Ύμνος εις τον θάνατον του Ἐλληνος ποιητού Διονησίου Κόμητος Σολωμού

Από Βικιθήκη
Ἡ δάφνη καὶ τὸ ἀηδόνι
Συγγραφέας:
Ύμνος εις τον θάνατον του Ἐλληνος ποιητού Διονησίου Κόμητος Σολωμού
Πρόκειται για αυτοσχεδιασμό που γράφτηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1857, την ίδια ημέρα που έφυγε ο Σολωμός.



Μαύρισε, κῦμα, τὸν ἀφρό,
καὶ σεῖς, βουνά, τὸ χιόνι.
Γιατ' ἦλθε βαρυχειμωνιὰ
καὶ δὲ λαλεῖ τἀηδόνι,
τἀηδόνι ποὺ τραγούδησε
εἰς τοῦ βουνοῦ τὴ ράχη.
Κλάψτε, βουνὰ καὶ βράχοι,
τἀηδόνι δὲ λαλεῖ...

Καὶ σύ, δαφνοῦλα ἑλληνική,
φυλλόχλωρη δαφνοῦλα,
ἐσὺ, ποὺ τἄνθη σου ἔλουζες
τὴ νύχτα στὴ δροσοῦλα,
γιὰ νὰ σὲ βλέπῃ ὤμορφη
καὶ νὰ σὲ καμαρώνῃ,
πὲς μου γιατὶ τἀηδόνι,
δαφνοῦλα, δὲ λαλεῖ;...

Τοῦ μύρισεν ἡ ἄνοιξη
ποὺ πλάκωνε ἀπὸ πέρα
καὶ λαίμαργο θὰ σὤφυγε
ψηλὰ μὲς στὸν αἰθέρα,
πρῶτο νὰ πάγῃ νὰ τὴν βρῇ
καὶ νὰ τὴν ἀπαντήσῃ,
γλυκὰ νὰ τὴ φιλήσῃ,
καὶ νἄλθουνε μαζί.

Ἄχ! πότε νἄλθ' ἡ ἄνοιξη
νὰ δῇς ἂν θὰ γυρίσῃ!
Ἄχ! πότε τὸ τριαντάφυλλο,
δαφνοῦλά μου, ν' ἀνθίσῃ,
νὰ πᾷς νὰ βρῇς τὰ φύλλα του
νὰ νοιώσῃς τὴν ὀσμή του!...
Ποιὸς ξεύρει τὴν πνοή του
μὴν εὕρῃς μέσα ἐκεῖ;

Ἄχ! πότε νἄλθ' ἡ ἄνοιξη,
νὰ λυώσουνε τὰ χιόνια,
νὰ πάψουν τἀστραπόβροντα,
νἀλθοῦν τὰ χελιδόνια,
γιὰ νὰ τοὺς πῇς, δαφνοῦλά μου,
τὴν ἄσπλαχνή σου μοῖρα;
Ποιὸς ξεύρει, μαύρη χήρα,
κ' ἐκείνα τὶ θὰ ποῦν.

Παρηγορήσου, δάφνη μου,
γιατὶ δὲν εἶσαι μόνη
ποὺ καρτερεῖς τὸ φίλο σου,
ποὺ καρτερεῖς τἀηδόνι.
Νἄξευρες πόσα κόκκαλα
καὶ σπλάχνα ἀνδρειωμένα
στὸ μνῆμα ξαπλωμένα
μὲ σὲ τὸ καρτεροῦν.

Τὸ λάλημά του τἄκουσαν
στὴν πρώτη παρουσία
σὰν τοῦ πολέμου σάλπιγγα,
σὰν ἄλλη τρικυμία,
κ' εὐθὺς ἐπάνω στ' Ἄγραφα
βροντοῦν ἀστροπελέκια,
ἀνάφτουν τὰ τουφέκια,
καὶ λάμπουν τὰ σπαθιά.

Κ' ἐκεῖ ποὺ πολεμούσανε
οἱ μαῦρ' οἱ πεθαμμένοι,
τἀηδόνι μὲ τὸ λάλημα
τὸ αἷμα τους ζεσταίνει,
καὶ σὰν ἐμοιρολόγησε
καὶ σὰν ἐτραγουδοῦσε
ἡ δάφνη πάντ' ἀνθοῦσε,
ἀνθοῦσε κ' ἡ μυρτιά.

