του Αλέξιου. Τι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί; Μένομε δούλοι εδώ, δεν μπορούμε να υπηρετήσομε το Βασιλιά μας, και ωστόσο ο εχθρός ρημάζει την Ελλάδα. Τι ελπίζομε και τι περιμένομε;

- Περιμένομε περίσταση να δώσομε τη ζωή μας στην πατρίδα, απαντούσε ο Αλέξιος.

- Μα πώς να τη δώσομε, αφού μας κρατούν εδώ κλεισμένους; επέμενε ο Ασώτης.

- Παντού και πάντα μπορεί κανείς να υπηρετήσει την πατρίδα του, έλεγε ο Αλέξιος. Και τη ζωή σου δεν έχεις δικαίωμα να τη σπαταλήσεις ή να την πετάξεις. Ξόδεψε την, δώσε την, μα με τρόπο που να ωφελήσει. Δε χρησιμεύει να πεθάνομε από αγάπη ή από λύπη για την πατρίδα. Πρέπει ο θάνατος μας να ωφελήσει σε κάτι. Ειδεμή είναι άχρηστος.

Ο Ασώτης δεν επέμενε. Αναγνώριζε πως τα λόγια του Αλέξιου ήταν σωστά. Μα στην πρώτη περίσταση, δηλαδή κάθε φορά που έφθαναν καινούρια μηνύματα πως ο εχθρός προχωρούσε, και αύξανε η αυθάδεια των Βουλγάρων, τον έπιανε πάλι απελπισία. Μια μέρα ήλθε η είδηση πως καινούριος στρατός, με στρατηγό τον Νικηφόρο Ουρανό, είχε πάει στη Θεσσαλονίκη και από κει κατέβαινε στην Ελλάδα. Και συγχρόνως μαθεύτηκε πως ο Σαμουήλ βιαστικά παρατούσε την Πελοπόννησο και γύριζε ν' απαντήσει τον Νικηφόρο. Οι Έλληνες αιχμάλωτοι της Αχρίδας, από την ώρα που το έμαθαν, ζούσαν σ' αιώνια ταραχή.

- Να φύγομε! Να φύγομε! έλεγε ο Ασώτης, που πήγαινε κι έρχουνταν στην κάμαρα τους σαν αγρίμι στο κλουβί.

- Ναι, να φύγομε! απαντούσε ο Αλέξιος. Μα πώς; Μας φυλάγουν στενά.

Κάθε τόσο έφθαναν καινούριοι αγγελιαφόροι, με μηνύματα των Βουλγάρων πως γύριζαν από τη Θεσσαλία φορτωμένοι λάφυρα, σέρνοντας πίσω τους κοπάδια τους αιχμαλώτους. Έξαφνα έπαυσαν οι ειδήσεις. Κανένας πια δεν έφθανε από το στρατόπεδο. Οι μέρες περνούσαν, μα νέα δεν έρχουνταν.

- Όλα καλά, έλεγαν οι Βούλγαροι αυλικοί. Θα τις φαν πάλι οι Έλληνες και θα πέσει ευθύς η Θεσσαλονίκη.

Τ' άκουαν οι Έλληνες και μάτωνε η καρδιά τους.

- Να φύγομε! Ναι, να φύγομε! έλεγε τώρα ο Αλέξιος, συχνότερα ακόμη και από τον Ασώτη.

Έξαφνα διαδόθηκε η είδηση πως απαντήθηκαν τα δυο στρατεύματα, πως έγινε μάχη, πως οι Έλληνες καταστράφηκαν και ο Σαμουήλ γύριζε στην Αχρίδα νικητής και τροπαιούχος. Λεπτομέρειες δεν ήξερε κανείς, ούτε κανένας ήξερε ποιος είχε φέρει την είδηση. Αλλά το έλεγαν όλοι, άρα ήταν αλήθεια.

Εκείνη τη μέρα, όταν οι Έλληνες αιχμάλωτοι πήγαν στα βασιλικά δωμάτια, ήταν τόσο μαραμένοι και σκοτεινοί, ώστε το παρατήρησε η κόρη του Σαμουήλ, η Μιροσλάβα, που τους είχε στην υπηρεσία της. Ήταν κι αυτή χαρούμενη για όσα είχε ακούσει για τη νίκη του πατέρα της. Η αθυμία όμως του Ασώτη τη συγκίνησε. Τον ρώτησε τι έχει.

- Η χαρά σου είναι λύπη μου, Δέσποινα, αποκρίθηκε ο Ασώτης.

Μερικοί αξιωματικοί Βούλγαροι, που έστεκαν εκεί, θύμωσαν με τα λόγια του και θέλησαν να τον βγάλουν έξω. Μα η βασιλοπούλα τούς σταμάτησε και πρόσταξε να την αφήσουν μόνη με τους δυο Έλληνες.

