Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ασκητικά/Λόγος ΛΒ

Από Βικιθήκη
Λόγος ΛΒ'
Περί της καθαράς προσευχής.

Συγγραφέας:


Kαθώσπερ πάσα η δύναμις των νόμων και των εντολών των δοθεισών τοις ανθρώποις παρά Θεού μέχρι της καθαρότητας της καρδίας διορίζεται κατά τον λόγον των Πατέρων, ούτω και πάντες οι τρόποι και τα σχήματα της προσευχής, άτινα τω Θεώ προσεύχονται οι άνθρωποι, μέ­χρι της καθαρας προσευχής διορίζονται. Οι τε γαρ στεναγμοί και οι γονυπετήσεις και αι καρδιακαί δεήσεις και οι γλυκύτατοι κλαυθμοί και πάντα τα εν τη προσευχή σχήματα, καθώς έφην, έως της καθαράς ευχής τον όρον κέκτηνται και εξουσίαν έχει κινείσθαι.

Από δε της καθαρότητος της προσευχής και μέχρι των ενδον, ηνίκα τον όρον τούτον διαβή, ουκ έτι έξει άδειαν ή διάνοια, ούτε εις προσευχήν ούτε εις κίνησιν ούτε κλαυθμούς ούτε εξουσίαν ούτε αυτεξουσιότητα ούτε δέησιν ούτε επιθυμίαν,ή τίνος ηδονήν των εν τώδε τω βίω ελπιζομένων ή των εν τω μέλλοντι αιώνι. Και δια τούτο μετά την καθαράν προσευχήν άλλη προσευχή ουκ εστί. Και πάσα ταύτης κίνησις και πάντα τα σχήματα έως ώδε τον νουν απάγουσι τη εξουσία της αυτεξουσιότητος δια τούτο άγων εν αυτή. Μετά δε τούτον τον όρον έκπληξις έσται τότε και ουχί προσευχή διότι πέπαυται τα της προσευχής, και θεωρία τις εστί, και ουχί προσευχήν προσεύχε­ται ο νους.

Πας τρόπος προσευχής γινόμενος δια κινήσεων γίνεται, ηνίκα δε ο νους εισέλθη εις τάς πνευματικάς κινήσεις, εκεί προσευχήν ουκ έχει. Αλλο εστίν η προσευχή και άλλο η εν αυτή θεωρία, ει και εξ αλλήλων τάς αφορμάς λαμβάνουσιν. Εκείνη μεν γαρ σπόρος, αυτή δε δραγμάτων άρσις, ένθα θέα ανεκλαλήτω εξίσταται ο θερίζων, πώς εξ ελαχίστων και γυ­μνών κόκκων, ων έσπειρε, τοιούτοι ανθηροί στάχυες ενώπιον αυτού εξαίφνης εβλάστησαν. Ούτος μένει εν τη ίδια γεωργία εκτός πάσης κινήσεως.

Διότι πάσα προσευχή γινομένη δέησις εστίν ή αίτησις ή ευχαριστία ή αίνεσις.Έξερεύνησον ει εστί μία τούτων ή τί­νος αίτησις, όταν διαβή ο νους τον όρον τούτον και εισέλθη είς την χώραν εκείνην. Τον γαρ ειδότα την αλήθειαν εγώ ερωτώ διότι ου πάσιν αυτή η διάκρισις, άλλ’ εκείνοις τοις θεαταίς και λειτουργοίς τούτου του πράγματος γεγενημένοις ή παιδευθείσιν υπό τοιούτων πατέρων και εκ των στομάτων αυτών την αλή­θειαν δεδιδαγμένοις και εν ταύταις και ταίς τοιαύταις ζητήσεσι διαπεράσασι τον βίον αυτών.

Ωσπερ μόλις εκ μυριάδων ανθρώπων είς ευρίσκεται πληρώσας τάς εντολάς και τα νόμιμα μικρόν ενδεώς, και φθάσας είς την της ψυχής καθαρότητα, ούτως είς εκ χιλίων ευ­ρίσκεται καταξιωθείς φθάσαι μετά πολλής παραφυλακής είς την καθαράν προσευχήν και διαρρήξαι τον όρον τούτον και τυχείν εκείνου του μυστηρίου. Διότι πολλοί της καθαράς προσευχής ουδαμώς ηξιώθησαν,αλλ΄ολίγοι. Προς δε το μυστήριον εκείνο και μετ’ εκείνην, καίπερ αν ο φθάσας μόλις ευρίσκε­ται γενεά και γενεά τη χάριτι τον Θεού.

