Αττικαί ημέραι/Σημείωμα του συγγραφέα

Από Βικιθήκη
Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Σημείωμα του συγγραφέα



Pro domo et progenie


Ότε προ ημερών, κατ' επιθυμίαν του εκδότου κ. Ιωάννου Ν. Σιδέρη, ηθέλησα να επιθεωρήσω την παρούσαν δευτέραν έκδοσιν των «Αττικών Ημερών», αποφασισθείσαν ένεκα της προ πολλού επελθούσης ολοσχερούς εξαντλήσεως της πρώτης, ευρέθην εις περιέργως δύσκολον θέσιν. Τα έργα εξ ών αποτελείται ο παρών τόμος ενεφανίσθησαν μεν προ εικοσιπενταετίας, ότε εγένετο η πρώτη έκδοσίς των εις βιβλίον, αλλά τα πλείστα εξ αυτών άγουν ηλικίαν ακόμη μεγαλυτέραν, δημοσιευθέντα μεμονωμένως εις το «Μη χάνεσαι», εις το «Άστυ», εις την «Εστίαν», εις την «Εβδομάδα» και εν γένει εις τα διάφορα σατυρικά φύλλα, τα φιλολογικά περιοδικά και τας εφημερίδας της τότε εποχής. Επανέβλεπα λοιπόν τους φιλολογικούς μου τούτους γόνους με το αλλόκοτον συναίσθημα πατρός επαναβλέποντος μετά μακροχρόνιον απουσίαν τα τέκνα του αμετάβλητα αφ' ότου τα είχεν αφήσει, λάλα δηλαδή και φλύαρα και άτακτα και λογοπαικτούντα ανοήτως και μυκτηρίζοντα με περισσήν ιταμότητα τους πάντας και τα πάντα.

Δεν με ηνώχλει μόνον η παράκαιρος αύτη ζωηρότης, η διατελούσα εις τόσον τραγικήν αντίθεσιν προς την στρυφνήν ακαμψίαν του γεννήτορος, σαβανωμένου μέσα εις τα σύννεφα της αθυμίας, όσα επεσώρευσαν επάνω του ο διαρρεύσας χρόνος και αι περιπέτειαι του βίου. Με επτόει και η ιδέα της ευθύνης, την οποίαν ανελάμβανα εμφανίζων τους μικρούς αυτούς ασχημονούντας πιερρότους μέσα εις την σεμνήν πανήγυριν της συνεσφιγμένης σοβαρότητος, με την οποίαν ποζάρει τόσον αξιοπρεπώς η ελληνική κοινωνία, η ελληνική διάνοια και η ελληνική τέχνη.

Το περιβάλλον εντός του οποίου συνελήφθησαν και εγεννήθησαν τα εν λόγω μικρά ζιζάνια ήλλαξεν έκτοτε σχεδόν καθ' ολοκληρίαν. Τα πάντα ρει, όπως εγνωμάτευσεν ο αρχαίος φιλόσοφος, παρεκτός ίσως συχνάκις του νερού της Δεξαμενής. Εντός του τελευταίου αυτού τετάρτου αιώνος μετεβλήθησαν τα ήθη, τα έθιμα, αι ιδέαι, η δίαιτα και όλοι οι πρότεροι όροι της ζωής. Πώς να εμφανισθή, λόγου χάριν, ο αξιότιμος κύριος Ζαχαρίας παραδαρμένος με το ψηλόν του καπέλλον, το οποίον σήμερον φορούν μόνον εις τας επισήμους τελετάς και εις τας κηδείας; Και πώς να παρουσιασθή χωρίς να ωχριάση από εντροπήν το κόκκινον φέσι της αξιεράστου συνεύνου του κυρίας Θεοδώρας, το οποίον όχι εις το πολυτελές μοδιστράδικον του αξιοτίμου κ. Σωκράτη, αλλ' ούτε εις το Δημοπρατήριον δεν τολμά να εκτεθή προς πώλησιν ανάμεσα εις τις παληές κλειδαριές και τα σκουριασμένα χαντζάρια; Πώς να ισχυρισθή ο πτωχός φοιτητής της φιλολογίας ότι τρώγει τζιεράκια και τουλουμοτύρι, εδέσματα τα οποία διημφισβήτουν προ ολίγων μηνών οι πεντακοσιομέδιμνοι με τα πεντακοσάρικα εις τα χέρια ;

