Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αττικαί ημέραι/Α

Από Βικιθήκη
Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Ο Πνευματισμός


Tην επομένην θαυμαστήν και ψυχωφελεστάτην διήγησιν την ήκουσα από το στόμα του φίλου μου Παρασκευά Ιερεμιάδου, βοηθού του αριστερού ψάλτου ενός των ναών της πόλεως, βοηθού ενός φαρμακοποιού και βοηθού του γραμματοδιδασκάλου εκπαιδευτηρίου τινός. Πλουσιοπάροχος εις βοηθείας προς τον πλησίον ο φίλος μου αναμένει διά τον εαυτόν του την εξ ύψους βοήθειαν, και αι οπαί των αγκώνων του με απύλωτον στόμα διαλαλούν ότι το ισοζύγιον εις τα οικονομικά του είνε ό,τι θα ήτο περίπου στίχος του Λαμαρτίνου εντός βιβλίου λογαρίθμων.

Είχομεν γνωρισθή, διότι εγευματίζομεν εις το αυτό εστιατόριον. Μας εχώριζε μία τράπεζα και μας συνήνουν η γενναιότης και η εγκαρτέρησις, μεθ' ής κατηναλίσκομεν τα προϊόντα της μυστηριώδους μαγειρικής του εστιατορίου. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι η γενναιότης του φίλου μου ήτο ασυγκρίτως ηρωικωτέρα της ιδικής μου. Οσάκις ελάμβανεν ανά χείρας τον κατάλογον, δεν έρριπτε το βλέμμα εις την απαρίθμησιν των εδεσμάτων, αλλ' εις τας αντικρύ εκάστου σημειουμένας τιμάς. Τα ψητά, το μπιφτέκι, οι ιχθύες, η βραστή όρνιθα και τα λοιπά οπωσούν ακριβά φαγητά, ών η τιμή περιστρέφεται περί την δραχμήν, ήσαν δι' αυτόν το Διαβαλαγιρί της δαπάνης, ύψος δυσθέατον, μέχρι του οποίου δεν ετόλμα ν' ανέλθη· κατήρχετο λοιπόν ταπεινώς εις το χθαμαλόν πεδίον των 40 ή 50 λεπτών, καταβροχθίζων το περιεχόμενον πινακίων βαθυκοίλων, συνιστάμενον εις τεμάχιον απαλού και γλοιώδους κρέατος πλέοντος εντός λίμνης εμβάμματος κοκκινοβαφούς, ως να είχεν αύτη παρασκευασθή διά μίλτου. Ο ξενοδόχος, οσάκις ηρωτάτο, απεκρίνετο πάντοτε δογματικώς μετά καθησυχαστικού μειδιάματος ότι το χρώμα προήρχετο από την σάλτσαν της ντομάτας· εγώ όμως φρονώ αδιστάκτως ότι το έμβαμμα εκείνο ηρυθρία εξ αισχύνης, βλέπον τον ασυνείδητον ξενοδόχον εξασκούντα το επάγγελμα της Λοκούστας εν πλήρει ΙΘ' αιώνι, υπό την σκέπην του Συντάγματος και του Ποινικού Νόμου. Αι ουγγαρίαι τας οποίας συχνά και με λαιμαργίαν κατήσθιεν ο κ. Παρασκευάς, ως να ήτο προσωπικός εχθρός του Φραγκίσκου Ιωσήφ, τις οίδεν οποίον πληθυσμόν μυστηριώδη μικροσκοπικών Μαγυάρων περιείχον. Τα δε σηκωτάκια και άλλα εντόσθια, τηγανιστά ή μαγειρευμένα, ών το υποκοριστικόν όνομα συνεδυάζετο εναρμονίως με τον υποβιβασμόν της τιμής, ήσαν δι' αυτόν βρώμα κατ' εξοχήν προτιμητέον. Ώστε μεταξύ των πολλών αλύτων φιλοσοφικών ζητημάτων των περιδινουμένων εις το πνεύμα μου κατά τας ώρας της ρέμβης ήσαν και τα εξής δύο σοβαρώτατα και ανεξιχνίαστα: α') με τι θα ετρέφετο ο κ. Παρασκευάς Ιερεμιάδης αν η φύσις δεν ήθελε προικίσει τα εσθιόμενα υπό των ανθρώπων τετράποδα με σπλήνα, με ήπαρ ή με έντερα; — β') ποίον θα ήτο το ετήσιον έλλειμμα του φαρμακείου, εις ό παρείχε την βοήθειάν του αν αι χρησιμεύουσαι προς καθαρισμόν του στομάχου του ποσότητες καθαρτικών εχορηγούντο εις αυτόν δωρεάν;

Ετρώγομεν αντικρύ αλλήλων. Πεπροικισμένος ο Παρασκευάς με οδόντας άρκτου, με φάρυγγα στρουθοκαμήλου και με όρεξιν πάντοτε Βαρούχ αφυπνιζομένου μετά τον εβδομηκονταετή ύπνον του προ τραπέζης εστρωμένης, ετελείωνε το γεύμα του πολύ προ εμού. Δεν έφευγεν όμως· έμενεν εις την θέσιν του ελλοχών εμέ και μόλις με ήθελεν ιδεί αποθέτοντα οριστικώς το μαχαίριον, δι' ού είχον καθαρίσει τον τελευταίον καρπόν και εξάγοντα την σιγαροθήκην μου, επεχείρει τρομακτικήν έφοδον κατά του ακουστικού μου τυμπάνου, την οποίαν ήτο αδύνατον ν' αποφύγω, διότι άλλως θα ήμην πραγματικώς άκρον άωτον.