Προσευχή εστί δέησις και φροντις και τίνος επιθυμία, ή λυτρώσεως των ενθάδε πειρασμών ή των μελλόντων ή επιθυμία της των Πατέρων κληρουχίας, δέησις δε δι’ ης υπό Θεού βοηθείται άνθρωπος. Εντός τούτων των κινήσεων περιορίζονται αι της ψυχής κινήσεις.

Η μέντοι καθαρότης αυτής και η μη καθαρότης ούτως έχει.Όταν εν τω καιρώ, εν ω ευτρέπισται ο νους προσενέγκαι μίαν των κινήσεων αυτού, ων είπομεν, συμμιγή αυτω έν­νοια τις ξένη ή ρεμβασμός εν τινι τότε ου καθαρά λέγεται εκείνη προσευχή. Διότι εκ των μη καθαρών ζώων ανήνεγκεν επί το θυσιαστήριον Κυρίου, όπερ εστίν η καρδία, το νοητόν Θεού θυσιαστήριον.

Εάν δε τις μνήμην άγη εκείνης της υπό των Πατέρων καλουμένης πνευματικής προσευχής και μη συνιών την δύναμιν των λογίων των Πατέρων και είποι, αυτή εκ των τηςπνευματικής προσευχής όρων εστίν, εγώ μεν οίμαι, ει προς τηντης κατανοήσεως έρευναν έλθη, βλασφημία έσται το λέγειν τινάτων κτισμάτων, ότι η πνευματική προσευχή όλως κλίνει. Ηγαρ κλίνουσα κάτωθεν εστί της πνευματικής, πάσα δε πνεύματική κινήσεως ηλευθέρωται. Και ει μετά καθαρότητας μόλις τις προσεύχεται, τι είπωμεν περί της πνευματικής;

Διότι έθος ην τοις αγίοις Πατράσι πάσας τάς άγαθάς κινήσεις και τάς πνευματικάς εργασίας τω της προσευχής ονόματι προσαγορεύειν. Ου μόνοις δε τούτοις, αλλά και πάσι τοις πεφωτισμένοις τη γνώσει, τάς καλάς εργασίας παραπλησίως τη προσευχή λογίζεσθαι είωθε, και τούτου φανερού όντος ότι έτερον εστί προσευχή και ετέρα εστί τα εκτελούμενα πρά­γματα. Ενίοτε δε ταύτην την λεγομένην πνευματικήν προσευχήν, εν τισιν οδόν προσαγορεύουσι, και εν άλλοις γνώσιν, εν ετέροις δε οπτασίαν νοεράν. Οράς πώς διαλλάσσουσιν οι Πατέρες τάς προσηγορίας εν τοις πνευματικοίς πράγμασιν; Αυτή γαρ η ακρί­βεια των ονομάτων τοις ενταύθα συνίσταται πράγμασιν, υγιές δε ή αληθινόν όνομα τοις του μέλλοντος αιώνος πράγμασιν ου­δαμώς, αλλά μία γνώσις απλή υπεράνω πάσης προσηγορίας και παντός στοιχείου και μορφής και χροιάς και σχήματος και συνθέτων ονομάτων. Δια τούτο, ηνίκα υψωθή η γνώσις της ψυχής εκ του ορατού κόσμου, ως βούλονται οι Πατέρες χρώνται τοις δηλωτικοίς αυτής, καθότι τα ονόματα αυτής εν ακριβεία ουδείς επίσταται. Άλλ’, ίνα επιστηρίξωσιν αυτή τους ψυχικούς διαλογισμούς, προσηγορίαις χρώνται και παραβολαίς,κατά το λόγιον του εν αγίοις Διονυσίου ειπόντος, ότι εν παραβο­λαίς και συλλαβαίς και ονόμασιν ενδεχομένοις, και ρήμασι χρώμεθα των αισθήσεων ένεκα. Ηνίκα δε τη ενεργεία του Πνεύματος κινηθή η ψυχή προς εκείνα τα θεία, περιττόν ημίν εστί τότε αι τε αισθήσεις και αι δι’ αυτών ενέργειαι. ‘Ώσπερ αί δυνάμεις της ψυχής της πνευματικής περιτταί εισιν, ηνίκα η ψυχή όμοια τη θεότητι κατασταθή τη ακαταλήπτω ενότητι και φωτισθή τη ακτίνι του υψηλού φωτός εν ταίς εαυτής κινήσεσι.

