Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ασκητικά/Επιστολή Δ

Από Βικιθήκη
Επιστολή Δ.
Προς τον Όσιον Πατέρα Συμεώνην τον θαυματουργόν

Συγγραφέας:


Η επιστολή σου, άγιε, ουχί λόγοι εγκεχαραγμένοι εισίν, αλλά την αγάπην σου την προς ημάς εν αυτή ως εν εσόπτρω εζωγράφησας και υπέδειξας. Και ως νομίζεις ημάς είναι, ούτως έγραψας, και έδειξας εν αυτοίς τοις έργοις ότι υπερβαλλόντως αγαπάς ημάς, ώστε και εκ της πολλής αγάπης επιλαθέσθαι του μέτρου ημών. Όπερ γαρ έδει γράψαι ημάς τη ση οσιότητι και ερωτήσαι και μαθείν την αλήθειαν παρ’ υμών, ει πρόνοιαν της σωτηρίας ημών εποιούμεθα, τούτο συ δια το μέγεθος της αγάπης προλαβών έγραψας ημίν. Και τάχα τούτο εν τέχνη φιλοσοφίας πεποίηκας, ίνα εν ταίς σαις ερωτήσεσι ταίς λεπταίς και πνευματικαίς, εν αίς εγώ ερωτώμαι παρ’ υμών, εξυπνισθή η ψυχή μου εκ της αμελείας, εν η εβυθίσθη πολύ. Όμως καγώ εν τη αγάπη εκείνη, εν η επελάθου του μέτρου ημών, επιλανθάνομαι της ανικανίας μου, ώστε με μη προσέχειν τι δύναμαι αρκέσαι, αλλά τι ισχύει η ευχή σου ποιήσαι. Ότε γαρ εγώ επιλάθωμαι του μέτρου μου και συ τον Θεόν ταίς ευχαίς σου εκλιπαρήσεις, ώστε τελειωθήναι την σήν αίτησιν, δοθήσεταί σοι πάντως υπό του Θεού όπερ ήτησας εν τη ευχή, ως αυτού γνησίω θεράποντι.

Ερώτησις. Η πρώτη τοίνυν ερώτησις η εν τη επιστολή εστίν αύτη. Ει δει πάσας τάς εντολάς του Κυρίου φυλάττεσθαι, καί εί ουκ έστι τρόπος σωτηρίας τω μη φυλάττοντι αυτάς.

Απόκρισις. Και περί τούτου καθώς μοι δοκεί, ουδέ ερωτάν χρεών τινι. Εί γαρ και πολλαί εισί, φυλάττεσθαι οφειλόμενον εί δε μη, δοθήναι παρά του Σωτήρος ουκ ώφειλον. Περισσόν γαρ τι και μη έχον αιτίαν και χρείαν, καθώς μοι δοκεί, ουκ ερρέθη, ουδέ επράχθη παρά του Δεσπότου ημών. Ο σκο­πός γαρ της παρουσίας αυτού ίνα καθαρίση την κακίαν της πρώτης παραβάσεως εκ της ψυχής και μεταβάλη αυτήν προς την εαυτής αρχαίαν κατάστασιν, ηνίκα τάς ζωοποιούς αυτού εντολάς ώσπερ φάρμακα καθαρτικά της εμπαθείας ημών δέδωκεν ημίν. Όπερ γαρ τα φάρμακα τω νοσερώ σώματι, τούτο αι εντολαί τη εμπαθεί ψυχή. Και δήλον εστίν, ότι αι εντολαί εξ εναντίας των παθών ετέθησαν, προς ιατρείαν της παραβεβηκυίας ψυχής, καθώς αριδήλως ο Κύριος λέγει τοις εαυτού μαθηταίς· «ο έχων τάς εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με καί ο αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου* και αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μόνην παρ’ αυτώ ποιήσομεν». Και πάλιν, «εν τούτω γνώσεται ο κόσμος ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγαπάτε αλλήλους». Καί δήλον ότι η αγάπη μετά την υγίειαν της ψυχής προσκτηθήναι δύναται, η δε ψυχή ουχ υγιαίνει, ειμή φυλάξασα τάς εντολάς.

Η φυλακή των εντολών ακμήν υποκάτωθεν της πνευματικής αγάπης εστί. Και δια το είναι τους πολλούς φυλάττοντας τάς εντολάς εκ του φόβου ή χάριν αμοιβής των μελλόν­των, και ουχί δια την αγάπην, πολλά παραινεί εις την φυλακήν των εντολών των εκ της αγάπης, των παρεχουσών τη ψυχή το φως. Και πάλιν «ίνα θεωρώσιν οι άνθρωποι τα καλά υμών έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». Και ου δυνατόν οράσθαι εν τη ψυχή τα αγαθά έργα, άπερ ο Κύριος εδίδαξεν, ει μη φυλαχθώσιν αι εντολαί. Και ότι ουκ είσιν αι εντολαί βαρείαι τοις αγαπώσι την αλήθειαν, ο Κύριος είπε «δεύτε», γαρ φησι, «πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς ότι ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν». Ότι δε πάσας τάς εντολάς χρεών φυλάττεσθαι υφ’ ημών επιμελώς, και τούτο αυτός ενετείλατο λέγων «ο καταλύων μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδά­σκων τους ανθρώπους, ούτος ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών». Ουχί μετά ταύτα πάντα τα νομοθετηθέντα προς σωτηρίαν ημών δύναμαι ειπείν, ότι ου δει φυλάττειν πάσας τάς εντολάς, αλλά ουδέ αύτη η ψυχή ικανοί καθαρθήναι, εάν μη φυλάξη αυτάς, αίτινες ως φάρμακα καθαίρειν τα πάθη και τα πταίσματα παρά Κυρίου εδόθησαν.

