Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βίοι Πελοποννησίων ανδρών/Μανιάτικα

Από Βικιθήκη
Βίοι Πελοποννησίων ἀνδρῶν
Συγγραφέας:
Μανιάτικα


ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ

Οἱ Μανιᾶται παλαιότερα διαιροῦντο εἰς οἰκογενείας καὶ ἔπειτα εἰς καπετανάτα. Εἶχαν μερικοὺς ἄλλους Μανιάτας, τοὺς ὁποίους ὠνόμαζον φαμέγιους. Οὗτοι ἦσαν δοῦλοι, ἢ πελάται, τῶν ἄλλων, καὶ ἕως τῆς σήμερον τοὺς ἔχουν εἰς τὰ κτήματά των ὡς ἐργάτας αἰωνίους, καὶ τοῦτο διότι οὗτοι δὲν ἔχουν ἰδικήν των γῆν ἀρκετὴν, τινὲς δὲ οὐδὲ πιθαμήν. Οὕτως εὑρέθησαν εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως.

Αἱ οἰκογένειαι αὗται ὑπετάσσοντο εἰς ἕνα διοικητὴν καταγόμενον ἀπὸ τὸν τόπον καὶ ἀπὸ τὸν Σουλτάνον διοριζόμενον, προτεινόμενον ὅμως ἀπὸ τὸν καπετὰν πασᾶν, ἤτοι τὸν ναύαρχον τοῦ Σουλτάνου, καὶ ὀνομαζόμενον Μπάσπογου. Ὁ βαθμὸς οὗτος ἦτο ναυτικὸς, καὶ ὁ Μπάσμπογους ὑπήγετο εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῶν ναυτικῶν κατ’ εὐθεῖαν, ὡς καὶ αἱ νῆσοι Ὕδρα καὶ Σπέτσαι. Ἡ διοίκησις τοῦ τοιούτου διοικητοῦ ἦτον ἀνέκκλητος, διότι ἀκύρωσις τῶν ἀποφάσεών του δὲν ἐγίνετο, καὶ μόνον παράπονα πρὸς τὸν καπετὰν πασᾶν ἐγίνοντο. Ἔδιδεν ὅμως ὁ τοιοῦτος διοικητὴς δύω ἄτομα συγγενικά του στενὰ ὡς ἐνέχυρα εἰς τὸν καπετὰν πασᾶν. Τοιοῦτος ἦτον ὁ Μπάσπογους διοικητὴς τῆς Μάνης. Ἡ Τουρκικὴ ἐξουσία ὅλας τὰς νήσους τὰς εἶχεν ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ναυάρχου της. Ἐπειδὴ δὲ οἱ Μανιᾶται δὲν ὑπετάσσοντο ἐντελῶς ὡς ἐκ τῆς θέσεώς των, αἱ δὲ γενόμεναι πειρατεῖαι καὶ ἄλλα πολλὰ κακὰ ἐχώνευαν εἰς τοὺς βράχους των, ὁ καπετὰν πασᾶς διὰ τὴν ἡσυχίαν ἐφεῦρε καὶ ἐσυμφώνησεν εἰς τὴν τοιαύτην διοίκησιν τῆς Μάνης· ἄλλως τε καὶ ἡ ὠφέλεια τῆς διοικήσεως ταύτης δὲν ἦτο τίποτε διὰ τὸ ἄγονον τοῦ τόπου. Ἄνθρωποι κατοικοῦντες εἰς τοὺς ξηροὺς βράχους καὶ εἰς τὰς πέτρας, ἔδιδον ἄσυλον εἰς παντὸς εἴδους ἐγκληματίας, διότι ἀπὸ τὸ δυτικὸν μέρος ἕως εἰς τὴν θέσιν τῆς Ἁγίας Σιὼν δὲν ἐδύνατο νὰ περάσῃ ἄνθρωπος τοῦ Πασᾶ χωρὶς προηγουμένης συνεννοήσεως μετὰ τῶν διοικητῶν τῆς Μάνης καὶ αὐτοῦ τοῦ πασᾶ τῆς Πελοποννήσου. Οὗτος ἐγίνετο καὶ εἰς τὸ ἀνατολικὸν μέρος ἕως εἰς τὴν θέσιν Κακοσχάλη.

Ὁ πασᾶς ὅμως τῆς Πελοποννήσου εἶχεν ἕνα Ὀθωμανὸν διοικητὴν εἰς τὰς Καλάμας μὲ ἑκατὸν στρατιώτας, διὰ νὰ προσέχῃ, νὰ μὴ ἐβγαίνουν οἱ Μανιᾶται ἔξω τῆς πατρίδος των, ὅσοι δὲ ἤθελον νὰ ἔβγουν ἔφερον ἄδειαν τοῦ διοικητοῦ των διὰ νὰ μὴν πληρώνουν χαράτσι, ἢ καὶ ἄλλον τινὰ φόρον. Καὶ πάλιν χωρὶς ἄδειαν γραπτὴν τοῦ Βόϊβοντα τῶν Καλαμῶν, ἢ τοῦ Τούρκου, ὁ ὁποῖος ἐφύλαττεν εἰς τὰς Καλάμας, ἂν εὑρίσκετο Μανιάτης ἔξω κατὰ τὰς ἄλλας ἐπαρχίας, ἐσκοτόνετο ἀπὸ τὸν τυχόντα ὡς λῃστής. Αὐτὰς τὰς ἐλευθερίας εἶχον ὅλοι οἱ Μανιᾶται.

Ὁ δὲ Πέτρος Μαυρομιχάλης εὑρέθη Μπάσμπογους κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως, καὶ ἔπειτα ἐγνωρίσθη εἰς τὸ Πανελλήνιον ὑπὸ τὸ ὄνομα Πετρόμπεης. Οὕτως οἱ Μανιᾶται ἐβγῆκαν εἰς τὰς 22 Μαρτίου 1821 εἰς τὰς Καλάμας μὲ τὴν σημαίαν τῆς ἐπαναστάσεως καὶ μὲ ὅλους τοὺς καπεταναίους των, πρῶτος τῶν ὁποίων ἦτον ὁ Πέτρος Μαυρομιχάλης. Κατόπιν δὲ τούτου ἔρχονται αἱ λοιπαὶ οἰκογένειαι, τοῦ Παναγιώτη Μούρζινου, ἀρχαία οἰκογένεια, οὗτοι ὠνομάζοντο καὶ Τρουπάκιδες· ἔπειτα αἱ οἰκογένειαι τῶν Καπετανάκιδων, Κουμουνδουράκιδων, Γρηγοράκιδων, Ἀντωνόμπεη, Ζερβουδάκιδων. Ὅλαι αὗται αἱ οἰκογένειαι εἶχον πρωτοῦ τὸ ἀξίωμα τοῦ Μπάσμπογου, καὶ ἔχουσαι ἀξιώσεις, ἐθήρευαν πάλιν τὴν θέσιν ταύτην. Μάλιστα τότε κοντὰ εἶχε κατορθώσει ἕνας Καλκανδῆς Σταυριανὸς ὀνομαζόμενος νὰ διορισθῇ Μπάσπογους, καὶ πρὸ αὐτοῦ ὁ Ἀλέξανδρος Κουμουνδουράκης εἶχε κάμει πολλὰ διὰ τὴν ἀπόκτησιν τοῦ ἀξιώματος τούτου, καὶ ἐπὶ τέλους ἐπρόδωκε καὶ τὴν Ἑταιρίαν τῶν Φιλικῶν διὰ νὰ κατορθώσῃ τὸν σκοπόν του, ἀλλ’ ὁ Σουλτάνος τὸν ἐκρέμασε. Τότε δὲ εἶχον φύγει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὰ δοθέντα ἐνέχυρα καὶ εἶχον φθάσει εἰς τὴν Μάνην, ἀλλ’ ἐδιώχθησαν ἀπὸ τὸν Π. Μαυρομιχάλην διὰ νὰ ὑπάγουν ὀπίσω ὥστε νὰ μὴ μάθῃ τὴν φυγήν τῶν ὁ Πασᾶς τῆς Πελοποννήσου, ἀλλ’ οὗτοι οἱ ὅμηροι ὑπῆγον εἰς τὴν Ὕδραν καὶ ἐκεῖ ἄρχισαν νὰ διαδίδουν τὰ τῆς ἐπαναστάσεως εἰς τοὺς Ὑδραίους. Ταῦτα ὅλα εἶχον διαδοθῆ εἰς ὅλην τὴν Πελοπόννησον. Οὕτω πως τὰ πράγματα εἶχον μπερδέψει τὸν διορισμὸν τοῦ Καλκανδῆ. Ὁ δὲ καπετὰν πασᾶς εἶχε παύσει τὸν Π. Μαυρομιχάλην ἀπὸ τῆς εἰρημένης διοικήσεως, διότι ὁ διοικητικὸς μηχανισμὸς εἶχε κοπεῖ πλέον μεταξὺ τῶν Τούρκων καὶ τῶν Ἑλλήνων ἕνεκα τῆς ἐπαναστάσεως καὶ ὡς ἦσαν τὰ πράγματα οὕτως ἔμειναν.