- Γιατί σε λυπεί τόσο η νίκη του πατέρα μου; ρώτησε η βασιλοπούλα όταν έμειναν μόνοι. Δεν το ήξερες πως ήταν μοιραίο να νικήσει;

Ο Ασώτης δεν αποκρίθηκε. Τότε γύρισε η Μιροσλάβα στον Αλέξιο και τον ρώτησε κι εκείνον γιατί έμεναν τόσο σκοτεινοί και μαύροι εκεί που όλη η χώρα πανηγύριζε.

- Είμαστε Έλληνες εμείς, Δέσποινα, αποκρίθηκε απλά ο Αλέξιος.

Η βασιλοπούλα έμεινε συλλογισμένη. Ύστερα είπε με κάποιο δισταγμό:

- Εγώ χαίρομαι. Και όμως μπορούσα να είμαι Ελληνίδα κι εγώ.

Ο Αλέξιος χαμογέλασε.

- Σα δύσκολο θα ήταν, είπε, εσύ, κόρη του Βασιλιά της Βουλγαρίας!

- Και όμως μισοείμαι Ελληνίδα, ξαναείπε η βασιλοπούλα, γιατί η μητέρα μου ήταν από την Ελλάδα.

Ο Ασώτης ταράχτηκε.

- Η μητέρα σου; ρώτησε.

- Ναι, η μητέρα μου. Δεν ακούσατε ποτέ την ιστορία της πανόμορφης Λαρισιώτισσας σκλάβας που την αγάπησε ο Σαμουήλ;

- Όχι, Δέσποινα, αποκρίθηκε ο Αλέξιος, δεν έτυχε να την ακούσομε.

- Όταν κατέβηκε την πρώτη φορά ο πατέρας μου στην Ελλάδα, είπε η Μιροσλάβα, και για πρώτη φορά κατέκτησε τη Λάρισα, έκανε και τότε πολλούς αιχμαλώτους. Ανάμεσα στις γυναίκες ήταν και η μητέρα μου, νέο κορίτσι και πολύ όμορφο. Την έφεραν μπροστά στον πατέρα μου και, σαν την είδε, την αγάπησε ευθύς τόσο, που την παντρεύτηκε αμέσως, και σα βασίλισσα του την έφερε στον τόπο του. Ώστε βλέπετε πως, αν και δεν είμαι από την Πόλη σαν και σας, είμαι όμως Ελληνίδα. Και περισσότερο από σας έπρεπε να λυπούμαι για το σκληρό αυτόν πόλεμο, που γίνεται πάλι στα ίδια μέρη όπου γεννήθηκε η μητέρα μου. Κι έτσι μπορώ να νιώσω και τη δική σας λύπη...

- Όχι, Δέσποινα, διέκοψε ο Αλέξιος, δεν μπορείς να τη νιώσεις. Γιατί όσο και αν η μητέρα σου ήταν Ελληνίδα, η πατρίδα σου εσένα είναι η Βουλγαρία.

- Ενώ η δική σας είναι η Κωνσταντινούπολη... είπε συλλογισμένη η βασιλοπούλα. Μα εδώ μακριά που βρισκόμαστε, εξακολούθησε, δεν μπορούμε δυστυχώς διόλου να επηρεάσομε τα πράματα, ούτε σεις ούτ' εγώ. Θα ήθελα όμως να κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου, για να γίνει η ζωή σας υποφερτή. Ελπίζω να μην έχετε παράπονα με κανένα και να σας μεταχειρίζονται όλοι κατά τη σειρά σας, σαν πατρίκιοι που είσθε.

- Δεν έχομε παράπονα, Δέσποινα, είπε ο Αλέξιος. Και η θέση μας θα ήταν ζηλευτή για κάθε άλλον. Μα είμαστε ξένοι και δούλοι. Η αλυσίδα μας είναι βαριά, όσο κι αν την έχει χρυσώσει η καλοσύνη σου.

- Θέλεις να πεις ότι σας πειράζει που δεν έχετε την ελευθερία σας; Μου είναι εύκολο να ζητήσω από τον πατέρα μου, όταν επιστρέψει, να καταργήσει τη στρατιωτική επίβλεψη που σας έχουν τώρα. Ή μήπως και αυτό δε σας αρκεί; Μήπως θέλετε και να φύγετε, να γυρίσετε στην Πόλη;

- Ναι! αναφώνησε ο Ασώτης. Το μαντεύεις, Δέσποινα. Αυτό σου ζητούμε. Σε ικετεύομε, κάνε το! Και να είσαι ευλογημένη!

Γονάτισε μπροστά της, πήρε το χέρι της και το φίλησε με συγκίνηση.

Η βασιλοπούλα σηκώθηκε βιαστικά. Το γλυκό της πρόσωπο ήταν κατάχλωμο και ταραγμένο.

- Μου ζητάς πράματα αδύνατα, είπε με πολλή λύπη.

Και με το χέρι τούς έκαμε νόημα να φύγουν. Οι δύο Έλληνες υποκλίθηκαν βαθιά και βγήκαν από το δωμάτιο.

Μόλις βρέθηκαν μόνοι, ο Ασώτης έσφιξε το χέρι του φίλου του.

- Αλέξιε... να φύγομε... ψιθύρισε.

- Απόψε, αποκρίθηκε ο Αλέξιος.