Την ημέραν εκείνην ο χονδρός υπηρέτης Μανώλης, κάμνων τον λογαριασμόν παρακαθημένου κυρίου, επέθηκε τας στιβαράς τυλώδεις χείρας του επί της τραπέζης, ής το έν άκρον ηνωρθώθη εκ του βάρους και τα εν αυτή σκεύη ανεπήδησαν μετά παρατεταμένης απηχήσεως.

— Κινείται το τραπέζι! ανέκραξα εγώ αστεϊζόμενος. Φευ! ακριβά έμελλον να πληρώσω τον αστεϊσμόν μου. Ο κ.Παρασκευάς αμέσως ήρπασε την επιφώνησίν μου.

— Μου συνέβη μία ιστορία πολύ περίεργος χθες με το τραπέζι, μου είπεν· άκουσέ την.

Και ο Ιερεμιάδης με ύφος θρηνώδες, όπερ αφεύκτως είχε μεταδοθή εκ του γενάρχου του, ποιητού των εν Βαβυλώνι θρήνων, εις όλους τους απογόνους της οικογενείας, ήρχισεν ως εξής:

— Γνωρίζεις ότι κατοικώ εις Κολωνάκι.

Δεν εγνώριζα τίποτε, αλλά προς ευχαρίστησίν του και παρηγορίαν του, διά να φανή ότι υπήρχε και κάποιος γνωρίζων την κατοικίαν του επισήμου αυτού υποκειμένου, ένευσα καταφατικώς.

— Κατοικώ λοιπόν εις το Κολωνάκι, εξηκολούθησεν, εις οδόν αβάπτιστον ακόμη, την οποίαν όμως προ πολλού εγώ απεκάλεσα οδόν Γολγοθά.

Εμάντευσε την απορίαν μου και την ανερχομένην εις τα χείλη μου ερώτησιν, πριν ανοίξω δε το στόμα απήντησε:

— Θα μ' ερωτήσης διατί την αποκαλώ τοιουτρόπως; Άκουσε, φίλε μου, και κρίνε. Είνε πέντε έτη τώρα όπου κατοικώ και καθ' εκάστην ανανεούται απαράλλακτον το μαρτύριόν μου, απέναντι του οποίου τα πάθη του Σωτήρος είνε μηδαμινά. Κανείς δεν υπέφερέ ποτε τόσα καθ' εκάστην!…

Και εστέναξε θλιβερώς.

— Άφες τας παρεκβάσεις, του είπα.

— Ανεκδιήγητα είνε τα βάσανά μου, εξηκολούθησεν ο Ιερεμιάδης, εις την γωνίαν εκείνην της Σιβηρίας, την οποίαν περιλαμβάνουν αι Αθήναι χωρίς να το γνωρίζουν. Δεν δύναμαι να σοι διηγηθώ ποσάκις συνέτριψα τους πόδας μου επιστρέφων την εσπέραν με βαθύτατον σκότος εις την κατοικίαν μου, ποσάκις συνήψα μάχας εκ του συστάδην με τον άγριον σκύλον του λαχανοπώλου, ποσάκις ετρόμαξα μη εμπέσω εις συμμορίαν λωποδυτών. Μίαν φοράν μάλιστα συνελήφθην και εγώ ως λωποδύτης παρά τινος κλητήρος πλανηθέντος κατ' εκείνα τα μέρη, όστις μοι εζήτησε σπίρτον διά ν' ανάψη το σιγάρον του, εγώ δε αφηρημένος του προσέφερα το σπίρτον του καμινέτου, το οποίον είχον αγοράσει προ ολίγου από τον μπακάλην. Μίαν φοράν ολίγον έλειψε να κατασυντριβώ υπό τους τροχούς μιας αμάξης και προς ανταπόδοσιν, αλλά χωρίς να το θέλω, κατεπλάκωσα εγώ μίαν άμαξαν.

— Πώς τούτο; ηρώτησα απορών.

— Ιδού πώς. Ο αμαξηλάτης είχε κατέλθει· οι φανοί της δεν ήσαν αναμμένοι και έπεσα πλαγίως επάνω εις τ' άλογα, τα οποία ετρόμαξαν, επήραν τον κατήφορον και η άμαξα πεσούσα εντός χάνδακος ανετράπη. Αλλά, και αν έλειπε το σκότος και οι λωποδύται και οι κλητήρες και αι πτερωταί στρατιαί των κωνώπων και αι αιμοβόροι φάλαγγες των κορέων, μένει η κυρά Αγγέλω και φθάνει.

— Ποία είνε αυτή; ηρώτησα.