Ὁ δὲ Πετρόμπεης μὲ τοὺς ἀδελφούς του, μὲ τὰ παιδιά του καὶ μὲ ὅλην τὴν γενεάν του, ἀφοῦ πλέον ἔλαβε μέρος εἰς τὴν ἐπανάστασιν, δὲν ἐσυλλογίσθη τίποτε, οὔτε τὴν ζωήν του, οὔτε τὸ ἀξίωμα τοῦ Μπάσμπογου. Ἔστειλε λοιπὸν παντοῦ κατ’ ἀρχὰς εἰς ὅλα τὰ φρούρια τῆς Μεσσηνίας συγγενεῖς του καὶ στρατιώτας, ὅσους ἐδύνατο, διὰ νὰ συστήσουν τὰς πολιορκίας τῶν φρουρίων. Ἀλλὰ πρὶν τούτων εἶχε στείλει τὸν υἱόν του Ἀναστάσιον εἰς τὸν Πασᾶν τῆς Τριπολιτσᾶς ὡς ἐνέχυρον διὰ νὰ καθησυχάσουν τὰ πράγματα, καὶ διὰ νὰ συνάψουν καὶ νέας σχέσεις, καὶ ν’ ἀποδείξῃ ὅτι εἶναι πιστὸς εἰς τὸ κραταιὸν Ντοβλέτι. Ἔλεγον δὲ τότε ὅτι τοῦτο ἔπραξε διὰ νὰ λάβῃ καιρὸν καὶ νὰ ἑτοιμάσῃ τὰ τῆς ἐπαναστάσεως· ἄλλως τε δὲ ἐὰν δὲν ἐγίγετο τίποτε νὰ γείνουν χρήσιμοι εἰς τὸν ἑαυτόν των, καὶ ἴσως ἔσωζον καὶ τοὺς ἁπλοῦς ῥαγιάδες, καὶ τοῦτο βέβαια θὰ τὸ ἐπετύγχανον, διότι θὰ ἐφαίνοντο πιστοὶ εἰς τὸν δυνάστην τοῦ τόπου, καὶ τὸ αὐτὸ πνεῦμα ὑπῆρχεν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους προκρίτους καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς ὅλης τῆς Πελοποννήσου. Μάλιστα τότε ὑπῆρχεν ἰδέα καὶ ἐπερίμενον νὰ μεταχειρισθῇ μερικοὺς ἐξ αὐτῶν ἡ Τουρκική ἐξουσία, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἐδόθη καιρὸς ἀπὸ τὸν λαὸν, ὅστις εἶχε λάβει μὲ τὰ σωστά του τὸν δρόμον τῆς ἐπαναστάσεως, καὶ κανεὶς πλέον δὲν ἐτόλμα νὰ εἴπῃ τὸ ὄνομά του.

Μετὰ δὲ τὴν παράδοσιν τῶν ὀλίγων Τούρκων ὁ Πετρόμπεης ἐκάθητο εἰς τὰς Καλάμας. Πολλαὶ δὲ πρεσβεῖαι ἐστάλησαν καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ ἔβγῃ ἔξω εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ μάλιστα τοῦ ἔστειλαν γραπτὸν καὶ τὸν τίτλον του ἀποκαλοῦντες αὐτὸν ἡγεμόνα τῆς Πελοποννήσου. Ὁ Νικόλαος Πετρόπουλος, ὁ Κανέλος Δεληγιάννης, ὁ Ρήγας Παλαμήδης, καὶ ἄλλοι ἀκόμα ὑπῆγον, καὶ ὁ στρατηγὸς Νικολάκης Πετιμεζᾶς, ὅστις κατὰ πρώτην φορὰν τοῦ ἔφερε καὶ χρήματα στελλόμενα ἀπὸ τοὺς Καλαβρυτινοὺς, διότι ἐγνώριζον ὅτι τὰ θέλει, ἐπειδὴ ὁλοένα ἔγραφεν ὅτι ἀπαιτοῦνται χρήματα. Οὕτως εἶχε διαδοθῇ ἐκ μέρους τῶν προκρίτων καὶ τῶν καπεταναίων, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν νεοσυστηθεῖσαν τότε Πελοποννησιακὴν Γερουσίαν, τῆς ὁποίας μέλος αὐτῆς καὶ πρόεδρος ἦτο. Ἐν τούτοις κἄποτε αἴφνης ἐφαίνοντο μερικὰ πράγματα ἀνάποδα ἀπὸ αὐτὸν γενόμενα, ὡς ἡ ἀποστολὴ εἰς Τριπολιτσᾶν τοῦ διδασκάλου τῶν Καλαμῶν Γερασίμου. Τὴν δὲ πρᾶξιν ταύτην ὅλοι κατηγόρησαν, ἀλλ’ αὐτὸς ἐδικαιολογεῖτο λέγων, ὅτι ἔπραξε τοῦτο διὰ τὰ ἐξαπατήσῃ τοὺς Τούρκους καὶ ἐβγάλῃ ἀπὸ τὴν Τριπολιτσᾶν τὸν υἱόν του δια ἀνταλλαγῆς τῶν αἰχμαλωτισθέντων Τούρκων τῶν Καλαμῶν, ἂν καὶ τοῦτο δὲν ἐγένετο μὲ τὴν θέλησιν ὅλων τῶν καπεταναίων Μανιατῶν καὶ Πελοποννησίων, ἀλλ’ ὅμως ἐπειδὴ εἶχον τὴν ἀνάγκην του, χάριν τῆς ὁμονοίας, ἀπεσιωπῶντο. Ἔλεγεν ὅμως καὶ τοῦτο τὸ δικαιολόγημα ὁ Μπέης, ὅτι ἡ ἀποστολὴ τοῦ Γερασίμου ἐγένετο, διότι ἐφοβεῖτο μήπως οἱ Τοῦρκοι μάθουν τὴν φυγὴν τῶν ὁμήρων ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ θανατώσουν τὸν υἱόν του Ἀναστάσιον. Τοιουτοτρόπως ἐδικαιολογοῦντο ἔξω τὰ πράγματα, καὶ πρὸς τούτοις διεδίδετο, ὅτι θ’ ἀνταλλάξῃ τοὺς προκρίτους καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκρατοῦντο εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν μὲ τὸν Ἀρναούτογλουν καὶ λοιποὺς Τούρκους αἰχμαλώτους.