Συ γινώσκεις, ότι η κακία δια της παραβάσεως των εντολών επεισήλθεν ημίν. Λοιπόν δήλον, ότι εν τη φυλακή πάλιν επανέρχεται η υγίεια. Αλλ’ ουδέ εκτός της εργασίας των εντολών δωρήσασθαι ημίν χάριτι την κάθαρσιν της ψυχής- ηνίκα εν πρώτοις ου βαδίζομεν εν τη οδώ εκείνη τη απαγούση προς την της ψυχής καθαρότητα. Και μη είπης, ότι ο Θεός δύναται και χωρίς της εργασίας των εντολών δωρήσασθαι ημίν χάριτι την κάθαρσιν της ψυχής ότι ταύτα τα κρίματα εστί του Κυρίου και ου παραγγέλλει η Εκκλησία τοιαύτα επερωτάν ημάς. Και οι Ιουδαίοι εν τω καιρώ της επανόδου αυτών, της από Βαβυλώνος εις Ιερουσαλήμ, εν τη οδώ τη τετριμμένη υπό της φύσεως ώδευσαν, και ούτως ήλθον εις την αγίαν πόλιν αυτών και εθεάσαντο τα θαυμάσια Κυρίου. Αλλ’ ο Ιεζεκιήλ υπέρ φύσιν εν τη εργασία της αποκαλύψεως ηρπάγη και ήλθεν εις Ιερουσαλήμ και εν τη αποκαλύψει τη θεϊκή εγένετο θεωρός της μελλούσης ανανεώσεως.

Κατά τούτον τον τρόπον γίνεται και εν τη της ψυχής καθαρότητι. Γίνονται τίνες, ότι εν τη οδώ τη πατουμένη και νομίμω τη δια της φυλακής των εντολών εν πολιτεία πολυμόχθω, εν τω αίματι αυτών, εισέρχονται εις την της ψυχής καθαρότητα, και εισίν άλλοι, οίτινες εκ της δωρεάς της χάριτος αυτής αξιούνται. Και τούτο εστί το θαυμαστόν ότι την δια της χάριτος δωρουμένην ημίν ουκ επετράπημεν αιτήσασθαι εν τη προσευχή και παραιτήσασθαι την πολιτείαν της εργασίας.

Εκείνω γαρ τω πλουσίω τω ερωτήσαντι τον Κύριον, «πώς κληρονομήσω την ζωήν την αιώνιον», είπε καθα­ρώς «φύλαξον τάς εντολάς». Και ότε είπε, «ποίαι εισίν αι εντολαί;», είπεν αυτώ εν πρώτοις απέχεσθαι των έργων των κακών, και ούτως υπέμνησεν αυτόν των φυσικών. Ότε δε εζήτησε περισσόν τι μαθείν, είπεν αυτώ «ει θέλεις τέλειος είναι, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δός πτωχοίς, και άρον τον σταυρόν σου και ακολουθεί μοι». Τούτο δε εστίν, ίνα νεκρωθής πάσι τοις υπάρχουσί σοι και ούτω ζήσεις εν εμοί. Έξελθε εκ του κόσμου του παλαιού των παθών, και ούτως εισέρχη εις τον κόσμον τον καινόν του Πνεύματος. Άρον, και απόδοσον την γνώσιν των τρόπων και της πανουργίας, και ούτως ενδύη την γνώσιν την απλήν της αληθείας. Εν τω ειπείν γαρ «άρον τον σταυρόν σου», νέκρωσιν εκ πάντων των εν τω κόσμω εδίδαξεν ο Κύριος. Και ότε ενέκρωσεν εν εαυτώ τον παλαιόν άν­θρωπον, ήτοι τα πάθη, τότε είπεν αυτώ ελθέ οπίσω μου. Ουκ εστί τω παλαιώ άνθρώπω πορευθήναι εν τη οδώ του Χριστού, καθώς ο μακάριος Παύλος είπεν «ότι σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ου δύναται, ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί». Και πάλιν «εκδύσασθε τον παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον κατά τάς επιθυμίας, και τότε δυνήσεσθε ενδύσασθαι τον νέον, τον ανακαινούμενον εν επιγνώσει της ομοιώσεως του κτίσαντος αυτόν». Και πάλιν «το φρόνημα το χοϊκόν έχθρα εστίν εις Θεόν». Τω γαρ νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται, ουδέ γαρ δύναται. Οι γαρ εν σαρκί όντες, τα της σαρκός φρονούσι και αρέσαι τω Θεώ εν τω φρονήματι του πνεύματος, ου δύναται».