— Η σπιτονοικοκυρά μου. Μη πλανηθής από το όνομα· ουδέποτε έγινε μεγαλυτέρα του ευφημισμού κατάχρησις. Ο Εύξεινος απέναντί της είνε πινάκιον κρέμας και αι Ευμενίδες αδελφαί του Ελέους. Ενώπιον αυτής, καθημένης πάντοτε προ της εισόδου, ως φρούριον εκ σαρκός, είνε ηναγκασμένοι να διέρχωνται πτήσσοντες οι ταλαίπωροι ενοικιασταί της. Από της δευτέρας ημέρας του μηνός περιμένει το ενοίκιο του επιόντος· και ως να είχε σπουδάσει επιμελέστατα την θεωρίαν του Λαβάτερ, παρατηρεί την φυσιογνωμίαν εκάστου και προσπαθεί να εξαγάγη χρησμόν περί της πληρωμής του ενοικίου. Την προτελευταίαν του μηνός το βαρόμετρον της όψεώς της προμηνύει θύελλαν. Την τελευταίαν το πορφυρούν πρόσωπον της κυράς Αγγέλως φεγγοβολεί ως ηφαίστειον· προς την εσπέραν επακολουθεί η έκρηξις και αλλοίμονον εις τον άθλιον εκείνον, όστις τον όρθρον της πρώτης του νέου μηνός ευρέθη υπό την λάβαν της οργής της!

Ήτο λοιπόν προχθές η τελευταία του μηνός. Είπα έν δειλόν «καλησπέρα» διερχόμενος προ αυτής και έλαβα εις απάντησιν ένα γρυλλισμόν και έν βλέμμα δυνάμενον να μεταβάλη εις τέφραν τον ανδριάντα του Φεραίου. Εισήλθον εις το δωμάτιόν μου μετά φρίκης αναλογιζόμενος την επιούσαν. Μου επήρχοντο ακουσίως εις το πνεύμα αι αναμνήσεις της πολιορκίας του Μεσολογγίου, του αποκλεισμού των Παρισίων και άλλαι παραπλήσιαι ιστορικαί σελίδες. Έπλαττον σχέδια ηρωικής αντιστάσεως και ήνοιξα μάλιστα το ερμάριόν μου διά να ίδω την προμήθειαν των τροφίμων μου. Φευ! αχρείος τις ποντικός είχε καταβροχθίσει το διά το δείπνον μου προωρισμένον τεμάχιον του τυρού και εξ οίκτου ή εξ υπερηφανείας μοι είχεν αφήσει την μερίδα του άρτου. Η έξοδος ήτο αναγκαία την επαύριον. Σημειωτέον ότι ώφειλον τρεις και ημίσειαν δραχμάς εκ του ενοικίου του παρελθόντος μηνός και ήμην εντελώς απένταρος

— Λεπτομέρειαι τοιαύται είνε περιτταί, τω παρετήρησα, διότι υπονοούνται.

— Αίφνης, εξηκολούθησεν ο κ. Παρασκευάς, ήκουσα κρουομένην την διά του συρτού κεκλεισμένην επιμελώς θύραν του δωματίου μου. Ανεσκίρτησα, αλλ' εκ του τρόπου της κρούσεως και της ηχησάσης όπισθεν της θύρας ηπίας φωνής καθησύχασα. Ήτο η φωνή του κατοικούντος εις το παρακείμενον δωμάτιον συνοίκου μου κ. Λεοντίου Λαγουδάκη. Χρηματίσας υπάλληλος είς τι υπουργείον, έχει τώρα σύνταξιν εκ δραχμών 47 κατά μήνα και, αφού επί εικοσιπέντε έτη έτρεμε προ του τμηματάρχου του, τώρα τρέμει προ της οικοδεσποίνης του. Ο κ. Λαγουδάκης εξοδεύει έξ ώρας και δέκα λεπτά την ημέραν εντός του καφενείου των Ευ φρονούντων· τας έξ ώρας προς ανάγνωσιν όλων των εφημερίδων, τα δέκα λεπτά προς πληρωμήν ενός καφέ γλυκούς και βραστού. Καταναλίσκων όλας ανεξαιρέτως τας στήλας όλων των σελίδων ο κ. Λαγουδάκης γνωρίζει την παγκόσμιον κίνησιν. Γνωρίζει τι φρονούν εν τω μεγάρω του Αγίου Ιακώβου περί του ζητήματος του Κόγκου, γνωρίζει πού πωλείται το καλύτερον χαβιάρι, αν και δεν αγοράζει ποτέ εξ αυτού, γνωρίζει ποίας τροπολογίας υποβάλλει εις τα νομοσχέδια η αντιπολίτευσις και πόσους οπαδούς έχει ο κ. Κανόβα δε Καστίλλο. Έν δεν γνωρίζει μόνον, πώς ν' αποφύγη την οργήν της κυράς Αγγέλως, όταν χύνη το πρωί την λεκάνην έξω από το παράθυρον, διά να μη εξέλθη έξω και κρυολογήση. Διά να την εξευμενίση δε ανακοινοί προς αυτήν τα νέα της ημέρας. Η κυρά Αγγέλω πλέκει την κάλτσαν της και τον ακούει μετά προσοχής· επί τέλους τω λέγει:

— Λοιπόν έτσι! … αυτόν τον Κόρδονα … πώς τον είπες; που τον επιάσανε εκεί κοντά στο Μύλο;

— Όχι δα! εις τον Νείλον.