Ὁ Πετρόμπεης μόλις εἰς τὸ ἓν ἕκτον τῶν Μανιατῶν εἰσηκούετο, διότι ὅλοι ἀποκλειστικῶς δὲν τὸν ἤκουον διὰ νὰ τοὺς κινῇ εἰς τὸν πόλεμον, διότι οἱ λοιποὶ καπεταναῖοι εἶχον καὶ αὐτοὶ ἀποκλειστικὴν τὴν δύναμίν των, εἰς τὴν περιφέρειάν του ἕκαστος, ἀλλ’ ὅμως ὅλοι τὸν αὐτὸν σκοπὸν εἶχον καὶ τὸ αὐτὸ αἴσθημα. Ὅλοι ὑπῆγον εἰς τὰς πολιορκίας τῶν φρουρίων καὶ ἐπολέμουν τὸν κοινὸν ἐχθρὸν, ἀλλ’ ἡ διαφορὰ ἦτον, ὅτι ἐκ τῶν στρατιωτῶν οἱ μὲν ἐλέγοντο τοῦ Μαυρομιχάλη, οἱ δὲ τῶν Καπετανάκιδων, καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς. Οὕτως ἡ Μάνη κατόπιν παρουσιάσθη μὲ ὅλους τοὺς Μανιάτας της εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς. Ἐκεῖ ἦλθε καὶ ὁ ἴδιος Π. Μαυρομιχάλης μετὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Δ. Ὑψηλάντου ἔχων περὶ αὐτὸν σχεδὸν 350 στρατιώτας· ὁ δὲ Πρίγκηψ ὁ διοικῶν τότε τὴν πολιορκίαν καὶ ὅλην τὴν Πελοπόννησον τὸν οἰκονομοῦσεν ἐξ ἰδίων του, πληρόνων τοὺς μισθοὺς τῶν στρατιωτῶν του μέχρι τῆς ἁλώσεως τῆς πόλεως. Εἰς δὲ τὰ Βέρβαινα, εἰς τὸ Βαλτέτσι καὶ ὅπου ἀλλοῦ εὑρέθησαν ὁ Κυριακούλης, ὁ Ἠλίας καὶ οἱ λοιποὶ καπεταναῖοι Μανιᾶται δὲν ἐπληρώθησαν, ἀλλὰ μόνον τοὺς ἔδιδον οἱ Πελοποννήσιοι τὰ πελεμεφόδια καὶ τὴν τροφήν των. Αὐτοὶ ὅμως εἶχον τὴν ὑψηλοφροσύνην τάχα, ὅτι δουλεύουν καὶ πολεμοῦν διὰ νὰ ἐλευθερώσουν τοὺς βλάχους, οὕτως ἔλεγον οἱ Μανιᾶται τοὺς ἄλλους Πελοποννησίους. Αὐτὸ δὲ τὸ ἀγέρωχον ἐξακολουθοῦν νὰ τὸ ἔχουν καὶ νὰ τὸ φρονοῦν, διότι ἦσαν ἐλεύθεροι ἐπάνω εἰς τὴν ξηρὰν πέτραν.

Οἱ Μανιᾶται ἐφοβοῦντο τὴν καβαλαρίαν καὶ τὸ μαχαῖρι, διὸ καὶ τοὺς ἐπεριγελοῦσαν οἱ λοιποὶ Ἕλληνες μιμούμενοι αὐτοὺς λέγοντας· «τῆς Φοραδίνας ὁ γυιός, κι’ ἀπὸ καμινιοῦ, γιαμά, τὴν σπάθην». Οἱ δὲ ἄλλοι Μανιᾶται τοῦ Δ. Μούρτσινου, οἱ Κουμουνδουράκιδες, Καπετανάκιδες, Μπουκουβαλέας, Τουράκιδες, Ξανθέας, καὶ οἱ ἄλλοι ὅσοι ἦσαν μὲ τὸ μέρος τοῦ Κολοκοτρώνη, καὶ αὐτοὶ ἐπληρόνοντο ἀπὸ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Καρύταινας τοὺς μισθοὺς τῶν στρατιωτῶν των, οἱ ὁποῖοι ἦσαν περὶ τοὺς 400. Οὗτοι ἐκράτουν τὸ κανονοστάσιον τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἕως τὸν Ἅγιον Νικόλαον, τὴν πλησιεστέραν θέσιν τῆς Τριπολιτσᾶς.

Πολλοὶ ἐκ τῶν Μανιατῶν ἐξεστράτευσαν καὶ ἐκτὸς τῆς Πελοποννήσου εἰς διαφόρους τόπους ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἕθνους, ἀλλὰ μὴ ἔχοντες τὰ μέσα καὶ τὴν ἀνάλογον δύναμιν ἐχάθηκαν, ὡς ὁ Ἠλίας Μαυρομιχάλης εἰς τὴν Κάρυστον, καὶ ὁ Κυριακούλης εἰς τὴν Σπλάντσαν μετὰ τῶν πλοίων τοῦ Γρηγορίου Καντσουλέρη καὶ Παναγ. Μπεζουνερὰ ἢ Μαυρομμάτη Μανιατῶν, καταβαλόντων τὰ περισσότερα ἔξοδα. Οὗτοι προθυμίαν μὲν πολλὴν ἔδειξαν, ἀλλ’ ὄφελος ὀλίγον, διότι δὲν τοὺς παρηκολούθησαν οἱ συμπατριῶταί των Μανιᾶται, καὶ ἔμειναν μὲ ὀλίγους, οἱ δὲ Ἕλληνες τῶν τόπων εἰς τοὺς ὁποίους ὑπῆγον καὶ ἐπολέμησαν δὲν τοὺς ἔδωκαν τὴν ἀπαιτουμένην βοήθειαν.

Δὲν δύναμαι δὲ νὰ μνημονεύσω τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν καπεταναίων Μανιατῶν, διότι δὲν εὑρίσκει τις ἄκρην. Παραδείγματος χάριν, ἡ οἰκογένεια τῶν Καπετανάκιδων καθὼς εἶναι τώρα, ὄχι δὲ καὶ τότε, εἶναι τόσον πολλοὶ μὲ τὸ ὄνομα τοῦτο ὥστε ἔχουν τὴν ἰδέαν, ὅτι ὅλοι εἶναι καπεταναῖοι καὶ θέλουν τὴν θέσιν των, ἀλλὰ δὲν εὑρίσκουν στρατιώτας, καὶ ὡς ἐκ τούτου τοὺς ἀφίνομεν ὅπως ἐμνημονεύθησαν εἰς τὰς διηγήσεις μας, καὶ καθόσον εἴμεθα παρόντες εἰς τοὺς πολέμους. Καὶ διὰ νὰ μὴν ὑποθέσουν ὅτι γράφομεν μεροληπτικῶς, λέγομεν τὰ ὀνόματα καθὼς ἦσαν εἰς τὴν ἐποχὴν τὴν πρώτην, διότι ἀπὸ αὐτοὺς ἐκινήθησαν τὰ Μανιάτικά των, καὶ αὐτοὶ ἂς ἔχουν τὴν ἀθάνατον δόξαν διὰ τὰ ὑπ’ αὐτῶν γενόμενα στρατιωτικὰ κατορθώματα.