Λοιπόν, αδελφέ, πίστευε, ότι εξουσίαν έχει διακρίνειν ο νους τάς εαυτού κινήσεις, έως του τόπου της εν προσευχή καθαρότητος, όταν δε φθάση εκεί και μη στραφή εις τα οπίσω ή καταλείψη την προσευχήν, τότε γίνεται η προσευχή ώσπερ τις μεσίτις μεταξύ της ψυχικής και της πνευματικής. Όταν μεν κινηθή, εν τη ψυχική χώρα εστίν, όταν δε εις εκείνην την χώραν εισέλθη, παύεται της προσευχής.

Οι γαρ άγιοι εν τω μέλλοντι αιώνι ου προσευχή προσεύχονται, όταν ο νους αυτών καταποθή υπό του Πνεύματος, άλλα μετά καταπλήξεως εναυλίζονται εν τη ευφραινούση δόξη. Ούτω και εν ημίν ηνίκα αξιωθή ο νους αισθάνεσθαι της μελλούσης μακαριότητος, και εαυτού επιλανθάνεται και πάντων των ενθάδε και ουκ έτι έξει κίνησιν εν τισι.

Τούτου ένεκεν μετά πεποιθήσεως θαρρεί τις λέγειν, ότι πάσαν αρετήν γινομένην και πάσαν τάξιν προσευχής, είτε εν σώματι είτε εν διανοία, το αυτεξούσιον του θελήματος οδη­γεί και κινεί, και αυτόν τον νουν τον όντα βασιλέα των παθών δια των αισθήσεων.Ηνίκα δε του Πνεύματος η διοίκησις και η οικονομία κυριεύει του νοός, του των αισθήσεων και λογισμών οικονόμου, αφαιρείται το αυτεξούσιον από της φύσεως, και οδηγία οδηγείται τότε και ούχ οδηγήσει. Και που τότε έσται η προσευχή, ηνίκα η φύσις μη ισχύη εξουσίαν έχειν καθ9 εαυτής, αλλ’ ετέρα δυνάμει οδηγείται ένθα ου γινώσκει, ουδέ τάς κινήσεις της διανοίας κατορθώσαι δυνηθή εν οίς αν βούληται, άλλ’ αιχμαλωσία κατακρατείται εν τη ώρα εκείνη και ύπ’ αυ­τής οδηγείται ένθα ουκ αισθάνεται; Άλλ’ ουδέ θέλησιν έξει τηνικαύτα, ούτε ει εν σώματι εστίν ή έκτος του σώματος οίδε, κατά την της Γραφής μαρτυρίαν. Λοιπόν έσται άρα τω ούτως αιχμαλωτισθέντι και εαυτόν μη ειδότι προσευχή;

Δία τούτο μηδείς βλασφημείτω και λέγειν θαρρείτω, δυνατόν είναι προσεύχεσθαι την πνευματικήν προσευχήν. Ταύτη γαρ τη τόλμη καταχρώνται οι μετά αλαζονείας Προσευχόμενοι και ιδιώται τη γνώσει και εαυτοίς καταψεύδονται, ότι, όταν βούλωνται, προσεύχονται την πνευματικήν προσευχήν. Οι δε ταπεινόφρονες και νοήμονες συγκαταβαίνουσι μαθείν παρά των Πατέρων και γνώναι τους όρους της φύσεως, και ταύτη τη τόλμη τάς εαυτών διανοίας δούναι ουκ ανέχονται.

Ερώτησις. Και τίνος ένεκεν, επεί ουκ εστί προσευχή, τη της προσευχής επωνυμία προσαγορεύεται αυτή η ανεκλάλητος χάρις;

Άποκρισις. Το αίτιον ούτως είναι λέγομεν διότι εν τω καιρώ της προσευχής δίδοται τοις αξίοις και εκ της προσευχής έχει την αφορμήν. Καθότι ουκ εστί ταύτη τη επιδόξω τόπος επιφοιτήσεως, άλλ’ η τον τοιούτον καιρόν κατά την των Πατέρων μαρτυρίαν. Δια τοι τούτο τη επωνυμία της προσευχής προσαγορεύεται, διότι εκ της προσευχής οδηγείται ο νους προς εκείνην την μακαριότητα, και δια το την προσευχήν ταύτης είναι αιτίαν και εν άλλοις καιροίς χώραν ουκ έχειν, ως δηλούσι τα συγγράμματα των Πατέρων. Είδομεν γαρ πολλούς των α­γίων, ως και εν τοις βίοις αυτών εστίν, ισταμένους εις προσευχήν και αρπαγέντας τον νουν.