— Ας είνε! Σε παρακαλώ πολύ όμως, κύριε Λαγουδάκη, να μη χύνης νερά μέσα εις την αυλή. Δεν έχεις ποδάρια να πας να το χύσης έξω, καλότυχε; … Μπα! …

Ήκουσα λοιπόν την μελίρρυτον φωνήν του γείτονός μου λέγουσαν:

— Γείτονα! έχεις ένα σπίρτο;

Φευ! ήτο τούτο το απαράβατον προοίμιον του γείτονός μου, οσάκις βαρυνόμενος την μόνωσιν επόθει να έλθη εις ομιλίαν μετ' εμού· ήτο η πρώτη εχθροπραξία κατά της ησυχίας μου. Το σπίρτον εκείνο εγίνετο πάντοτε αφορμή ν' ανάψη πολύωρος συζήτησις, παρατεινομένη πολλάκις μέχρι του μεσονυκτίου.

Του ήνοιξα την θύραν και εισήλθε.

— Καλησπέρα, κύριε Παρασκευά, μοι είπεν· έχεις εργασίαν;

— Όχι, απήντησα, κάτι ήθελα να γράψω, αλλά δεν πειράζει.

— Πάντοτε εις την μελέτην, πάντοτε σιμά εις το τραπέζι σας, αι; … Αλήθεια, δεν μου λέγεις; … άκουσες αυτά οπού γίνονται με τα τραπεζάκια;

— Κάτι ήκουσα κ' εγώ, πράγματα πολύ παράξενα.

— Είδα πολλά να γράφουν εις τας εφημερίδας και ήθελα να κάμω μίαν δοκιμήν.

— Μα πιστεύεις, κύριε Λαγουδάκη, ότι τα τραπέζια κινούνται;

— Να σε ειπώ, φίλε μου, απήντησεν ο κ. Λαγουδάκης, αναλαβών σοβαρόν ήθος. Έχω λόγους περισσοτέρους από καθένα να το πιστεύσω. Κανείς δεν είχε ποτε τόσας σχέσεις με τραπέζι όσας εγώ. Εικοσιπέντε έτη έγραφα επάνω του. Όλα εκινούντο εκεί μέσα εις το υπουργείον. Εκινούντο οι βουλευταί, οι οποίοι περιήρχοντο ως αυθένται μέσα εις τα δωμάτια, εκινείτο ο τμηματάρχης μου, όστις έπασχεν από νευρικόν νόσημα, εκινείτο το χέρι μου ακατάπαυστα, αλλά το τραπέζι δεν εκινείτο. Μίαν ημέραν, και εγώ δεν ηξεύρω πώς, θαρρώ πώς είχα πιθώσει ένα χονδρόν βιβλίον επάνω του, εκινήθη και αυτό αοράτως, έπεσεν επάνω εις το πόδι μου και μ' εσακάτεψεν· από τότε χωλαίνω.

Ήμην έτοιμος να γελάσω διά το κωμικόν επεισόδιον του κ. Λαγουδάκη, αλλ' ο γέλως επάγωσεν εις τα χείλη μου. Είχα ακούσει τας συρομένας εμβάδας της κυράς Αγγέλως! …

— Καλώς τα κουβεντιάζετε! είπεν εμφανιζομένη η κυρά Αγγέλω· τι ομιλίες έχετε;

— Ορίστε, κυρά Αγγέλω, απήντησα με τόνον όσον το δυνατόν προσηνή, θέλων δε να εξιλεώσω την Μέγαιραν κατέβαλον προσπάθειαν υψίστην και προσέθηκα αστεϊζόμένος: Θέλομεν να κάμωμεν μαγικά με το τραπέζι· ορίστε και σεις, αν αγαπάτε.

Η κυρά Αγγέλω εισήλθε και η έδρα έτριξε θλιβερώς υπό τον ελεφάντειον όγκον του σώματός της.

— Κάτι μου έλεγεν η κυρά Γεώργαινα αντίκρυ, είπε, διά το τραπεζάκι, πως άλλο δεν κάμνουν εις όλην την Αθήνα το βράδυ, άλλα τέτοια πράγματα εγώ δεν τα πιστεύω.

— Πώς! ανεβόησα έκπληκτος, δεν πιστεύεις, κυρά Αγγέλω, ότι ο μαγνητισμός, ο ηλεκτρισμός, ο ηλεκτρομαγνητισμός εν ενί λόγω μεταδιδόμενος διά της θερμουργού επαφής των δακτύλων παράγει αυτήν την πνευματικήν έξαψιν των πνευμάτων;

Και ο κ. Παρασκευάς προσέθηκε μετριοφρόνως λαλών προς εμέ:

— Αυτή, ξεύρετε, είνε η ιδική μου θεωρία επί του φαινομένου τούτου.

— Είνε εξαίσιος και πρωτότυπος, απήντησα εγώ· εξακολουθήσατε.

Ο κ. Παρασκευάς ανέλαβε την διήγησίν του.