Συ δε,ω άγιε, εάν αγαπάς την καθαρότητα της καρδίας και το φρόνημα το πνευματικόν, όπερ είπας, κολλήθητι ταίς δεσποτικαίς εντολαίς, καθάπερ είπεν ο Δεσπότης ημών «εάν αγαπάς εισελθείν εις την ζωήν, φύλαξον τάς εντολάς», δια την αγάπην του τεθεικότος αυτάς, και μη δια φόβον ή αμοιβήν του μισθού. Διότι ουχ ότε πράξομεν την δικαιοσύνην γευόμεθα της ηδονής της κεκαλυμμένης εν αυτή, αλλ’ ότε ο πόθος της δι­καιοσύνης εσθίει την καρδίαν ημών. Και ουχ ότε πράξομεν την αμαρτίαν αμαρτωλοί γινόμεθα, άλλ’ όταν μη μισήσωμεν αυτήν και μεταμεληθώμεν επ’ αυτή. Και ου λέγω ότι γέγονέ τις, ή των αρχαίων ή των εσχάτων, μη φυλάξας τάς εντολάς, και φθάσας την καθαρότητα της καρδίας και της θεωρίας του Πνεύματος καταξιωθείς- αλλ’ ως δοκεί μοι, όστις τάς εντολάς ουκ εφύλαξε και κατ’ ίχνος μη ώδευσε των μακαρίων Αποστό λων, άγιος καλείσθαι ουκ άξιος.

Ο μακάριος Βασίλειος και οι μακάριοι Γρηγόριοι, περί ων είπας, ότι ήσαν αγαπώντες την έρημον και ήσαν στύλοι και φως της Εκκλησίας, και ήσαν επαινούντες την ησυχίαν, ουχ ότε ήσαν αργοί εκ της εργασίας των εντολών ήλθον εις την καθαρότητα της ψυχής και ηξιώθησαν της θεωρίας του Πνεύματος. Εγώ πιστευω αληθώς, ότι ότε ήσαν οίκουντες εν ταίς πόλεσι, τους ξένους ήσαν υποδεχόμενοι, τους ασθενείς τε επι­σκεπτόμενοι και τους γυμνούς ενδύοντες, τους των κοπιώντων πόδας απονίπτοντες’ και ει ηγγάρευσεν αυτούς τις μίλιον εν, δύο απήρχοντο. Και ότε εφύλαξαν τάς εντολάς τάς δεομένας μεταξύ των πολλών αναστρέφεσθαι και ήρξατο ο νους αυτών της πρώτης ακινησίας και των θείων και μυστικών θεωριών, έκτοτε έσπευσαν και εξήλθον εις την ησυχίαν της ερήμου, και έκτοτε υπέμειναν μετά του έσω αυτών ανθρώπου, ώστε γενε­ίσθαι αυτούς θεωρητικούς, και διέμειναν εν τη θεωρία του Πνεύματος, έως αν εκλήθησαν υπό της χάριτος γενέσθαι αυτούς ποιμένας της Εκκλησίας του Χριστού.

Περι δε ου είρηκας, ότι ποτέ μεν ο μέγας Βασίλειος την συνοίκησιν των πολλών επαινεί, ποτέ δε την αναχώρησιν, τούτο φημί ότι δυσί τρόποις ευρίσκεται το κέρδος εν αληθεία τοις σπουδαίοις, εκάστω κατά την δύναμιν και την διαφοράν και τον σκοπόν, ον έθηκεν εν εαυτώ. Γίνεται γαρ ποτέ τοις δυνατοίς ωφέλεια τη των πολλών συνοικήσει, ποτέ δέ και τοις ασθενέσι, και εν τη ερήμω δε τον αυτόν τρόπον ωσαύτως. Τω σταθέντι εν τη της ψυχής υγιεία ω και ο νους συνεκράθη τω πνεύματι, και νεκρώσαντι τη πολιτεία τη ανθρωπινή εαυτόν, ου γίνεται η των πολλών συνοίκησις βλαβερά, εάν νήφη τοις εαυτού, και ούτος ουχ ίνα ωφεληθή, αλλ’ ίνα ωφελήση ότι εκ του Θεού εκλήθη εν τω ονόματι των λοιπών πατέρων. Και τω ασθενεί δε και χρήζοντι ακμήν του αυξήσαι τω των εντολών γάλακτι, ομοίως ωφέλιμον το μετά των πολλών συνοικείν, έως αν γυμνασθή και κατεργασθή και κολαφισθή εν τοις πειρασμοίς και πέση και αναστή μεταξύ των πλειόνων και κτήσηται την υγείαν της ψυχής. Ουκ εστί βρέφος μη τραφέν τοις του γάλα­κτος ρεύμασι, και ουκ εστί μοναχός μη τω γάλακτι των εντο­λών εντραφείς, κατορθών και νικών τα πάθη, και της καθαρότητος αξιούμενος. Τον όμοιον δε τρόπον, ως έφημεν, και η έρη­μος, ποτέ μεν τοις ασθενέσι και φεύγουσιν ωφέλιμος, ποτέ δε τοις δυνατοίς. Τοις πρώτοις μεν, ίνα μη ευρεθείσα ύλη, εκκαυθήναι αυτοίς και αξιωθήναι τα πάθη παρασκευάσειε’ τοις ισχυροίς δε, εν τω μεσάζειν εν ύλη και καταντήσαι προς τους πολέμους του πονηρού.