Αμή το λεκτικόν ; οι δυστυχισμένοι ήρωες των διηγηματίων μου φθέγονται—Παναγία μου ! ποίος λέγει ή ποίος γράφει πλέον σήμερον «φθέγγονται» ! — κάποτε αλλοκότως διά την σημερινήν εποχήν, μεταχειριζόμενοι εις τας εκφράσεις των και κανένα ρηματικόν τύπον της αρχαίας γλώσσης, από εκείνους οπού εμάνθανον αι περασμέναι γενεαί εις την γραμματικήν του Γενναδίου, και οπού εμεταχειρίζοντο και οι γραμματισμένοι της εποχής του Αγώνος, και οπού εννοούσαν εξαίρετα και ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης και ο Κανάρης. Αλλ' αυτό είνε λογιωτατισμός ! είνε σχολαστικισμός !...Είνε δόγμα πλέον ότι με την αρχαιότητα δεν πρέπει να έχωμεν καμμίαν σχέσιν—άμμες δε γ' εσμέν !— παρά μόνον όταν πρόκειται να διεκδικήσωμεν εν ονόματι των προγόνων κληρονομικά δικαιώματα. Έχομεν, βλέπετε, και τους ξένους λογίους και γλωσσολόγους, οι οποίοι ρητώς μας το απαγορεύουν. Με το δικαίωμα της φιλικής και συμμαχικής κηδεμονίας δεν μας επιτρέπουν να πάρωμεν ούτε ένα τύπον ούτε μίαν λέξιν από την αρχαίαν γλώσσαν, ενώ αυτοί έχουν πάρει από αυτήν, διά να πλουτίσουν την ιδικήν των, όρους και λέξεις με το τσουβάλι.

Ώστε τί έπρεπε να γίνη ; Διόρθωσις καμμία εις τέτοιον χάος δεν εχώρει. Να επιχειρήσω να μεταφέρω τα πρόσωπα και τα πράγματα εις την σημερινήν εποχήν, ν' αλλάξω την σκηνοθεσίαν, να τα τοποθετήσω μέσα εις νέον περιβάλλον, με νέαν αντίληψιν, με νέαν διανοητικότητα, με νέους κοινωνικούς όρους και νέας συνηθείας; Αλλά το τοιούτο θα ισοδυνάμει με την παράκρουσιν κάποιου καλλιτέχνου, όστις διενοήθη κάποτε να ζωγραφίση τους Αποστόλους του περιφήμου πίνακος του Δα Βίντσι καθημένους περί την τράπεζαν του Μυστικού Δείπνου με φράκον και με άσπρον λαιμοδέτην! Άρα δεν έμενε τίποτε άλλο παρά να τα εγκαταλείψω και να τ' αφήσω ριγμένα εις τους Αποθέτας της αφανείας και της λήθης.

Αλλά μία φωνή μυστική προερχομένη από τα βάθη των φιλοστόργων και μακροθύμων πατρικών σπλάγχνων εσταμάτησε πάσαν μου απόφασιν.

«Διατί —μου είπεν η φωνή— να θέλης να φανής σκληρός τύραννος και να παίξης πρόσωπον Βρούτου, γονέως αδυσωπήτου ; Αυτός δα είνε κι' αν είνε αναχρονισμός, αφού τον δόλον της Μηδείας δεν στέργουν να παίζουν πλέον ούτε αυταί αι απηρχαιωμέναι πρωταγωνίστριαι. Κάθε έργον τέχνης, όσον ταπεινόν και ευτελές και αν είνε, είνε προϊόν της εποχής οπού εγράφη. Διατηρεί μέσα του κάτι τι από το χρώμα της, από τον ρυθμόν της ζωής της, από τας έξεις της, από τας σκέψεις της. Εάν έχη ζωήν να ζήση, θα ζη πάντοτε εντός εκείνης της ατμοσφαίρας. Σε βεβαιώ ότι και αυτά τ' αριστουργήματα των αιώνων δεν εξαιρούνται αυτού του φυσιολογικού κανόνος. Και σου αναφέρω ένα παράδειγμα: Εις την Ιλιάδα, όταν πρόκειται ν' αλληλοσπαραχθούν δύο ήρωες, σκυλοβρίζονται πρώτα στα γερά και έπειτα πιάνουν κουβέντα και διά την γενεαλογίαν των, όπως ο Τυδείδης και ο Γλαύκος και ο Πάτροκλος και ο Σαρπηδών. Κόπιασε τώρα και εις τα σημερινά ήθη και φαντάσου δύο λογίους, οι οποίοι πρόκειται να μονομαχήσουν εις το Γουδί ερίζοντες περί του αριστείου και πριν εκτείνουν τα ραβδωτά των πιστόλια εναντίον αλλήλων, αρχίζουν ενώπιον των μαρτύρων των να παινεύωνται και ο ένας να λέγη τον αντίπαλόν του κατσικοκλέφτην, ο δε άλλος να κομπάζη ότι είνε απόγονος κάποιας ζακυνθινής κοντέσσας οπού επωλούσε μαστίχα και δαφνόλαδο !