Αλλ’ εάν τις ερώτηση, Τίνος χάριν εν τω καιρώ τούτω μόνον γίνονται ταύτα τα μεγάλα και ανεκλάλητα χαρίσματα;Ερούμεν Διότι εν τούτω τω καιρώ πλέον παντός καιρού ο άν­θρωπος ηυτρεπισμένος και συνηγμένος τυγχάνει του προσέχειν τω Θεώ και επιθυμών και εκδεχόμενος παρ αυτού το έλεος. Και συντόμως ειπείν, καιρός εστί στάσεως της επί του βασιλέ­ως πύλης εις το δέεσθαι. Και η αίτησις του δεομένου και παρακαλούντος εν τούτω τω καιρώ πρέπει δοθήναι. Ποιος γαρ άλ­λος καιρός εστίν, εν ω ο άνθρωπος ηυτρεπισμένος και εν παραφυλακή τυγχάνει, ως ο καιρός εν ω προσεύχεσθαι μέλλει; Ή πρέπον εστίν ίσως εν τω καιρώ εν ω καθεύδει ή εργάζεται τι ή πεφυρμένος τον νουν γίνεται, τυχείν ενός των τοιούτων; Ιδού γαρ, ει και οι άγιοι καιρόν αργίας ου έχουσι, διότι εν πάση ώρα ησχολημένοι είσιν εν τοις πνευματικοίς, αλλ ούν εστίν όταν μη εν ετοιμασία της προσευχής ιστάμενοι ώσι πολλάκις γαρ ή μελετώσιν εν τισι των εν τη βίβλω ή εν τη θεωρία των κτισμά­των, μετά και των άλλων των όντων επωφελών.

Αλλ΄εν τω καιρώ της προσευχής, τω Θεώ μόνω προσέχει του νοός η θεωρία και προς αυτόν τείνει πάσας τας κινή­σεις αυτού και δεήσεις εκ καρδίας μετά σπουδής και θέρμης δι­ηνεκούς προσάγει αύτω. Και δια τούτο εν τούτω τω καιρώ, εν ω μονωτάτη φροντίς έγκειται τη ψυχή, πρέπον εστίν εξ αυτού βρύειν θείαν ευμένειαν. Ιδού γαρ βλέπομεν, ότι ηνίκα ό ιερεύς ευτρεπισθή και εις προσευχήν στη, εξευμενιζόμενος το θείον και δεόμενος και συνάγων τον νουν, τότε επιφοιτά το Πνεύμα το άγιον επί τω άρτω και τω οίνω τω επιτεθειμένω επί τω θυσιαστηρίω.

Καί τω Ζαχαρία δε εν τω καιρώ της προσευχής ώφθη ο Άγγελος και τον Ιωάννου τόκον προευηγγελίσατο. Ομοίως και τω Πέτρω επί τω δωματίω προσευχομένω εν τω καιρώ της έκτης ώρας ώφθη η οπτασία η οδηγήσασα έπι την των εθνών πρόσκλησιν, δια της κατενεχθείσης ουρανόθεν οθό­νης και των εν αυτή ζώων. Και τω Κορνηλίω προσευχομένω ώφθη Άγγελος και είπεν αυτώ τα περί αυτού γεγραμμένα. Καί πάλιν Ίησού, τω υιώ Ναυή, επί πρόσωπον κεκυφότι εν προσ­ευχή, ελάλησεν αυτώ ο Θεός. Καί πάλιν εκ του ιλαστηρίου του άνωθεν της κιβωτού, εξ ου ο ιερεύς εμυείτο θεόθεν τάς οπτασίας εκάστου των οφειλομένων εν τω καιρώ, εν ω ο αρ­χιερεύς άπαξ του ενιαυτού εισήρχετο εν τω φρικώδει καιρώ της προσευχής, των φυλών πασών των υιών Ισραήλ συνηγμένων και εν τη εξωτέρη ισταμένω σκηνή εις προσευχήν, ηνίκα εισήρχετο ο αρχιερεύς εις τα άγια των άγιων και έρριπτεν εαυ­τόν επί πρόσωπον, ήκουε των λογίων του Θεού δι’ οπτασίας φοβέρας και ανεκλαλήτου. Ω τι φοβερόν εκείνο το μυστήριον, ό ελειτουργείτο εν εκείνω τω πράγματι! Ούτω και πασαι αι οπτασίαι αι εν τοις αγίοις φανείσαι εν τω καιρώ της ευχής γίνονται.