Ὁ φοβερός του ἀντίλαλος
στὸ Μεσολόγγι φθάνει
τὴν ὥρα ποὺ τοῦ κλούσανε
τὰ μάτια νά πεθάνῃ,
τήν ὥρα ποὺ ὁ δεσπότης του
φλόγα, καπνὸ ντυμένος,
ἀνέβαινε καμμένος
στὸν οὐρανὸ ψηλά.

Ὤ! τὶ γλυκὸ νανάρισμα!
Ἀνήκουστη ἁρμονία!
Τοῦ ἀηδονιοῦ τὸ λάλημα
γιὰ κεῖνα τὰ θηρία,
σὰν ἐψυχομαχούσανε
κι' ἁπλώνανε τὸ σῶμα
στὰ αἵματα, στὸ χῶμα
νὰ κοιμηθοῦν βαθειά.

Ἐπέρασε τὸ λάλημα
λόγγους, βουνά, λιβάδια,
καὶ τὸ νεράκι, πὤτρεχε
κρυφὰ μὲς στὰ λαγκάδια,
χαρούμενο σὰν τἄκουσε
μὲς στὸν ἀφρὸ τὸ παίρνει
καὶ τρέχοντας τὸ φέρνει
στὸ κῦμα τοῦ γιαλοῦ.

Κ' εὐθὺς τὸ κῦμα φούσκωσε,
ἐμάνιωσε, θεριεύει,
βλέπει τὴ γῆ ἐλεύθερη
καὶ βράζει καὶ ζηλεύει,
βογγάει κι' ἀνδρειεύεται,
ἀφρίζει, μεγαλώνει
καὶ τὴν κορφὴ ψηλώνει
σὰν τὴν κορφὴ βουνοῦ.

Ἄχ! τότε πόσα βλέμματα,
πἀστράφταν σὰν ἀστέρια,
ἐκύτταξαν τὴ θάλασσα·
καὶ πόσα, πόσα χέρια,
σὰν νἆταν ἀπὸ μάρμαρο,
βαρειὰ κι' ἀνδρειωμένα
ἐδείχναν τεντωμένα
τὸ κῦμα στὸ γιαλό.

Γιατὶ κρυφὸς χτυπόκαρδος
τοὺς εἶπε πὼς θὰ ἰδοῦνε
μιὰ μέρα ν' ἀνεμίζουνε,
στ' ἀγέρι νὰ πετοῦνε
φλάμπουρα γαλανόλευκα,
σὰν κύματ' ἀφρισμένα
περήφαν' ἁπλωμένα
σὲ πέλαγο ἐθνικό.

Ὡστόσο πάντα ἡ θάλασσα
γρούζει, βογγᾷ, μουγκρίζει,
πάντα σπαράζει, δέρνεται,
βράχους, βουνὰ κλονίζει...
Κρύψου βαθειὰ στὰ σύγνεφα
καὶ μὴ φανῇς, φεγγάρι,
δὲ βλέπεις τὸν Κανάρη
ποὺ στὴ βοὴ ξυπνᾷ;

Ἐξύπνησε σὰ βάρυπνος,
πετιέτ' ἀπὸ τὸ μνῆμα
καὶ τρέχει κι' ἀγκαλιάζεται
μὲ τἄγριο τὸ κῦμα,
καὶ δένουνε ἀχώριστη
καὶ τρομερὴ φιλία
δυὸ ἄσπονδα στοιχεῖα,
τὸ κῦμα κ' ἡ φωτιά.

Καὶ σὰν ἀνταμωθήκανε
κ' ἐβγῆκαν ν' ἀρμενίσουν,
πλακώνει μαῦρος θάνατος
ἐκείνους π' ἀπαντήσουν.
Εἶναι πλατὺ κ' εὐρύχωρο
τὸ μνῆμα τῆς θαλάσσης...
Κανάρη, μὴ δειλιάσῃς,
θυμήσου τὰ Ψαρά.

Γιατί, γιατὶ δὲν ἤμουνα
τοῦ κεραυνοῦ σου ἀχτίδα,
γιατὶ κ' ἐγὼ τῆς θάλασσας
δὲν ἤμουν μιὰ ρανίδα,
νἄλθω μ' ἐσένα συντροφιά,
Κανάρη κειὸ τὸ βράδυ,
σὰν ἄνοιξες τὸν ἅδη
κ' ἔφαγες τὴν Τουρκιά.