»Βέβαια μερικαί λεπτομέρειαι, μερικοί υπαινιγμοί αναφερόμενοι εις τα πρόσωπα, εις τα γεγονότα, εις τας συνηθείας της εποχής οπού υπάρχουν εις το βιβλίον σου, θα φανούν ακατάληπτοι εις τους σημερινούς αναγνώστας, οι οποίοι προς διαφώτισίν των θα είνε υποχρεωμένοι — αν αξίζη τον κόπον — να προστρέχουν εις την μνήμην των πρεσβυτέρων, ή εις τας εφημερίδας και τα περιοδικά δημοσιεύματα της εποχής εκείνης. Αλλά τι με τούτο; Μήπως όταν φυλλομετρούμεν σήμερον παλαιούς τόμους του Charivari, και κυττάζωμεν τας γελοιογραφίας του Gavarni πρέπει ν' αγανακτούμεν, επειδή απεικονίζονται εις αυτάς αι κυρίαι φέρουσαι κρινολίνα και καπελλίνα με φιόγκους και οι κύριοι τα χωνοειδή ψηλά καπέλλα και τας σφηνοειδείς ρεδιγκότας της εποχής του Λουδοβίκου Φιλίππου;

»Όσον διά την γλώσσαν, μη πολυσκοτίζεσαι. Επέρασεν ήδη ένας αιών και πλέον οπού σπαράσσεται το έθνος με αυτό το ζήτημα, χωρίς να κατορθώση να το λύση. Είσαι βέβαιος τάχα ότι μετά μίαν δεκαετίαν θα εξακολουθή να επικρατή η ιδία γλώσσα, η οποία φαίνεται σήμερον επικρατούσα; Είνε πεπρωμένον κάθε ελληνική γενεά να πλάττη και ιδικήν της γλώσσαν, έως ότου κατορθώσωμεν αισίως ν' ανεγείρωμεν αντικρύ του Παρθενώνος τον πύργον της Βαβέλ προς αΐδιον δόξαν της εθνικής ενότητος.

»Παύσε, χριστιανέ μου, τας τραγικότητας και άφησε αυτά τα κακορρίζικα πλάσματα να ξαναϊδούν το φως του ηλίου».

Τα επιχειρήματα ταύτα, συνηγορούσης και της πατρικής μεροληψίας, μ' έπεισαν και έλαβα εις το τέλος την ηρωικήν απόφασιν ν' αφήσω τα έργα αυτά να εκδοθούν και πάλιν όπως είχαν.

« — Ας μείνουν αδιόρθωτα, είπα· μήπως άλλως τε δεν μένουν αδιόρθωτα χρόνια τώρα τόσα και τόσα πράγματα, όπως οι Βασιλικοί Σταύλοι, το Ωρολόγιον του Πανεπιστημίου και ο Ποινικός Νόμος;

»Δεν θ' αλλάξω από αυτά ούτε ένα ν, το οποίον και αυτό, καθώς φαίνεται, τείνει με τας νέας γλωσσικάς θεωρίας να εξαλειφθή εκ του ελληνικού αλφαβήτου.

Αθήναι, Ιανουάριος του 1920.

Μπάμπης Άννινος