Αφιέρωσις: Τη Αυτού Μεγαλειοτήτι τω βασιλεί των Ελλήνων Γεωργίω Α'

Από Βικιθήκη
Ἡ δάφνη καὶ τὸ ἀηδόνι
Συγγραφέας:
Αφιέρωσις: Τη Αυτού Μεγαλειοτήτι τω βασιλεί των Ελλήνων Γεωργίω Α'


Ἤθελα νἆμαι πέλαγο, τὰ κύματά του νἄχω
καὶ νἄρθω στὰ ποδάρια Σου, στοῦ Θρόνου Σου τὸ βράχο,
τὸ δροσερό τους τὸν ἀφρό, τὴν ἄγρια τὴ βοή τους,
τ' ἀνδρειωμένα σπλάχνα τους, τὴ φοβερὴ ψυχή τους,
τὴ γαλανή τους τὴ θωριά, τὴν παντοδυναμία
νὰ Σοῦ τὰ δώσω σήμερα νὰ γένῃς τρικυμία.
Τὤθελα, ναὶ, γιὰ νὰ Σὲ ἰδῶ ἐδῶθε ν' ἀρμενίσῃς
κι' ἀνεμοστρόβιλος, στοιχειό, νὰ τρέξῃς νὰ ξυπνήσῃς
αὐτὸν τὸν ἔρμον τὸν γιαλὸ ὁποὺ κοιμᾶτ' ἐμπρός Σου
σὰν νὰ μὴν ἔβλεπε ὁ τυφλὸς τὸ φῶς στὸ μέτωπό Σου.
Ἤθελα, ναί, τὴ νειότη Σου, νὰ τὴνε κάμω ἀντάρα
μὲ τῆς ἀβύσσου τὰ νερὰ νὰ πνίξω τὴν κατάρα
ποὺ ἐνέκρωσε τὴν Ἤπειρο, κι' ἀπὸ καταποτήρα
τὴν ἔκαμε νεκροσυρμή, βουβή, σκιασμένη, στεῖρα!

Ρίξε τὸ μάτι Σου νὰ ἰδῇς! Τοῦ Πίνδου τὰ γεράκια,
φοροῦνε μαῦρα τὰ φτερὰ σὰν νἄτανε κοράκια.
Ὁ πρῖνος ὁ περήφανος δὲ γέρνει τὰ κλωνάρια
γιὰ νὰ δεχτῇ στὸν ἴσκιο του σουλιώτικα λιοντάρια.
Στοῦ Κατζαντώνη τὴ σπηλιὰ τὴ νύχτα σαλαγᾶνε
τὰ πρόβατά τους πιστικοί, καὶ λύκοι ποὺ πεινᾶνε
ρυάζονται καὶ μονιάζουνε στοῦ Ζήδρου τὸ λημέρι.
Τοῦ Μπουκουβάλα τὰ παιδιά, στρωμένα μὲς τὴ φτέρη
γνέθουνε τ' ἀρνοπόκια τους καὶ χάσκοντας κυττάζουν
χορτᾶτα τὰ κοπάδια τους, βουβά, ν' ἀναχαράζουν!

Ὤ! νὰ μποροῦσα ἐκεῖ ψηλὰ νὰ Σ' ἔβλεπα μιὰ μέρα
τὸ φλάμπουρό μας νὰ κρατῇς ὁλόρτο στὸν αἰθέρα,
νἄχῃς στεφάνι σύγνεφα, τὸ Θρόνο Σου στὸ χιόνι
κ' ἕνανε κάτασπρον ἀητὸ ποὺ νὰ Σὲ καμαρώνῃ!
Ὤ! νἄμουνα νὰ Σ' ἔβλεπα ἐκεῖθε νὰ γυρίζῃς
τὸ γαλανὸ τὸ μάτι σου μ' ἐμᾶς νὰ χαιρετίσῃς
τὴ μάνα, τὸν πατέρα Σου, τὴ γῆ τὴ μητρική Σου
ποὺ ἀποζητάει τὴ νειότη Σου, τὸ χέρι, τὸ σπαθί Σου!

Τοῦ γέρου μας τοῦ Ὄλυμπου τἀκλόνητο κεφάλι
θὰ στήσωμε Ἅγια Τράπεζα, θεόρατη, μεγάλη,
καὶ μὲ τὸ δάκρυ τῆς χαρᾶς καὶ Σὺ κ' ἐμεῖς βρεμμένοι
ἐκεῖ νὰ μνημονέψωμε γονατιστοί, γυρμένοι
χίλιων χρονῶνε κόκκαλα, χίλιων χρονῶνε τάφους
κ' ἐκείνους ὁποὺ ἐβάφτισαν στὸ αἷμα τους τοὺς τράφους
τοῦ Δοῦππελ καὶ τοὺς ἔκαμαν νὰ γένουν Μισολόγγι.

Τότε χαρούμενο κ' ἐγὼ τὸ στόμα, π' ὅλο βόγγει,
θ' ἀνοίξω καὶ τὴ δόξα Σου γλυκὰ θὰ τραγουδήσω.
Τότε μ' ἕνα δαφνόκλαρο κ' ἐγὼ θὰ νὰ στολίσω
τὸ μαῦρο μου τὸ μέτωπο καὶ θἄρθω στὰ ποδάρια
τοῦ Θρόνου Σου μ' ἁγράμπελαις, μὲ κρίνους, μὲ βλαστάρια.
Σήμερα δὲξου τὰ φτωχὰ τὰ νεκρολούλουδά μου,
δέξου τὸ δενδρολίβανο πἀνάθρεψε ἡ καρδιά μου.