Εν αληθεία γαρ, ως είπας, η έρημος εστίν η κοιμίζουσα τα πάθη. Αλλ’ ου τούτο μόνον ζητείται, το κατακοιμήσαι τινά τα εαυτού πάθη, αλλά και εκτίλαι τούτο δε εστί νικήσαι αυτά, ηνίκα φιλονεικήσουσιν εξ εναντίας ημών. Τα πάθη γαρ τα κατακοιμισθέντα εξυπνίζεται, όταν απάντηση αιτία ελθείν εις την πράξιν αυτών.

Πως δε μάθηση, ως ουχ η έρημος μόνη κοιμίζει τα πάθη,καθώς έφης, κατανόησον εν τω καιρώ της νόσου και τηςπολλής ασθενείας, ότι ου σφοδρώς πολεμούσιν ημίν. Ου μόνονδε, αλλά και αυτά πολλάκις κατακοιμίζουσιν άλληλα, ότεδώσουσι τόπον αλλήλοις. Το πάθος γαρ το της κενοδοξίας υποχωρείν το της πορνείας ποιεί, και αυ πάλιν το της πορνείας τηνδοξομανίαν καταπραύνει. Λοιπόν μη θελήσωμεν καταδιώξαιτην έρημον, ότι κοιμίζει μόνον τα πάθη, αλλ’ ότι εν τη των αι­σθητών απορία και τη εκ πάντων αναχωρήσει, σοφιζόμεθα εν αυτή και ανακαινίζεται ημίν ο έσω άνθρωπος του πνεύματος εν Χριστώ και πάσαν ώραν γινόμεθα θεωρητικοί εαυτών και γίνε­ται ο νους ημών γρήγορος και φυλάττει εαυτόν καθ’ ώραν,μήπως κλαπή εξ αυτού η μνήμη της ελπίδος αυτού.

Ταύτα, ως δοκεί μοι, αρκεί προς την πρώτην ερώτησιν σου, ει τέως και τούτων έχρηζεν. Είπωμεν δε λοιπόν και περί της δευτέρας η δε ην.

Ερώτησις. Ότι διατί ο Κύριος ημών προς την ομοίωσιν εκείνης της μεγαλωσύνης του Πατρός του εν τοις ουρανοίς την ελεημοσύνην ώρισεν, οι μοναχοί δε την ησυχίαν προτιμώσιν αυτής;

Απόκρισις. Η δε απόκρισις αυτής, αύτη. Καλώς, ότι εκ του Ευαγγελίου παράδειγμα ήνεγκας, και τύπον εξετάσε­ως της πολιτείας της μεγάλης της ησυχίας. Ημείς κατέναντι ταύτης ιστάμεθα και ου ζητούμεν του καταργήσαι αυτήν ως πράγμα τι περισσόν. Ο Κύριος την ελεημοσύνην ώρισε προςτην ομοίωσιν του επουρανίου Πατρός, ως προσεγγίζουσαν αυτώ τους τελειούντας αυτήν. Τούτο αληθές. Και ουδέ ημείς οι μονα­χοί την ησυχίαν χωρίς της ελεημοσύνης τιμώμεν, αλλ’ ότι εκ της μερίμνης και της ταραχής καθ’ όσον οιον τε απέχεσθαι σπεύδομεν. Ουχ ότι εξ εναντίας των αναγκαίων, όταν ημίν απαντήσωσιν, αντιστήναι βουλόμεθα, αλλά φροντίζομεν της ησυχίας, ίνα εν τη αδολεσχία του Θεού διαμείνωμεν, εν η δυνά­μεθα επί πλέον διϋλισθήναι της θολώσεως και προσεγγίσαι αυτώ. Εάν δε άπαξ ποτέ προς ποσότητα καιρών επέλθη ημίν χρεία τις αναγκαία αδελφών, μηδέ ταύτης αμελείν προσήκει.