Ποίος γαρ καιρός έτερος άγιος και τω αγιασμώ πρέπων εν τη εισδοχή των χαρισμάτων, ως ο της προσευχής καιρός, εν ω συνδιαλέγεται τις τω Θεώ; Εν τούτω γαρ τω καιρώ, εν ω αι προς Θεόν λιταί και δεήσεις και αι μετ’ αυτού συντυχίαι γίνονται, πάσας τάς κινήσεις και ενθυμήσεις πανταχόθεν μετά βίας συνάγει ο άνθρωπος και εν τω Θεώ μόνω διαλογίζεται και την καρδίαν αυτού εμπιπλαμένην εξ αυτού έχει, καντεύθεν συνίησι τα ακατάληπτα το γαρ Πνεύμα το άγιον κατά το μέτρον εκάστου κινείται εν αυτώ, και εξ ων τις προσεύχεται ύλην λαβών, κινείται εν αυτώ. ‘Ώστε εν τη προσοχή ή προσευχή εκκόπτεται της κινήσεως και εν τη εκπλήξει καταπλήττεται και καταποθείται ο νους και της επιθυμίας του ίδιου αιτήματος επιλανθάνεται. Και εν βαθεία μέθη βαπτίζονται αι κινήσεις αυτού και ουκ εστίν εν τούτω τω κοσμώ, και τότε ουκ έσται εκεί διαφορά ψυχής ουδέ σώματος ούτε τινός μνήμη. Καθώς εφη ο θείος και μέγας Γρηγόριος «Προσευχή εστί καθαρότης νοός, ήτις μόνη εκ του φωτός της αγίας Τριάδος μετ’ εκπλήξεως τέμνεται».Οράς πώς τέμνεται η προσευχή δια της εκπλήξεως της κατανοήσεως εκείνων των εξ αυτής τικτομένων εν τω νοί, καθώς προέφην εν τη αρχή του συγγράμματος και εν άλλοις πολλοίς τόποις; Και πάλιν ο αυτός έχει.

«Καθαρότης νοός εστί μετεωροπορία των νοητών, ήτις αμιλλάται τη ουρανίω χροιά, έφ’ η διαυγάζει εν τω καιρώ της προσευχής το φως της αγίας Τριάδος».

Ερώτησις. Και πότε αξιουταί τις ταύτης της χάριτος όλης;

Απόκρισις. Εν τω καιρώ της προσευχής, φησίν, όταν ο νους αποδύηται τον παλαιόν άνθρωπον και ενδύηται τον νέον της χάριτος, τότε την εαυτού καθαρότητα όψεται ομοίαν τη επουρανίω χροιά, ήτις Θεού τόπος υπό της γερουσίας των υιών Ισραήλ ωνόμασται, ηνίκα ώφθη αυτοίς εν τω όρει. Ουκούν, ως είπον, ουχί πνευματικήν προσευχήν δεί καλείν ταύτην την δωρε­άν την χάριν, αλλά τοκετόν της καθαράς προσευχής, της δια του αγίου Πνεύματος καταπεμπομένης. Τότε ο νους εκείσε υπεράνω της προσευχής γίνεται και εν τη ευρέσει της κρείττονος, η προσευχή καταλείπεται. Και τότε ου προσευχή προσεύχεται, αλλ9 εν εκστάσει γίνεται εν τοις ακαταλήπτοις πράγμασι, τοις υπερκειμένοις του των θνησκόντων κόσμου, και σεσίγηται εν αγνοία πάντων των ενθάδε. Αύτη εστίν η άγνοια, η υπέρτερα της γνώσεως, ήτις είρηται. Αύτη εστί περί ης είρηται, μακάριος ο καταλαβών την άγνοιαν, την της προσευχής αχώριστον, ης αξιωθείημεν χάριτι του μονογενούς Υιού του Θεού.

Ω πρέπει πασά δόξα, τιμή και προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.