— Χαμπάρι δεν έχω απ' αυτά, είπεν η κυρά Αγγέλω. Τα τραπέζια δεν κινούνται από τη θέσι τους και άκουσε ένα πράγμα. Είνε έξ χρόνια τώρα· πριν πιάσης του λόγου σου αυτό το δωμάτιον, εκατοικούσε ένας φοιτητής της ιατρικής. Έδωκε εξετάσεις, επήρε το δίπλωμά του και ήθελε να φύγη. Μου εχρεωστούσε δυόμιση δραχμάς από το νοίκι. — Σαν επιστρέψω, κυρά Αγγέλω, σου τες δίδω, μου είπεν, ή σου τες στέλνω από την πατρίδα μου. Ήτον από την Ευρυτανία, σημειώσετε! — Κυρ Γιάγκο, του λέγω, εγώ δεν τ' ακούω αυτά· ή μου δίδεις τους παράδες ή σου κρατώ το τραπέζι. Ήθελε να μου κάμη παλληκαριές. — Θα το πάρω! … — Δεν το παίρνεις. — Εις το ύστερο έβγαλα με τες σπρωξιές από την πόρτα και αυτόν και τους Μανιάτες, πού είχε φέρει για να σηκώσουν τα πράγματα. — Δεν θα κινηθή το τραπέζι σου από εκεί, του λέγω, αν δεν μου φέρης τες δυόμιση. …

— Χμ! Χμ! ανέκραξα ακουσίως εγώ βήχων, διότι ησθάνθην ότι οι λόγοι της κυράς Αγγέλως ως ρομφαία δίστομος έπλησσον και εμέ.

— Κόρακας! απήντησεν αφελώς στρεφομένη προς εμέ η κυρά Αγγέλω — ήτις είχε την ευγενή συνήθειαν ν' αποτείνη τοιαύτας χαριεστάτας και τρυφερωτάτας αποστροφάς — εννοήσασα ίσως την αιτίαν της βηχός μου. Και εξηκολούθησε με βλέμμα βλοσυρόν και με χειρονομίαν παγώσασαν το αίμα μου: — Το τραπέζι έμεινεν εις την θέσιν του και δεν εκινήθη τρεις μήνες, έως ότου μου έφερε τα χρήματα.

Μετά την ομιλίαν ταύτην εμείναμεν προς στιγμήν σιγώντες. Ο κ. Λαγουδάκης διέρρηξε την σιγήν.

— Και δεν κάμνομεν μίαν δοκιμήν και ημείς; είπεν.

— Ας κάμωμεν· μα πού είνε το τραπέζι;

— Νά, αυτό.

Ήτο τραπέζιον ξύλινον απλούστατον, με τέσσαρας πόδας ανισοσκελείς, κατάστικτον εκ μελάνης, εκ καφέ, εκ λιπαρών ουσιών, υποβαστάζον κόσμον ολόκληρον εκ παντοίων αντικειμένων. Επ' αυτού έκειντο τα βιβλία, τα χειρόγραφά μου, τα προς γραφήν αναγκαία, η λυχνία μου χέουσα δάκρυα πετρελαίου ένεκα της γεροντικής ηλικίας της, το καμινέτον του καφέ, το φλυζάνιον, φέρον εις το βάθος πυκνόν στρώμα υποστάθμης, φλοιοί ξηρού άρτου κλπ. Η ιδέα του να θέσω εις συγχρώτισιν μετά του αοράτου κόσμου τον τετράποδα εκείνον και πιστόν σύντροφον των αγρυπνιών μου, του να προκαλέσω την μαντικήν δύναμιν αυτού του γινώσκοντος όλα της ζωής μου τα απόκρυφα, μου ενέπνεε φόβον και αποθάρρυνσιν. Αλλ' η κυρά Αγγέλω ήτο παρούσα· εις την ερυθράν αυτής και ανθρωποφάγον όψιν διεφαίνετο καθαρά η εκ της προσδοκίας ευχαρίστησις. Δεν ετόλμησα ν' αντιστώ κατά της αφώνου επιθυμίας της· ετόλμησα μόνον να παρατηρήσω:

— Μα … διά την δοκιμήν μας χρειάζεται να έχωμεν και κανένα medium! …

— Και δεν είνε τάχα εδώ η κυρά Αγγέλω; απήντησεν ο πάνσοφος Λαγουδάκης· ως γυνή νευρική και ευαίσθητος νομίζω ότι είνε καταλληλοτάτη.

Κατόπιν της διαβεβαιώσεως ταύτης του παροίκου μου, την οποίαν απορώ πώς ήκουε και ηνέχθη η στέγη χωρίς να καταπέση, παρατήρησις άλλη δεν εχώρει. Απέσυρα εκ της πτωχής μου τραπέζης το ποικίλον φορτίον της, την έσυρα εις το μέσον του δωματίου και περί αυτήν εκαθίσαμεν και οι τρεις, αφού ο κ. Λαγουδάκης μας έφερε μίαν καθέκλαν δανεικήν εκ του δωματίου του. Η κυρά Αγγέλω, μετά το φιλοφρόνημα του ενοικιαστού της, παρεκάθισεν ακκιζομένη διά να μη διαψεύση την ιδιότητα της ευαίσθητου και εβίαζε τα χείλη της εις μειδίαμα αποτρόπαιον ως μορφασμόν απαγχονιζομένου.