Πρῶτοι λοιπὸν εἰσῆλθον κατὰ τὴν 22 Μαρτίου εἰς τὰς Καλάμας, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, οἱ Σταυριανὸς Καπετανάκης, Ιωάννης Ν. Καπετανάκης, Μιχαὴλ Ν. Καπετανάκης, Ἠλίας Π. Μαυρομιχάλης. Ταυτοχρόνως ἦλθεν ὁ Γαλάνης Κουμουνδουράκης, τὴν δὲ πρωΐαν τῆς 23 Μαρτίου, ἦλθον ὁ Κατσῆς Μαυρομιχάλης, ὁ Ἠλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, τῇ ἰδίᾳ δὲ ἡμέρᾳ ἦλθον ὁ Γεώργιος Καπετανάκης, ὁ Ἰωάννης Καπετανάκης, ὁ Παναγιώτης καὶ Διονύσιος Μούρτσινοι, ὁ Παναγιώτης Μπουκουβαλέας, ο Γεώργιος Ντουράκης, ὁ Παναγιώτης Ντουράκης, ὁ Παναγ. Βενετσανάκος καὶ ἄλλοι πολλοί. Αὐτοὶ ἦσαν μὲ τὸν Θ. Κολοκοτρώνην. Ἀκολούθως ἦλθον ὁ Πανάγος Κυβέλος, Νικόλαος Χρηστέας, Ηλίας Χρυσοσπάθης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Κυριακούλης Κουτράκος, Χριστόδουλος Καπετανάκης, Κωνσταντῖνος Πιεράκος, Δημήτριος Πουλικάκος, Θεόδωρος Μεσίκλης, Ιωάννης Γρηγοράκης, ὁ Σκλαβοῦνος ἀπὸ τὸν Πύργον τῆς Μάνης καὶ ὁ Πιέρος Βοϊδῆς. Ὁ στρατηγὸς οὗτος ἔχων ἴδιον σῶμα στρατιωτῶν, εὑρέθη εἰς πολλὰς ἄλλας μάχας ὡς εἰς τὴν Ἀργολίδα καὶ ἀλλοῦ, ὕστερον δὲ ἐπὶ τοῦ Ἰμβραὴμ εὑρεθεὶς καὶ εἰς τὴν ἔνδοξον μάχην τὴν γενομένην εἰς τὸ Μανιάκι, ἔπεσε μαχόμενος μετὰ τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Φλέσα. Κατὰ δὲ τὴν 25 Μαρτίου, ἀφοῦ ὁ Κολοκοτρώνης ἀνεχώρησεν εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς Πελοποννήσου διὰ νὰ διαδώσῃ τὴν ἐπανάστασιν, ὁ Σταυριανὸς Καπετανάκης, Ηλίας Μαυρομιχάλης, Κωνστ. Μαυρομιχάλης, καὶ Μιχαὴλ Καπετανάκης ἀνεχώρησαν εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν, οἱ δὲ λοιποὶ διὰ τὰ Μεσσηνιακὰ φρούρια. Οἱ δὲ γέροντες Π. Μαυρομιχάλης, Γεώργ. Καπετανάκης, Π. Μούρτσινος, Ν. Χρηστέας, Παναγ. Κυβέλος, Ἰωάννης Κατσῆς Μαυρομιχάλης, Κωνσταντίνος Κουτράκος καὶ Ἰωάννης Καπετανάκος ἔμειναν ἅπαντες οὗτοι εἰς τὰς Καλάμας πρὸς διατήρησιν τῆς ἡσυχίας, ὡς ἔλεγον.

Ἀπὸ δὲ τὰ μέρη τοῦ Γυθίου ἐξεστράτευσαν εἰς τὸν Μιστρᾶ ὁ Κυριακούλης, Ἀντώνιος Μαυρομιχάλης, Δ. Ν. Βενετσανάκος, Ἀντώνιος Νικολόπουλος, Ἀντωνόμπεης, Γρηγόριος Δ. Τσιγκουράκος, Παναγιώτης Μπεζουνερᾶς μετὰ τῶν ἀδελφῶν του, ὅστις ἀπὸ τὸ πλοῖόν του κανονοβολῶν εἰς τὸ Γύθιον καὶ εἰς Ξυλὸν τῆς Μονεμβασίας, ἔχων σύντροφον καὶ τὸν Φραγκιᾶν ἀπὸ τὴν Μύκωνον μὲ τὸ πλοῖόν του καὶ τοῦτον, ἔκαμον τοὺς Τούρκους ἀμφότεροι νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Μπαρδούνιαν, τὸν Μιστρᾶν καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ χωρία τῆς Μονεμβασίας, καὶ νὰ κλεισθοῦν εἰς τὰ φρούρια, διότι ἔλεγον ὅτι ἦλθεν Φραγκιὰ εἰς τὸ Γύθιον. Πέτρος Νικολακάκης μετὰ τῶν ἀδελφῶν του, Μιχαὴλ Δραγωνάκος μετὰ τῶν ἀδελφῶν του Γεωργίου καὶ Δημητρίου, ὅστις ἐπὶ Δράμαλη ἦτον ἀρχηγὸς μικροῦ σώματος κατὰ τὴν Ἀργολίδα. Δημήτριος Πετροπουλάκης μετὰ τοῦ πατρός του καὶ τοῦ ἀδελφοῦ του Πετροπούλου, Παναγιώτης Κοσονάκος, Πασχάλης Γρηγοράκης, Μαγκιόρος, ἢ Πιέρος Γρηγοράκης, ἀρχηγὸς ὢν μεγαλειτέρου στρατιωτικοῦ σώματος τῶν ἄλλων, Ξανθὸς Μουντζοράκος, Παναγιώτης Ἀντωνάκος, Παναγιώτης Στερόγιαννης, Πέτρος Τσιλιβῆς, ἢ Τσιλιβιπέτρος, Ἰωάννης Κροκίδης, Νικόλαος Καρακίτσος, Ἀναστάσιος Γιαννουτσάκος, Γεώργιος Καλκανδῆς, Οἰκονόμος τοῦ Βεχοῦ ἢ Γεροξηντάρας. Οὗτοι δὲ ὅλοι μετὰ τῶν Σπετσιωτῶν ἐπολιόρκησαν τὴν Μονεμβασίαν, καὶ ὕστερα μετὰ τὴν παράδοσιν αὐτῆς μετέβησαν εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, ἐκτὸς τοῦ Τσανετάκη καὶ Δ. Τσιγκουράκου μεινάντων φρουράρχων τῆς Μονεμβασίας κατὰ διαταγὴν τοῦ Κατακουζηνοῦ ἐπιτρόπου τοῦ Πρίγκηπος Δ. Ὑψηλάντου. Ἀλλ’ ὁ Τσανετάκος ἀπατήσας τὸν Τσιγκουρακον ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ τὸν φιλεύσῃ, καὶ οὕτω τὸν ἀφῆκεν ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἀκρόπολιν καὶ ἠρνήθη ἔπειτα πρὸς τὸν Τσιγκουρά κον τὴν ἄνοδον, καὶ διὰ τὴν ἀπάτην ταύτην θυμωθεὶς οὗτος ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Μονεμβασίαν.