Αναγκάσωμεν ουν εαυτούς διηνεκώς, ίνα γενώμεθα εν παντί καιρώ έσωθεν ελεήμονες υπέρ πάσης της φύσεως των λογικών. Ούτω γαρ επιτρέπει ημίν η διδασκαλία του Κυ­ρίου. Και αύτη εστίν η διαφορά της ησυχίας ημών, και ουχ ως έτυχε. Και ου μόνον ταύτην την έσωθεν ημών φυλάξαι, αλλά και όταν καλή καιρός των έργων και ανάγκη των πραγμάτων, μη αμελείν του δείξαι την αγάπην αυτού φανερώς χρή. Και μά­λιστα εάν την παντελή ησυχίαν ουκ έκριναν καθ’ εαυτούς, του μη απαντήσαι τινι, αλλά τω κανόνι των εβδομάδων και των επτάκις επτά ποιούντων εαυτοίς ησυχίαν στοιχώσιν. Οι γαρ τοιούτοι εκ των πραγμάτων της ελεημοσύνης της προς τον πλησίον, ουδέ εν μέσω των όρων των κανόνων αυτών όντες προς το πληρώσαι τούτους κατέχουσιν εαυτούς, ει μη τις εστί πολυ απότομος και ωμός και απάνθρωπος και κατέναντι του προσώπου και των οφθαλμών κρατεί την ησυχίαν. Διότι γινώσκομεν, ότι χωρίς της του πλησίον αγάπης ουδέ ο νους δύναται εν τη ομιλία και τη αγάπη τη θεία φωτισθήναι.

Tίς γαρ νυν μοναχός εκ των σοφών, έχων διατροφάς και ενδύματα, και ορών τον αυτού πλησίον πεινώντα τε και γυμνητεύοντα, ου μεταδίδωσιν ων έχει, αλλά φείδεται τίνος εξ αυτών; Ή πάλιν τις τίνα των από της αυτής σαρκός θεωρών νόσω τρυχόμενον και μόχθω ταλαιπωρούμενον και χρείαν επι­σκέψεως έχοντα, αυτός δια τον πόθον της ησυχίας τον κανόνα του εγκλεισμού της αγάπης του πλησίον προτιμά; Όταν δε τίνα τοιαύτα μη η, εν τω νοΐ την αγάπην φυλάξωμεν και την ελεημοσύνην την εις τους αδελφούς. Των γαρ πραγμάτων όντων εγγύς, και έργω πληρώσαι και τελειώσαι ταύτην απαιτεί παρ’ ημών ο θεός.

Δήλον ουν ότι, ει ουκ εκτησάμεθα τι, ουκ επετράπημεν πεσείν εις μέριμναν και ταραχήν ένεκα των πτωχών. Εάν γαρ έχωμεν, απαιτούμεθα. Και πάλιν εάν απέχωμεν εν τη δια­γωγή ημών εκ του συγκαθεσθήναι και συναναμίγνυσθαι ταίς θεωρίαις των ανθρώπων, ου χρεών καταλιπείν ημάς το κελλίον ημών και το κάθισμα το μοναστικόν και αναχωρητικόν, και εκδούναι εαυτούς προς το γυρεύσαι εις τον κόσμον και επισκέψασθαι τους αρρώστους και ασχολείσθαι εν πράγματι τοιούτοις. Δήλον γαρ, ότι από των μειζόνων εις τα ελάττω τα τοιαύτα έρχονται. Εάν δε τις συνοική τοις πολλοίς και πλησίον των ανθρώπων η εις τη διαμονήν του καθίσματος αυτού την μετ’ αυτών, και αναπαύηται εν κόποις έτερων, είτε τω της υγιείας είτε τω της αρρωστίας καιρώ, το αυτό και αυτός οφεί­λει ποιήσαι, αλλ’ουκ αυτός μεν εντελώς εξ άλλων απαιτείν την ανάπαυσιν, όταν δε ίδη τον υιόν της εαυτού σαρκός και του αυ­τού σχήματος εν στενώσει, μάλλον δε τον Χριστόν ερριμμένον και μοχθουντα, υποχωρείν και κρύπτεσθαι εξ αυτού, ηνίκα φαντάζεται την ψευδή ησυχίαν αυτού. Έκαστος δε τοιούτος ανελεήμων εστί.

Και μη μοι εις μνήμην αγάγης Ιωάννην τον της θηβαΐδος και τον Αρσένιον, και είπης ότι τις τούτων εις τα τοιαύτα εξέδωκεν εαυτόν ή επεμελήσατο των αρρώστων και των πτωχών, και ημέλησε της ησυχίας αυτού; Μη εγγίσης πράγμασι τισι τοιούτων. Εάν γαρ απέχης από πάσης αναπαύσεως και απαντήσεως ανθρώπων, ως ήσαν ούτοι, επιτρέπεται σοι ο Κύ­ριος καταφρονείν των τοιούτων. Εάν δε εξ εκείνης της τελειότητος απέχης και εν τοις κόποις του σώματος και τη συντυχία των ανθρώπων υπάρχης εν παντί καιρώ, διατί αμελείς εις τάς εντολάς (ας το μέτρον σου δέον φυλάξαι), διατρίβειν προφασιζόμενος εις την πολιτείαν την μεγάλην των αγίων, ή τινι ου προσήγγισας;

Εγώ δε ουκ αμελήσαιμι της του αγίου Μακαρίου του μεγάλου χρήσεως απομνημονεύσασθαι, ήτις προς έλεγχον των καταφρονούντων των αδελφών αυτών εσημάνθη. Απήλθε γαρ άπαξ επισκέψασθαι τίνα αδελφόν ασθενούντα, και ερωτήσαντος του μεγάλου, ει επιθυμεί τινός ο αρρωστών, του δε αποκριναμένου, ολίγου τρυφερού άρτου, δια το τους μοναχούς άπαν­τας τότε ποιείν τον άρτον του όλου ενιαυτού, ως επί το πολύ (ούτω γαρ ην το έθος του τόπου εκείνου), ευθέως αναστάς ο αξιομακάριστος εκείνος ανήρ, και περ τυγχάνων ετών ενενήκοντα, εκ της Σκήτεως εις την Αλεξάνδρειαν επορεύθη και ηλλάξατο τους ξηρούς άρτους, ους έλαβεν εν τω μηλωταρίω, εις απα­λούς, και ήνεγκε τούτους τω αδελφώ.