Ήμεθα έτοιμοι να προβώμεν εις την μυστηριώδη δοκιμήν αλλά δισταγμός τις υπήρχε και εις των τριών τον νουν.

Ποίον πνεύμα έμελλε να προσκαλέσωμεν; Κατ' αρχάς λόγω αβροφροσύνης παρεκαλέσαμεν την οικοδέσποινάν μας να επικαλεσθή το πνεύμα του συζύγου της, αποβιώσαντος προ δεκαετίας, εκ περιπνευμονίας, ως έλεγεν αύτη, αλλά πιθανώτερον εκ των βασάνων, άτινα ο ταλαίπωρος υπέστη συζών μετά του θήλεος εκείνου Φαλάριδος. Πλην η κυρά Αγγέλω διεκήρυξε κατηγορηματικώς ότι, «αφού ο Θεός την ελευθέρωσε μια για πάντα, δεν ήθελε νάχη πλέον νταραβέρια με εκείνον τον μεθύστακα!». Ο κ. Λαγουδάκης είχε φίλον του τινα υπουργικόν γραμματέα προ πολλού αποθανόντα, αλλ' ήτο ούτος τόσον κωφός εν τη ζωή, ώστε, ως μας διεβεβαίου ο κ. Λαγουδάκης, ήτο αδύνατον και μετά θάνατον ν' ακούση το πνεύμα του. Έμενα εγώ, ασκέφθην … και μία φαεινή ιδέα επήλθεν εις τον νουν μου.

Πριν σας ανακοινώσω όμως την ιδέαν ταύτην, εξηκολούθησεν ο κ. Παρασκευάς, πρέπει να σας καταστήσω γνωστόν κάτι τι άλλο. Μάθε, φίλε μου, ότι όλοι ημείς οι εξ αρρενογονίας απόγονοι της οικογενείας μου, πάσχομεν όλοι ανεξαιρέτως από κληρονομικόν τι πάθος περίεργον …

— Από φλυαρίαν ίσως; είπα εγώ, διακόπτων αυτόν.

— Όχι, απήντησεν ο κ. Παρασκευάς. Ιδού τι τρέχει. Αγνοούμεν αν το οικογενειακόν μας όνομα Ιερεμιάδης ψιλούται ή δασύνεται. Η άγνοια αύτη μεταβιβάζεται από πατρός εις υιόν, χωρίς κανείς εκ των προγόνων να δυνηθή να λύση το οικογενειακόν τούτο αίνιγμα. Μη μειδιάτε, σας παρακαλώ! Αν ηξεύρετε πόσους κόπους, πόσας ερεύνας κατέβαλα διά να δυνηθώ να σχηματίσω, μίαν οιανδήποτε πεποίθησιν, αλλ' επί ματαίω! Αν παρατηρήσητε τα οικογενειακά μας έγγραφα, θα ίδητε ότι αι υπογραφαί μας δεν φέρουν πνεύμα, ή φέρουν αδιακρίτως ψιλήν ή δασείαν. Εγώ, αφού επί πολύ εβασανίσθην, εύρον τέλος μέσον τινά όρον, εξασφαλίζοντα την ορθογραφικήν φήμην μου. Ο όρος ούτος είνε τέχνασμα και συνίσταται εις το να σημειώ το πνεύμα επί του αρχικού στοιχείου του επωνύμου με δύο εξοχάς δεξιόθεν και αριστερόθεν· κάμνω έν σχήμα αόριστον, παρεμφερές, περίπου με το του ανθρωπίνου ωτός, ούτως ώστε να εκλαμβάνεται και ως ψιλή και, δασεία. Και με το τέχνασμα τούτο διέσωζον μεν την υπόληψίν μου, αλλ' η απορία μου ουχ ήττον υφίστατο. Διά τούτο, ότε επρόκειτο να επικαλεσθώμεν τα πνεύματα, η πρώτη σκέψις μου ευθύς ήτο να προσκαλέσω τα δύο πνεύματα της Γραμματικής και να μάθω παρ' αυτών την αλήθειαν.

Η αγανάκτησίς μου εξερράγη.

— Και με κρατείς εδώ τόσην ώραν, αθεόφοβε, ανέκραξα, διά να κάμης τόσον αχρεία λογοπαίγνια;

Ο κ. Παρασκευάς ωχρίασε και ήρπασε την επί της τραπέζης μάχαιραν.

— Λογοπαίγνια! ανεβόησεν· εγώ λογοπαίγνια; και νομίζεις ότι άνθρωπος ζων με 1,10 την ημέραν έχει όρεξιν να κάμνη λογοπαίγνια;

— Φίλε μου, είπα καταπραΰνων αυτόν, μη ταράττεσαι· αυτό οπού μου λέγεις κατά σύμπτωσιν το έχω αναγνώσει εις μίαν Εβδομάδα περασμένην εις τας Απαντήσεις άνευ ερωτήσεων.

— Αλλ' είνε 500 εβδομάδες όπου εγώ το σκέπτομαι, απήντησεν ο κ. Παρασκευάς. Άλλως τε τι σημαίνει τάχα; αφού πρόκειται περί πνευμάτων, εφαρμόζεται κάλλιστα η γαλλική παροιμία les génies se rencontrent, δηλαδή τα πνεύματα συναντώνται.