Πάντες δὲ οὗτοι οἱ ἀνωτέρω ἀκολούθως παρευρέθῆσαν καὶ εἰς διαφόρους ἄλλας μάχας ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Πελοποννήσου, ὁ δὲ Παναγ. Σταρογιάννης καὶ Π. Μπεζουναρᾶς μετὰ τῶν ἀδελφῶν του καὶ τῶν πλοίων του καὶ εἰς τὴν Κρήτην ἐπολέμησαν. Ἐνῷ δὲ, ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν, οἱ μνημονευθέντες καπεταναῖοι ἑτοιμάζοντο νὰ ἐκστρατεύσωσιν ἐκ τοῦ Γυθίου εἰς τὸν Μιστρᾶ, ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ, κατὰ θείαν οἰκονομίαν, ἔφθασαν εἰς Γύθιον δύω πλοῖα Τουρκικὰ καὶ ἀγκυροβόλησαν εἰς τὸν λιμένα ἔχοντα ὑψωμένας τὰς σημαίας των. Ἐπάνω δὲ εἰς τὸν πύργον τοῦ Μαγγιόρου ἦτον ὑψωμένη κυματίζουσα ἡ σημαία τῆς ἐπαναστάσεως. Φρόνιμοί τινες ἰδόντες τὰ Τουρκικὰ πλοῖα κατεβίβασαν τὴν σημαίαν τῆς ἐπαναστάσεως, καὶ ὕψωσαν τὴν Ὀθωμανικὴν εἰς τὸν Πύργον. Κατόπιν τούτων οἱ κάτοικοι τοῦ Γυθίου ἔτρεξαν μὲ τὰ ὅπλα των κρυμμένα, ἐμβῆκαν εἰς τὰς λέμβους καὶ ἀνέβησαν εἰς τὰ πλοῖα, καὶ ἄλλοι μὲν ἐξ αὐτῶν ἔμειναν εἰς τὸ κατάστρωμα τῶν πλοίων, ἄλλοι δὲ ἀνέβησαν ἐπάνω εἰς τὰ κατάρτιά των καὶ ἄρχισαν νὰ μαζεύουν τὰ πανιά των. Τοῦτο ἰδόντες οἱ Τοῦρκοι εὐχαριστήθησαν, νομίζοντες ὅτι εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι καὶ ὑπῆγον νὰ τοὺς βοηθήσουν. Ἀλλ’ ἀφοῦ ἐδίπλωσαν τὰ πανιὰ, καταβάντες συνέλαβον μετὰ τῶν ἐπὶ τοῦ καταστρώματος τοὺς Τούρκους, τοὺς ἔβγαλαν ἔξω εἰς τὴν ξηρὰν καὶ τοὺς ἐφυλάκισαν. Μεταξὺ τῶν Τούρκων εὑρέθη καὶ εἷς Χριστιανὸς ὀνομαζόμενος Δημήτριος Σαββάκης, ὅστις καὶ ζῇ εἰσέτι εἰς Γύθιον. Ἐντὸς τῶν πλοίων εὑρέθησαν 13,000 κοιλὰ κριθῆς, ἀρκετὴ πυρῖτις, σφαῖραι κανονίων, μόλυβδος, ῥύζι, κρομύδια, βούτυρον, δέρματα βοδίων καὶ ἄλλα διάφορα ἐφόδια, στελλόμενα εἰς τὰ κατὰ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ στρατεύματα. Ἅπαντα ταῦτα τὰ ἐφόδια, ὡς καὶ τὰ πλοῖα, κυριευθέντα, ἐχρησίμευσαν ὕστερα εἰς τὰς πολιορκίας τῆς Μονεμβασίας τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τῆς Κορώνης. Ἐκ τῶν δύω πλοίων ἐξοπλισθέντων δ’ ἐξόδων τῶν κατοίκων Γυθίου, ἐξ ὧν καὶ πολλοὶ ὑπῆγον ὡς ναῦται, διότι οἱ πλεῖστοι ἦσαν ναυτικοὶ, τὸ μὲν ἓν ἐδόθη πρὸς τὸν ἐν Τσίμοβᾳ Ἰωάννην Πετρουνᾶν διὰ τὴν πολιορκίαν τῆς Κορώνης· τὸ δὲ ἄλλο πρὸς τὸν Δημήτριον Νικολοπουλάκον διὰ τὴν πολιορκίαν τῆς Μονεμβασίας.


Δ. ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ

Ἡ οἰκογένεια τῶν Ὑψηλαντῶν πολὺ ὠφέλησε τὴν Ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν, καὶ μάλιστα ἡ ἔλευσις τοῦ πρίγκηπος Δ. Ὑψηλάντου, ὅστις ἰδίως ὠφέλησε τὴν Πελοπόννησον πολυειδῶς. Ἡ φήμη τοῦ ἐξόχου ὀνόματος μετέβαλε τὰ πνεύματα, καὶ ἐμόρφωσε τὸ διοικητικὸν μέρος, τὸ τουρκοσυνειθισμένον.

Ἡ Φιλικὴ Ἑταιρία εἶχε διαδώσει τόσα καλὰ ὑπὲρ τῶν Ὑψηλαντῶν, καὶ ἐλέγετο, ὅτι ὁ Δ. Ὑψηλάντης θὰ φέρῃ διὰ τὸν ἀγῶνα βοηθήματα, καὶ ἄλλα πράγματα. Τὸ ὄνομά των εὑρίσκετο εἰς ὅλων τῶν Ἑλλήνων τὸ πνεῦμα, καὶ ἔφθασε τόσον, ὥστε συχνὰ νὰ μνημονεύεται, καὶ οὕτως ἔγεινε σεβαστὸν καὶ ἐπιθυμητὸν καὶ εἰς τοὺς ἁπλουστέρους Ἕλληνας, οἱ ὁποῖοι ἐπερίμενον τὸν Δ. Ὑψηλάντην, διότι τοὺς ἐφαίνετο, ὅτι θὰ ᾖναι ἐκεῖνος ὅστις θὰ φέρῃ θεραπείαν εἰς τὰ δεινά των.

Οἱ ἄρχοντες ἐπιθυμοῦσαν νὰ ὑπάρχῃ τι ἀνώτερον, ἀλλὰ τοῦτο νὰ ᾖναι στρογγυλὸν διὰ νὰ τὸ κάμῃ ὁ καθ’ ἕνας ὅπως θέλῃ. Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ λαοῦ καὶ ἡ συγκέντρωσίς του πρὸς αὐτὸν ἔφερε τὴν μεγαλειτέραν ὠφέλειαν, διότι τὸ ὄνομά του ἰσοστάθμησε τὸν φθόνον καὶ τὴν ζηλοτυπίαν τὴν μεταξὺ τῶν κοτσαμπάσιδων καὶ τῶν κλεφτοκαπεταναίων, καὶ τοιουτοτρόπως τὰ πράγματα ἐβαστάχθησαν, ἐπειδὴ κανεὶς δὲν ἐδύνατο νὰ προΐδῃ τί κακὸν θὰ ἐγίνετο εἰς τὴν ἐπανάστασιν ἐὰν ὁ πρίγκηψ δὲν ἤρχετο, καὶ ἐὰν ἔλειπε τὸ ἰσοστάθμημα αὐτό, καὶ ἐπειδὴ ἀκόμα δὲν εἴχομεν πάρει κανὲν φρούριον ἐκ τῶν πολιορκουμένων, βέβαια θὰ ὑπεφέρομεν.