Αλλά και ο όμοιος τούτω τω μεγάλω, ο αββάς Αγάθων, και τούτου μείζον ειργάσατο, ανήρ εμπειρότατος πάντων των κατ’ εκείνον τον καιρόν μοναχών, και την σιωπήν και την ησυχίαν υπέρ πάντας τιμών. Ούτος τοίνυν ο θαυμαστός εν καιρώ πανηγύρεως απήει πωλήσαι το εργόχειρον αυτού και εύρεν εν τη αγορά ξένον τινά ερριμμένον και ασθενούντα, και εμισθώσατο οίκον και έμενε παρ’ αυτώ ταίς ιδίαις χερσίν εργαζό­μενος και το τίμημα υπέρ αυτού δαπανώμενος, και υπηρέτει αυτώ μήνας εξ, έως αν ο εν ασθενεία ούτος γέγονεν υγιής. Ούτος (καθώς διηγείται η υπόθεσις) έλεγεν, ότι ήθελον ευρείν λωβόν και δούναι αυτώ το σώμα μου και λαβείν το αυτού. Αύτη εστίν η τελεία αγάπη.

Οι φοβούμενοι τον Θεόν, ω αγαπητέ, ευμαρώς προθυμούνται και προνοούσι φυλάξαι τάς εντολάς. Και εάν επ’ έργοις εγγένηται πεσείν εις τάς χείρας αυτών η εύρεσις αυτών, και κίνδυνον υποφέρουσι χάριν αυτών. Εδέσμησε την τελειότητα αυτών και εκρέμασεν ο ζωοποιός εν δυσίν εντολαίς περιεχούσαις πάσας, τη αγάπη του Θεού και τη ομοία της κτίσεως αυτής, τη αγάπη της εικόνος αυτού.

Και η μεν πρώτη τον σκοπόν κατορθοί της θεωρίας του πνεύματος, η δε δευτέρα θεωρίαν και πράξιν. Διότι η φύσις η θεϊκή απλή εστί και ασύνθετος και αόρατος και ανενδεής κατά την φύσιν. Ου χρήζει γαρ η συνείδησις κατά την φύσιν εν τη αδολεσχία αυτής πράξεως σωματικής και ενεργείας τινός και εννοιών παχύτητος. Απλή γαρ εστίν η ενέργεια αυτής και εν τω ενί μέρει του νοός κατά την απλότητα της προσκυνητής αιτίας την υπέρ αίσθησιν της αισθήσεως της σαρκός ενεργεί. Η δευτέρα δε εντολή, ήτις εστίν η φιλανθρωπία κατά το διπλούν της φύσεως, ούτω και η μέριμνα της εργασίας αυτού εν διπλότητι εστί. Λέγω δε, ότι όπερ εν τη συνειδήσει πληρούμεν αοράτως, θέλομεν και εν τω σώματι πληρώσαι ομοίως, και ου μό­νον φανερώς, αλλά και κρυπτώς. Και η εν τοις πράγμασι τελειουμένη, και εν τη συνειδήσει θέλει τελειούσθαι ωσαύτως.

Καθάπερ γαρ ο άνθρωπος εκ δυο μερών εγένετο, εκ ψυχής λέγω και σώματος, ούτω τα αυτού πάντα διπλώς φροντί­ζονται, κατά το διπλούν της καταστάσεως αυτού. Και ότι προη­γείται η πράξις της θεωρίας εν παντί τόπω, αδύνατον τίνα υψωθήναι εις το μέρος εκείνης της υψηλής, εάν μη πρώτον τελείωση την υποδεεστέραν τω έργω. Και νυν ουδείς άνθρωπος τολμά ειπείν περί της κτίσεως της αγάπης του πλησίον, ότι εν τη ψυχή αυτού κατορθοί, εάν απολειφθή του μέρους εκείνου, όπερ εν τω σώματι πληρούται την δύναμιν και κατά τον καιρόν και τον τόπον τον παρέχοντα χείρα εις το πράγμα. Τότε γαρ πιστεύεται, ότι η αγάπη η εν θεωρία κατέχεται και γνωρίζεται. Και ότε εν τούτοις γινόμεθα πιστοί και αληθινοί κατά το δυνα­τόν, τότε προς το μέρος το μέγα της θεωρίας της υψηλής και θεϊκής δίδοται τη ψυχή δύναμις εκτείνεσθαι εν ταίς εννοίαις ταίς απλαίς και ανομοίοις. Όπου δε ουκ εστί τω ανθρώπω τη του πλησίον αγάπη τελειώσαι εν τοις πράγμασι τοις ορατοίς, και τω σώματι, αρκεί προς τον Θεόν ή εν τω φρονήματι μόνη τελειουμένη η αγάπη του πλησίον ημών, μάλιστα εάν το μέρος εκείνο του εγκλεισμού και της ησυχίας και η εν αυτή υπεροχή αρκούντως διαμείνη εν τη εργασία αυτής.