Έφριξα διά το μέγεθος της αυθαδείας του, αλλ' εκείνος απτόητος διά της μαχαίρας την οποίαν εκράτει έκοψε το εναπομένον μήλον και το έφαγεν.

— Ανεκοίνωσα λοιπόν την ιδέαν μου εις τον κ. Λαγουδάκην, είπεν ο κ. Παρασκευάς συνεχίζων την διήγησίν του, ενώ είχομεν ήδη επιθέσει την χείρα και το μαγνητικόν ρεύμα είχεν αρχίσει να σχηματίζεται. Αλλ' ο κ. Λαγουδάκης αντέστη μετ' αξιοπρεπείας.

— Καραγκιοζλίκια θα κάμωμεν; είπεν· εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος! Έπειτα τάχα είνε ανάγκη να εξετάσης το τραπέζι διά να μάθης το πνεύμα του επωνύμου σου; Αφού το Ιερεμίας παράγεται από το ιερός, δασύνεται και αυτό όπως και τα άλλα.

— Και είσθε βέβαιος ότι παράγεται από το ιερός; ηρώτησα.

— Και αμφιβάλλεις; Ο Ιερεμίας ήτο προφήτης και ως τοιούτος είχεν ιερόν χαρακτήρα. Άλλως τα Ιερεμίας, Ιεριχώ, Ιερουσαλήμ, Ιεροβοάμ, όλα αυτά, ονόματα της Ιεράς Ιστορίας, εξάπαντος πρέπει να δασύνωνται.

Προσεπάθησα να του αποδείξω ότι ήτο αβάσιμος ο ισχυρισμός του, αλλ' εκείνος επέμενε φέρων διάφορα επιχειρήματα, εν οίς και το ότι τα από του ιερός παραγόμενα, οίον το ιερεύς, ιεροδιάκονος κλπ., όχι μόνον δέχονται δασύ πνεύμα, αλλ' είνε και φύσει δασέα, και απόδειξις ότι όλοι οι ιερωμένοι φέρουσι πώγωνα. Η συζήτησίς μας διήρκεσεν επί αρκετήν ώραν και εσφροδρύνθη επί τοσούτον, ώστε κατήντησεν εκείνος μεν να με αποκαλέση «κορόιδο της φανταρίας», εγώ δε αυτόν «γέρο ξεκουτιάρη».

Την λέξιν ταύτην ακούσας ο κ. Λαγουδάκης ηγέρθη εμμανής και απειλητικός· αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν η κυρά Αγγέλω, ήτις, μη ενδιαφερομένη ποσώς εις την φιλολογικήν μας συνδιάλεξιν, είχεν αποκοιμηθή επί της τραπέζης και συνώδευε με ηχηρούς ρογχασμούς την συνηγορίαν εκάστου, αφυπνίσθη.

— Τι επάθετε, καλέ; ανέκραξεν ακούσασα τας τελευταίας ευφήμους λέξεις· τι είν' αυτά; μωρά είσθε να μαλώνετε; Τέτοια πράγματα δεν τα θέλω εγώ μέσα εις το σπίτι μου και να μου κάμετε την χάρι να μου αδειάσετε την γωνιά.

Και οι οφθαλμοί της ηστραποβόλουν, το δε αποπληκτικόν πρόσωπον της εφλογίσθη ως κάμινος. Εμείναμεν αμφότεροι ενεοί, σιγώντες, τρέμοντες ως μαθητάρια ατακτούντα, καταληφθέντα εξαίφνης υπό του αυστηρού διδασκάλου.

— Ακούς εκεί! εξηκολούθησεν η οικοδέσποινα μας ωργισμένη εις άκρον, διότι διεκόψαμεν εις τοιούτον τρόπον την ανάπαυσίν της, ακούς εκεί να κοντεύσουν να τσακωθούν για τες δασείες! Και πώς δεν μου σκάσετε! … (Η κυρά Αγγέλω ήτο ενήμερος πάντοτε εις την επικρατούσαν αγοραίαν φρασεολογίαν). Δεν κυττάζετε την τύφλα σας, λέω εγώ! … Κασιδιαρέοι, αλήθεια κι απ' αλήθεια! …

Και εγερθείσα ώθησε την τράπεζαν βιαίως με τας χονδράς και τυλώδεις χείρας της. Ο χωλός πους του τραπεζίου ενέδωκε και η τράπεζα ανετράπη. Το συρτάριον ολισθήσαν εξήλθε της θέσεώς του και τα εν αυτώ έγγραφα διεσκορπίσθησαν εντός του δωματίου.

Τα έγγραφα ταύτα ήσαν ποικίλης ύλης. Επιστολαί, θέματα, σχέδια υπομνημάτων, σημειώσεις, δοκίμια φιλολογικών έργων … Τα φύλλα διεσπάρησαν αναμίξ επί του εδάφους. Αλλ' ιδού μεταξύ αυτών διακρίνομεν με έκθαμβον όμμα εγώ και οι άλλοι τέσσαρα χαρτονομίσματα των 5 φράγκων, εξερχόμενα εκ κιτρίνου τινός φακέλου, νεόκοπα, αμίαντα ακόμη, διατηρούντα την ορεκτικήν αυτών στιλπνότητα και ζωηρότητα των ποικιλμάτων των, φέροντα ευκρινή την ημίσειαν μορφήν του Γεωργίου Σταύρου πονηρώς μειδιώσαν εκ της γωνίας. Το τραπεζάκι εθαυματούργει αληθώς.