Τὸ δὲ παράδειγμά του, τὸν ἐνάρετον βίον του, τὴν καταφρόνησιν καὶ τὴν ἀδιαφορίαν του τὴν ὁποίαν ἔδειξεν εἰς τὰ ὑλικὰ πράγματα, τὸν γενναῖον τρόπον του καὶ τὸν ἀπεριόριστον πατριωτισμόν του, ὅλα ταῦτα ὁ λαὸς τὰ ἐγνώρισεν. Αἱ ἀρεταὶ δὲ αὗται τοὺς πάντας ἐθάμβωσαν. Ὁ Ὑψηλάντης ἐμπόδιζε τὰς καταχρήσεις, καὶ πολλοὶ ὠφελήθησαν ἀπὸ τὸ παράδειγμά του, διότι ἐντρεπόμενοι καὶ αὐτοὶ, ἔγειναν καλοί. Ὅσα δὲ καὶ ἂν θέλῃ ὁ φθόνος νὰ σκεπάσῃ ἀπὸ τὰ σπάνια προτερήματα τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ἐπειδὴ εἶναι πολλὰ, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ φέρῃ τοιοῦτον σκέπασμα λησμονησιᾶς. Οὐδεὶς ἄλλος τότε ἔπραξεν ἔργον τοιοῦτον, νὰ ἑλκύσῃ δηλαδὴ εἰς τὸν ἑαυτόν του τὴν ἀγάπην τοῦ λαοῦ. Οἱ δὲ καπεταναῖοι τῶν ὅπλων, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ λαὸς εἶχε τὰς ἐλπίδας του ὡς πρὸς τὸν πόλεμον, αὐτοὶ εὗρον τὸν Ὑψηλάντην εἰλικρινέστερον καὶ ἀθωότερον, καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἐδέχθησαν ὡς ἀνώτερόν των, ἔδοσαν πρὸς αὐτὸν τὴν διοίκησιν τῶν πραγμάτων, καὶ αὐτοὶ, ὡς καὶ ὁ λαός, ἐξετέλουν τὰς διαταγάς του. Τὸ δὲ σύστημα τῶν ἀρχόντων δὲν ἐτόλμα πλέον φανερὰ νὰ ἐνεργῇ ἐναντίον του, καὶ τοιουτοτρόπως τὰ πράγματα τοῦ Ἔθνους ἐπροώδευσαν, αἱ πολιορκίαι ἐτακτοποιήθησαν, καὶ κατόπιν ἄρχισαν νὰ παραδίδωνται πρὸς αὐτὸν τὰ φρούρια διὰ τῶν ἐπιτρόπων του. Οἱ Ἕλληνες τότε ἐννόησαν, καὶ ἔλαβον ἰδέας ἄλλας διὰ τὰ πράγματα· ἡ δὲ ἐποχὴ ἦτο φοβισμένη, καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἄνθρωποι ἔχοντες τὰς ἐλπίδας των εἰς τὸν Θεόν, ἐπερίμενον νὰ φανῇ τι ἔξοχον τῶν ἄλλων τότε ὑπαρχόντων προσώπων, καὶ τοῦτο πρὸς διάκρισιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ὁ ὑψηλάντης ἔτρεχεν ἐπάνω, κάτω, καὶ παρεκίνει τοὺς πάντας εἰς τοὺς κινδύνους, καὶ ἐπήγαινεν αὐτοπροσώπως εἰς τοὺς πολέμους, καὶ διὰ τοῦτο οἱ στρατιωτικοὶ τὸν ἐγνώρισαν καὶ τὸν ἐσέβοντο, διότι ἦτο γενναῖος καὶ ἀνδρεῖος εἰς τὰς μάχας, ἐπολέμησε δὲ καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησον καὶ εἰς τὴν Ῥούμελην. Ἤθελε δὲ παντοῦ νὰ εὑρίσκεται, εἶχε δὲ προθυμίαν ἀκούραστον καὶ ὄρεξιν παντοτεινὴν, ἐπιθυμῶν νὰ ἴδῃ τὴν ποθητήν του πατρίδα ἐλευθέραν. Ὅπου δὲ ἦτον ὁ κίνδυνος ἐπολέμει καβαλάρης, διότι ἐγνώριζε καλῶς νὰ ἱππεύῃ καὶ νὰ πολεμῇ, καὶ κανεὶς ἐκ τῶν Ἑλλήνων τότε δὲν ἐδύνατο νὰ ἱππεύῃ καθὼς αὐτός.

Ὁ Ὑψηλάντης ἀπέκτησε φίλους πιστοὺς εἰς τὴν Ἑλλάδα στρατιωτικοὺς ἀναγνωρισμένους τὸν Θεόδ. Κολοκοτρώνην, τὸν Νικήταν Σταματελόπουλον καὶ τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου. Τούτους ἐμπιστεύετο, καὶ μάλιστα ἐν καιρῷ πολέμου, ὅστις ἐξ αὐτῶν εὑρίσκετο μαζύ του, ἦτον ὅλος χαρὰ καὶ θάρρος διότι εἶχε τὴν νίκην βεβαίαν. Ὁ Γρηγόριος Φλέσας εἶχε σέβας ὑποχρεωτικὸν πρὸς τὸν Ὑψηλάντην, οἱ δὲ δεύτεροι καπεταναῖοι τῆς Πελοποννήσου τὸν ἐσέβοντο εἰλικρινῶς καὶ αὐτοθελήτως ὑπετάσσοντο εἰς αὐτόν.

Πολλοὺς ἔφερεν ὅταν ἦλθεν εἰς τὴν Πελοπόννησον ὁ Ὑψηλάντης ἐκ τῶν ὁποίων ἐπισημότεροι εἶναι οἱ ἀκόλουθοι· ὁ διδάσκαλος Βάμβας, τὸν ὁποῖον εἶχε ὡς σύμβουλόν του, ὁ Ἀλέξανδρος Κατακουζηνός, ὁ Γεώργιος Τυπάλδος Κοζάκης, ὁ Π. Ἀναγνωστόπουλος, ὁ Καντιώτης, ὁ Γεώργιος Π. Ἀντωνόπουλος, ὡς ταμίας του, ὁ Νικόλαος Σκοῦφος, ὁ Πάϊκος, καὶ ὁ ὑπασπιστής του Σάλας, ὁ Θεμέλης, ὁ Γεώργιος Βοϊνέσκος, ὅστις ἐπὶ τῆς βασιλείας ὑπηρέτησεν ὡς μοίραρχος. Ἐκ τούτων τὸν μὲν Ἀ. Κατακουζηνὸν ἔστειλεν ὡς ἀντιπρόσωπόν του νὰ παραλάβῃ τὸ φρούριον τῆς Μονεμβασίας, τὸν δὲ Γεώργ. Τυπάλδον Κοζάκην εἰς τὸ Νεόκαστρον, καὶ τὸν Διάκον Λιβέριον εἰς τὰς Ἀθήνας. Ἔστειλε δὲ τοὺς ἀντιπροσώπους του τούτους διὰ νὰ παραλάβουν τὰ φρούρια, διότι καὶ ὁ τόπος τὸν ἐζήτει καὶ οἱ Τοῦρκοι εἶχον ἐμπιστοσύνην πρὸς τὸν Πρίγκηπα.