Εαν δε εξ όλων των μερών εκείνης της ησυχίας υστερούμεθα, πληρώσωμεν την έλλειψιν αυτής εις την μετ’ αυτήν εντολήν, ήτις εστίν η πράξις η αισθητή, ην τίνα ως πλήρωμα της αναπαύσεως της ζωής ημών πληρώσωμεν εν τω κόπω του σώματος ημών, ίνα μη ευρεθή η ελευθερία ημών πρόφασις υποταγήναι τη σαρκί, ηνίκα εν τω αναχωρητικώ ονόματι μα­ταίως κοπιώμεν. Δήλον γαρ, ότι ουκ επετράπη ο εκ της συντυχίας των ανθρώπων απορών τελείως και εν τω Θεώ εννοών ολοτελώς, ηνίκα εστί νεκρός εκ πάντων εν τη απ’ αυτών αποχή, υπηρετείν και διακονείν τοις ανθρώποις. Ό δε έχων τον κανόνα της ησυχίας αυτού εν όρω εβδομάδων επτά ή καθ εβδομάδα, και μετά το πληρώσαι τον κανόνα αυτού άπαντα και συμμίσγεται τοις ανθρώποις και συμπαραμυθείται μετ’ αυτών και αμελών εις τους εν θλίψεσιν όντας εαυτού αδελφούς, ηνίκα δοκεί κατέχειν εν δεσμώ τον εβδοματιαίον κανόνα, ούτος ανηλε­ής και απότομος. Έκδηλον δε εστίν, ότι δια το μη έχειν ελεημοσύνην αυτόν και εκ της οιήσεως και εκ των ψευδών λογισμών εαυτού τοις τοιούτοις κοινωνήσαι ου συγκαταβαίνει πράγμασιν.

Ο καταφρονών του ασθενούς, ουκ όψεται φως, και ο αποστρέφων το εαυτού πρόσωπον εκ του εν στενοχωρία όντος, η ημέρα αυτού σκοτισθήσεται. Και του καταφρονούντος της φωνής του εν μοχθώ όντος, οι υιοί των οίκων εαυτού εν τη αορασία ψηλαφήσουσι.

Μή καθυβρίσωμεν το όνομα το μέγα της ησυχίας εν τη αγνωσία ημών. Πάση γαρ πολιτεία καιρός εστί και τόπος και διαφορά, και τότε τω Θεώ έγνωσται, ει δεκτή γενήσεται πάσα η εργασία αυτής. Και εκτός τούτων ματαία η εργασία αυτών πάντων των το μέτρον μεριμνώντων της τελειότητος. Ο προσδοκών παρακληθήναι και επισκεφθήναι την ασθένειαν αυτού εξ άλλων, ούτος ταπεινώσει εαυτόν και συγκοπιάσει τω πλησίον εαυτού εν τοις καιροίς, εν οίς πειράζεται, ίνα γένηται η εργασία αυτού εν χαρά εν τη ησυχία εαυτού, απέχουσα από πάσης οιήσεως και πλάνης των δαιμόνων. Ερρέθη τινι των αγίων, γνωστικώ όντι, ότι ουδέν δύναται λυτρώσασθαι τον μοναχόν εκ του της υπερηφανίας δαίμονος και συνεργήσαι τω όρω της εαυτού σωφροσύνης εν τω καιρώ της εξάψεως του πάθους της πορνείας, ως εκείνο, το τους ανθρώπους τους κατακειμένους εν ταίς εαυτών στρώμναις και τους κατατηχθέντας εν τη θλίψει της σαρκός επισκέπτεσθαι.

Μεγάλη εστίν η πράξις η αγγελική της ησυχίας, όταν διάκρισιν τοιαύτην συμμίξη εαυτή δια την χρείαν της ταπεινώσεως. Ένθα γαρ ου γινώσκομεν, κλεπτόμεθα και πορθούμεθα. Ταύτα είπον, αδελφοί, ουχ ίνα αμελήσωμεν και καταφρονήσωμεν εις το έργον της ησυχίας. Ημείς γαρ εις έκαστον τό­πον περί τούτου πείθομεν, και ουκ εξ εναντίας των ρημάτων ημών ανθιστάμενοι ευρέθημεν νυν. Μηδείς λάβη και εξαγάγη λόγον γυμνόν εκ των λόγων ημών και αφή το υπόλοιπον και κράτηση αυτόν εν ταίς εαυτού χερσιν ανοήτως. Εγώ μνημονεύω, ότι εν τόποις πολλοίς είπον παρακαλών, ότι και εάν συμβή τινι εν αργία τελεία είναι εν τω εαυτώ κελλίω, δια την ανάγκην της ασθενείας ημών της επερχόμενης ημίν, χάριν τούτου ου δει επιλέγεσθαι τελείαν έξοδον εξ αυτού και την εξωτέραν εργασίαν κρείττονα είναι της εργασίας της εκείσε λογίσασθαι.