Γιὰ νὰ σοῦ λέγω πάντοτε:
- Κανάρη, μὴ δειλιάζῃς
νὰ καῖς, νὰ πνίγῃς, νὰ χαλᾷς,
τοὺς ἄπιστους νὰ σφάζῃς,
κι' ἀνάμεσα στὰ γαίματα
ν' ἀνάφτω τὴν ὀργή σου
φωνάζοντας, «Θυμήσου
τὰ λόγια τἀηδονιοῦ»;

Τὰ λόγια ποὺ σοῦ ἐλάλησε
γλυκὰ στὸ περιβόλι,
τότε σὰν ἦλθε σκούζοντας
τὸ ἔρμο ἀπὸ τὴν Πόλη,
καὶ σοὖπε πὼς ἀπάντησε
ἅγιο κορμὶ πνιγμένο
στὴν ἄκρη πεταμένο
τοῦ ἔρημου γιαλοῦ.

Καὶ σοὖπε πὼς ἐσίμωσε
γιὰ νὰ τὸ ψηλαφήσῃ,
καὶ βλέπει... κι' ἀνατρίχιασε...
Καὶ πέφτει νὰ φιλήσῃ·
κ' ἐκεῖ ποὺ ἐπλησίασε
στὸ μάρτυρα τὰ χείλη,
σχοινὶ γιὰ πετραχῆλι
τοῦ βλέπει στὸ λαιμό.

Καὶ τόσο ἄσπλαχν' ἡ θηλειὰ
τὸν Πατριάρχη σφίγγει,
τόσο τοῦ χώνεψε βαθειά,
πὤκοψε τὸ λαρύγγι,
κι' ἄνοιξε στόμα δεύτερο,
ποὺ μέρα νύχτα κράζει
καὶ πάντα σᾶς φωνάζει:
«Ἐκδίκηση ζητῶ».

Τὸ φοβερὸ τὸ μήνυμα
σὰν ἔφερε τἀηδόνι,
τραβιέτ' ἐπάνω στὰ βουνὰ
καὶ τὰ φτερὰ διπλώνει
κι' ἀναγαλλιάζει βλέποντας
τὴ δάφνη του ν' ἀνθίζῃ
κι' ἄνοιξη νὰ μυρίζῃ
στὰ μαῦρα τὰ ὀρφανά.

Τριάντα χρόνοι ἐπέρασαν
σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!
Καὶ πάντα παραμόνευε
κ' ἐρώτα τὸν ἀγέρα,
ποὺ φύσαγε ἀπ' τὸν Ὄλυμπο,
τὶ μήνυμα τοῦ φέρει
κι' ἄν ἔλαμψε τἀστέρι
στοῦ Πίνδου τὰ βουνά.

Ὤ! τί χαρὰ ποὺ τὤπιασε
τὸ ἔρημο τἀηδόνι!
Ἀμέσως ἀναφτέριασε,
πετᾷ καὶ ξανανειώνει,
σὰν ἔμαθε, σὰν ἄκουσε
ψηλὰ στὴ Θεσσαλία
ν' ἀνοίγῃ τὰ μνημεῖα
τοῦ Πίνδου τὸ σπαθί.

Θυμήθηκε τὰ νειῶτά του,
τὴν πρώτη τὴ λαλιά του,
κ' ἀρχίνησε τὸ λάλημα
κρυφὰ στὴν ἐρημιά του...
Δαφνοῦλά μου, τὶ σὤμελλε·
ἐκεῖνα του τὰ λόγια
νὰ γένουν μοιρολόγια
κ' ἡ ἔσχατη πνοή.

Τώρα τὰ κρύα κόκκαλα
ποιός θἄλθῃ νὰ τὰ κράξῃ,
ποιός ἄγγελος ἀνάσταση
θἀλθῃ νὰ τοὺς φωνάξῃ,
καὶ ποιό πουλὶ θὰ νἄρχεται
χαρούμενο τὸ βράδυ
ἐλπίδες μὲς στὸν ἅδη
νὰ φέρνῃ καὶ χαρά;

Ἄς σφραγισθοῦν τὰ μνήματα
καὶ πάλ' ἄς χόρταριάσουν,
οἱ πεθαμμένοι ἄς ἁπλωθοῦν,
στὸ μνῆμ' ἄς ἡσυχάσουν.
Ποιός ξεύρει πόσαις ἄνοιξαις
θὰ νὰ διαβοῦν καὶ χρόνοι
ποὺ δὲ θὰ ἰδοῦν τἀηδόνι
καὶ τὴν πρωτομαγιά!