ΤΣΟΥΡΤΣ

Ὁ Ῥιχάρδος Τσοὺρτς κατήγετο ἀπὸ τὴν Σκωτίαν· ἦτο φιλέλλην ἐνθουσιώδης, καὶ πρὶν ἡ Ἑλλὰς ἐπαναστατήσῃ εἶχε τὴν ἐπιθυμίαν νὰ ἴδῃ αὐτὴν ἐλευθέραν. Ὑπῆρξεν ὁ διδάσκαλος καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὴν ἐποχὴν, καθ’ ἣν ἡ Ἀγγλία ἐδέχθη τὴν προστασίαν τῆς Ἑπτανήσου. Ἡ Ἀγγλικὴ Κυβέρνησις εἶχε σχηματίσει τάγματα ἀπὸ Ἕλληνας διὰ τὴν στρατιωτικήν της ὑπηρεσίαν, ἡ δὲ ἐπικουρία αὕτη ἐγυμνάσθη τὴν ὁπλασκίαν, καὶ μετὰ τὴν διάλυσίν της ἔπειτα κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν ἐχρησίμευσαν εἰς τὴν ἰδίαν των πατρίδα. Ὁ Τσοὺρτς ἂν καὶ ἐπεθύμει πρὸ πολλοῦ, ὡς εἴπομεν, νὰ φανῇ χρήσιμος εἰς τὴν Ἑλληνικὴν φυλὴν, μόλις ἐδυνήθη νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Ἑλλάδα κατὰ τὸν Φεβρουάριον τοῦ ἔτους 1827, εἶχεν ὅμως ἀλληλογραφίαν μετὰ τῶν φίλων του καὶ τῶν μαθητῶν του Ἑλλήνων.

Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος εὑρέθη τότε εἰς συνέλευσιν εἰς τὴν Ἑρμιόνην ὅπου ἦλθε ὁ Τσοὺρτς, καὶ ἐκτιμῆσαν τὸν εἰλικρινῆ φιλελληνισμόν του, διώρισεν αὐτὸν ἀρχιστράτηγον τῶν Ἑλληνικῶν ὅπλων. Ὁ δὲ διορισμὸς αὐτὸς ἔβαλε τὸν ἄνδρα εἰς θέσιν ἐνεργείας πολεμικῆς, ὅστις δὲν ἐφείσθη οὔτε ζωὴν, οὔτε ἄλλην θυσίαν, καὶ πρῶτον πάντων ἄφησε τὴν πατρίδα του, καὶ ἀπεφάσισε νὰ ταφῇ εἰς τὰ Ἑλληνικὰ χώματα. Ἐσύναξε στρατιώτας Ἕλληνας ὅσους ἐδυνήθη δι’ ἰδίων ἐξόδων, καὶ ὑπῆγε πρὸς ὑπεράσπισιν τῆς κινδυνευούσης φρουρᾶς τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία ἐπολιορκεῖτο ἀπὸ τὸν στρατάρχην τοῦ Σουλτάνου Κιουταχῆν, ἔλαβε τὴν διοίκησιν ὡς ἀρχιστράτηγος εἰς τὰ εὑρεθέντα ἐκεῖ Ἑλληνικὰ στρατεύματα, Στερεοελλαδιτικὰ, Πελοποννησιακὰ, καὶ τὰ λοιπὰ ἐξ ὅλων τῶν Ἑλληνικῶν χωρῶν, διότι Ἕλληνες ἐν γένει ἔτρεξαν νὰ σώσουν τὴν ἱερὰν γῆν τῶν Ἀθηνῶν. Εἰς ταύτην δὲ τὴν πολιορκίαν εὑρέθησαν καὶ πολλοὶ φιλέλληνες εἰς τὸ Ἑλληνικὸν τακτικὸν ἐντὸς τοῦ φρουρίου καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, οἵτινες ἔδειξαν μεγάλην γενναιότητα εἰς τὰς μάχας. Ὅλα δὲ τὰ ἐκεῖ εὑρισκόμενα στρατεύματα ἦσαν ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν τοῦ Γεωργ. Καραϊσκάκη, ὅστις ἦτο γενικὸς ἀρχηγὸς κατὰ τὴν Ἀνατολικὴν Ἑλλάδα κατὰ διαταγὴν τῆς τότε διοικήσεως ὡς καὶ τῶν λοιπῶν ἀρχηγῶν ἑκάστου τμήματος, πόλεως, χωρίου, ἢ νήσου, διότι ἕκαστον τούτων εἶχεν ἴδιον ἀρχηγόν, οἵτινες πρὸς διάκρισιν ἐλέγοντο οὕτως· ὁ Κρητικὸς ἀρχηγός, ὁ Σμυρναῖος, ὁ Πελοποννήσιος κλπ. Ὅλα δὲ ταῦτα τὰ στρατιωτικὰ σώματα εἶχον ἀποκάμει ἀπὸ τοὺς πρότερον πολέμους κατὰ τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα. Ἀρχηγοῦντος τοῦ Καραϊσκάκη, ὅλα τὰ στρατεύματα τὰ Ἑλληνικὰ ἀντεπολιόρκουν τὸν πολιορκητὴν τῶν Ἀθηνῶν Κιουταχῆν, ἡ δὲ φρουρὰ τῆς Ἀκροπόλεως ἀντέστη εἰς ὅλας τὰς προσβολὰς τῶν Τούρκων, καὶ οἱ Τοῦρκοι πάλιν εἰς τὰς προσβολὰς τῶν ἔξωθεν Ἑλλήνων. Τὸ δὲ δυστύχημα τῶν Ἑλλήνων ὑπῆρξεν ὁ θάνατος τοῦ γενικοῦ ἀρχηγοῦ Καραϊσκάκη, ὁ ὁποῖος συνέβη εἴς τινα συμπλοκὴν μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Τούρκων. Μετὰ δὲ τοῦτο ὁ ἀρχιστράτηγος Τσοὺρτς ἀνέλαβε μόνος του τὴν φροντίδα, καὶ μετεχειρίσθη σχέδιον πρὸς λύσιν τῆς πολιορκίας τῆς Ἀκροπόλεως. Μάχης δὲ γενομένης ἐχάθησαν οἱ σημαντικώτεροι Ἕλληνες, καὶ τὰ δεδοκιμασμένα παληκάρια, ἐπιάσθησαν ζωντανοὶ ὁ Γεώργιος Δράκος καὶ ὁ Δημήτριος Καλέργης, καὶ ὁ μὲν Δράκος ἐθανατώθη, ὁ δὲ Καλέργης ἐξηγοράσθη διὰ χρημάτων.