Έμεινα κατάπληκτος, αγνοών πώς να εξηγήσω το πράγμα· πώς ευρισκόμην κάτοχος τοιούτου θησαυρού χωρίς να το γνωρίζω! Μόνον μετ' αρκετών λεπτών σκέψιν ανεμνήσθην ότι προ δέκα μηνών είς εξάδελφος μου μοι είχε πέμψει τα είκοσιν εκείνα φράγκα, άτινα μοι εχρεώστει, ότι τα είχα θέσει αφηρημένος εντός φακέλου αναμιχθέντος, φαίνεται, μετ' άλλων εγγράφων· ότι ανεζήτησα ματαίως κατόπιν τα χρήματα και νομίσας ότι τ' απώλεσα, εδημοσίευσα εις τας εφημερίδας ότι απώλεσα σπουδαίον χρηματικόν ποσόν και παρεκάλουν τον ευρόντα να κρατήση τον φάκελον, εάν θέλη, και να μοι φέρη τα χρήματα. Εννοείται ότι κανείς δεν παρουσιάσθη και το δυστύχημά μου τούτο υπήρξεν αφορμή να εκτεθώ επί πολλάς ημέρας εις το δίζυγον πυρ των αγρίων βλεμμάτων της κυράς Αγγέλως και του ξενοδόχου μου και να παρατείνω την τότε εβδομάδα της Τυροφάγου επί τέσσαρας άλλας ακόμη εβδομάδας.

Την εξήγησιν ταύτην ητοιμαζόμην να παράσχω, αλλ' η οικοδέσποινά μου με προέλαβεν. Έκπληξις ευχάριστος διεχύθη επί της μορφής της επί τη θέα των χρημάτων· ιλαρύνθη αμέσως και με φωνήν θωπευτικήν, πραείαν, με μειδίαμα σχεδόν μοι είπεν:

— Έτσι λοιπόν, κυρ Παρασκευά! κρύβεις τους παράδες και μας κάνεις τον μισοκακόμοιρον;

Και αυτός ο κ. Λαγουδάκης λησμονήσας τους διαπληκτισμούς μας προσέθηκεν:

— Εύγε, εύγε! δεν ενόμιζα ότι είσαι τόσον οικονόμος.

Τι να πράξω; αφού εκ της αγαθής συμπτώσεως εσχημάτιζον τόσον καλήν περί εμού γνώμην, ενόμισα συμφέρον να τους αφήσω εις την πλάνην. Ακουσίως μάλιστα ανέλαβον το αγέρωχον ήθος Κροίσου μεταμφιεσθέντος εις επαίτην και αναγνωρισθέντος εκ τυχαίας περιστάσεως. Έκυπτα ήδη να λάβω τα θεόθεν πεμπόμενά μοι χρήματα, αλλά και εις τούτο με προέλαβεν η προβλεπτική κυρά Αγγέλω, ήτις λαβούσα τον φάκελον εκράτησε τα τρία εκ των τεσσάρων χαρτονομισμάτων και μοι έδωκε το έν λέγουσα:

— Εγώ λοιπόν παίρνω το νοίκι και εκείνα οπού μου εχρεωστούσες πρωτύτερα και αύριο σου δίνω τα ρέστα. Ως τόσον για το καλό και για να τα φτιάσετε με τον κ. Λαγουδάκην, παράγγειλε να μας φέρουν κάτι να πιούμε.

Αντίρρησιν δεν ηδυνάμην ν' αντιτάξω. Αι επιθυμίαι της ήσαν προσταγαί. Ο μπακάλης της συνοικίας είχεν ακόμη ανοικτόν το εργαστήριόν του. Μετέβην και έφερα μίαν οκάν κρασί και αρκετά φουντούκια και εκαθίσαμεν επί αρκετήν ώραν πίνοντες ευθύμως παρά το θαυματουργόν τραπέζιον, αναφέροντες ανέκδοτα περί κεκρυμμένων θησαυρών, περί σιδηροχόρτου, περί μυστηριωδών ζαπλούτων πενιχρώς ενδεδυμένων και των τοιούτων. Το κρασί και τα φουντούκια επανελήφθησαν και ούτω το μόνον εκ της θαυμαστής περιπετείας απομείναν μοι τάλληρον μετέβη και αυτό «μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων».

Ο κ. Παρασκευάς εσιώπησεν.

— Ετελείωσεν η ιστορία σου; τον ηρώτησα απορών.

— Ναι.

— Αλλά, φίλε μου, μοι υπεσχέθης ιστορίαν πνευμάτων και δεν είδα εις αυτήν καθόλου πνεύμα!

— Αγνοείς λοιπόν ότι το πνεύμα είνε αόρατον.

Μετά τόσην σοφιστείαν, ηγέρθην καταπαύσας πάσαν συζήτησιν και προς εκδίκησιν δημοσιεύω την ιστορίαν του απαράλλακτον.