Τοιουτοτρόπως δὲ ἀπέτυχε τὸ σχέδιον αὐτὸ, τὸ ὁποῖον πρὸ ἡμερῶν ζῶντος τοῦ Καραϊσκάκη, ἐβασανίζετο, ὅστις δὲν τὸ ἤθελεν ἀλλ’ ἤθελεν ἄλλως πως νὰ γείνῃ ἡ μάχη, καὶ ἀπὸ τὸν ἐλαιῶνα, ἐκεῖθεν νὰ γείνῃ ἡ προσβολὴ πρὸς διάλυσιν τῶν Τούρκων διὰ νέου περισπασμοῦ, καὶ διὰ νὰ μοιρασθῇ ἡ δύναμίς των. Ἀλλ’ ὁ στόλαρχος Κόχραν ἐπέμενε καὶ οὕτω ὑπεχρεώθη καὶ ὁ ἀρχιστράτηγος. Ἡ δὲ ἀποτυχία αὕτη ἔφερε καὶ τὴν ἀπελπισίαν τῆς φρουρᾶς, ἥτις εἰδοποιήθη ἂν θέλῃ νὰ ἐξέλθῃ διὰ συνθήκης, καὶ ἔστερξε διότι δὲν εἶχε τὴν ἀναγκαίαν τροφὴν, οὐδὲ πολεμοφόδια.

Οἱ δὲ διοικοῦντες τότε τὰ πράγματα κατὰ ξηρὰν καὶ κατὰ θάλασσαν ἦσαν ξένοι φιλέλληνες, καὶ δὲν ἐγνώριζον τὸν τρόπον τοῦ πολεμεῖν τῶν ἀτάκτων στρατιωτῶν, καὶ οὕτως ἐγεννήθη ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ δειλία εἰς τοὺς Ἕλληνας, καὶ δὲν ἐδυνήθησαν πλέον νὰ δώσουν νέαν ἐμψύχωσιν εἰς αὐτοὺς, δὲν εἶχον δὲ καὶ τὰ μέσα διὰ νὰ πληρώνουν μισθοὺς τοὺς ὁποίους αὐτοὶ τοὺς ἔμαθον νὰ ζητοῦν.

Οὕτως ἔπεσε τὸ φρούριον τῶν Ἀθηνῶν, τὸ ὁποῖον πάλιν ὕψωσε τὴν Ὀθωμανικὴν σημαίαν, διελύθησαν τὰ Ἑλληνικὰ στρατεύματα, τὰ ὁποῖα ἦλθον εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ κατέλαβον τὰ δύω φρούρια τῆς Κορίνθου καὶ τοῦ Ναυπλίου, καὶ ἐδόθησαν εἰς πολλὰς καταχρήσεις.

Ὁ δὲ ἀρχιστράτηγος Τσοὺρτς ἔμπλεξε τότε εἰς τὸν βρασμὸν αὐτόν, καὶ ἀπὸ ὅλους ἐκαλεῖτο· οἱ κάτοικοι τοῦ Ναυπλίου τὸν ἤθελον, ὁ Κολοκοτρώνης ἐπίσης, ἡ δὲ ἀντικυβερνητικὴ ἐπιτροπὴ τὸν διέταξε καὶ αὐτὴ νὰ ὑπάγῃ εἰς Ναύπλιον νὰ ἐμποδίσῃ τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ἐπανάληψιν τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, καὶ νὰ ἐλαφρώσῃ τὰς βασάνους τῶν κατοίκων ἀπὸ τὰς καταχρήσεις τῆς φρουρᾶς, καὶ τοῦ φρουράρχου Θ. Γρίβα, ὅστις τότε κατεῖχε τὸ Παλαμήδιον.

Ἡ Συνέλευσις τῆς Τροιζῆνος, προβλέπουσα ταῦτα τὰ δυστυχήματα, εἶχε ἀναθέσει τὰ δύω φρούρια τῆς Κορίνθου καὶ τῆς Ναυπλίας εἰς τὸν στόλαρχον Κόχραν καὶ τὸν ἀρχιστράτηγον Τσοὺρτς διὰ ν’ ἀπαλλάξουν τὸν κόσμον ἀπὸ τὰς βασάνους, διότι οἱ ἄνδρες οὗτοι εἶχον τότε μεγάλην ἠθικὴν ὑπόληψιν, ὡς μὴ ἀναμιχθέντες εἰς τὰ πάθη τὰ μεταξὺ Ῥουμελιωτῶν καὶ Πελοποννησίων. Ὁ ἀρχιστράτηγος τότε κατέβαλε πολλοὺς κόπους ὅπως παύσῃ τὸν ἐμφύλιον πόλεμον, καὶ ὅπως ἐλαφρώσῃ τοὺς κατοίκους ἀπὸ πολλὰ δυστυχήματα, καὶ μόλις κατώρθωσε νὰ λείψουν ἂν ὄχι ἐντελῶς, διότι καὶ αὐτὴ ἡ ἀντικυβερνητικὴ ἐπιτροπὴ, ἄλλοθεν παρακινουμένη ἠρέθιζε τὰς ἐμφυλίους ταραχὰς, ἔγεινε καὶ αὐτὴ φατρία, καὶ ὄχι Κυβέρνησις, καὶ ἐπεθύμει ν’ ἀποτύχῃ ὁ ἀρχιστράτηγος, διότι ἦτο φίλος τοῦ Κολοκοτρώνη. Πολλοὺς μῆνας ἐνησχολήθη, ἀλλ’ ὅλαι του αἱ προσπάθειαι ἐματαιώθησαν. Τέλος πάντων ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον καὶ ὑπῆγε κατὰ τὴν Κόρινθον, καὶ ἐκεῖθεν διῴκει τὴν Στερεὰν καὶ τὴν Πελοπόννησον μέχρι τοῦ Νοεμβρίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, καὶ ἔπειτα μετέβη εἰς τὸ Διακοπτὸν τῆς Βοστίτσας, καὶ ἐκεῖθεν ἐπέρασεν εἰς τὸ Ἀνατολικὸν τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυβερνήτου, καὶ τότε εὑρίσκετο εἰς ἐνέργειαν. Ἀλλ’ ἡ πολιτικὴ τῶν Εὐρωπαίων καὶ ἰδίως τῶν Ἄγγλων ἀντενέργει εἰς τὴν ἀνάκτησιν τοῦ Μεσολογγίου καὶ τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος, καὶ διὰ τοῦτο ἐλοξοδρόμησε καὶ ἐφθόνησε τὸν Αὐγουστῖνον Καποδίστριαν, Γεωργάκην Βαρνακιώτην, Ἀνδρέαν Μιαούλην καὶ Ἰ. Παπαρηγόπουλον, ὡς συντελέσαντες εἰς τὴν ἀνάκτησιν καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος, καὶ θέλων νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν πολιτικὴν τῆς πατρίδος του, παρῃτήθη τῆς ἀρχιστρατηγίας καὶ προσεκολλήθη εἰς τὴν κατὰ τοῦ Κυβερνήτου ἀντιπολίτευσιν, τῆς ὁποίας ἀρχηγὸς ἦτον ὁ Ἀλ. Μαυροκορδάτος.

Μετὰ δὲ τὴν παῦσιν τοῦ Ἑλληνικοῦ πολέμου, μένει ἐνταῦθα ὡς πολίτης Ἕλλην, ἀντιστράτηγος καὶ γερουσιαστής, χαίρων τὰς ἐθνικὰς τιμὰς, καὶ ἀπὸ ὅλους ἀγαπώμενος ὡς οὐδεὶς ἄλλος. Ἡ δὲ ἀγαθότης καὶ ὁ πόθος του διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος φαίνονται εἰς τὴν ἀλληλογραφίαν του μετὰ τῆς ἀντικυβερνητικῆς ἐπιτροπῆς, καὶ τῶν Γενικῶν ἀρχηγῶν Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, καὶ λοιπῶν ἀρχηγῶν.