Έξοδον δε τελείαν είπον, ουχί εάν απαντήση ημίν εν καιρώ πράγμα αναγκαίον, ίνα εξέλθης εν αυτώ εβδομάδας τινάς του εμπορεύεσθαι εν αυταίς την ανάπαυσιν και την ζωήν του πλησίον σου, ήδη τούτο αργίαν ψήφιση και ασχολίαν λογίση. Εάν δε τις δοκήση εν εαυτώ, ότι τέλειος εστί και ανώτερος εκ πάντων των ενταύθα εν τη διαμονή αυτού τη προς τον Θεόν και τη αποχή εκ πάντων των ορωμένων πραγμάτων, ευλόγως και εκ τούτων παραιτησάσθω. Μεγάλη εστίν η εργασία της διακρίσεως των συνεργουμένων υπό του Θεού, ός τω ελέει αυτου δώη ημίν πληρώσαι τον λόγον εαυτού, ον είρηκε λέγων «ει τι θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Αυτώ η δόξα, και η τιμή εις τους αιώνας. Αμήν.

Πάλιν εν τη επιστολή σου έγραψας, ότι ο μοναχός ο θέλων αγαπήσαι τον Θεόν πλέον πάντων, μεριμνήσαι οφείλει περί της καθαρότητος της εαυτού ψυχής. Και καλώς είπας, εάν ικανοίς προς τούτο. Και επειδή έφης πάλιν, ότι ουκ έχει η ψυχή παρρησίαν εν τη ευχή, ή μη ακμήν τα πάθη νικήσασα, εμοί τα δυο ταύτα εναντία δοκεί, καίτοι ιδιώτης ειμί. Ει γαρ τα πάθη ουκ ενίκησε, πώς μεριμνά την καθαρότητα; Και επεί εκ του κανόνος της δικαιοσύνης της πνεύματικής ουκ επιτέτραπται αύτη, ότε τα πάθη αυτής ουκ ενίκησε, πώς ζητείς όπερ εστίν υψηλότερον αυτής; Ου γαρ εξ ων επιθυμεί τις γνωρίζεται ότι αγαπά, άλλ’ εξ ων αγαπά καταλαμβάνεται ότι επιθυμεί. Ο πό­θος γαρ κατά φύσιν προηγείται της επιθυμίας. Ει μη αγαπήσειεν, ουδέ επιθυμήσει. Τα πάθη γαρ θύρα είσι κεκλεισμένη επί πρόσωπον της καθαρότητος, και εάν την κεκλεισμένην θύραν μη ανοίξη τις, εις χώραν αγνήν και καθαράν της καρδίας ουκ εισελεύσεται.

Και εκείνο όπερ είρηκας, ότι ουκ εν παρρησία γίνεται η ψυχή εν τη ώρα της προσευχής, αληθώς έφης. Η παρρη­σία γαρ ουχί μόνον υπεράνω των παθών εστίν, αλλά και της καθαρότητος. Και ούτω γίνεται η τάξις της παραδόσεως, καθώς λέγω ή μετά βίας υπομονή αντιπαλαίει τοις πάθεσιν υπέρ της καθαρότητος. Εάν ουν νικηθή τα πάθη, προσκτάται η ψυχή την καθαρότητα. Η καθαρότης δε η αληθής ποιεί κτάσθαι τον νουν παρρησίαν εν τη ώρα της προσευχής.

Άρα ουν και αυτήν ίσως, ην είπομεν καθαρότητα της ψυχής, αιτούμενοι εν προσευχή, υπό την μέμψιν εσμέν, η αυτή η αίτησις της υπερηφανίας και της οιήσεως, το αιτήσασθαι παρά του Θεού εκείνο, όπερ η θεία Γραφή και οι πατέρες ημών παραγγέλλουσι, και αυτός ο μοναχός οπίσω αυτού εξήλθεν εις την αναχώρησιν; Αλλ’ εγώ νομίζω, άγιε, ότι, ώσπερ ο υιός ου διστάζει εις τον πατέρα αυτού και ουκ αιτείται παρ’ αυτού, ούτω λέγων, δίδαξόν με τέχνην ή δός μοι τι, ούτω πρέπει τω μοναχώ μη διακρίνειν και αιτείσθαι παρά του Θεού, δός μοι τάδε και τάδε. Διότι γινώσκει, ότι υπέρ ο προνοείται ο πατήρ του υιού, η πρόνοια του Θεού εστίν εις ημάς.

Και δια τούτο λοιπόν πρέπει ημίν ταπεινώσαι εαυτούς και πενθήσαι υπέρ των αιτίων των παραπτωμάτων, των εκτός του θελήματος ημών, είτε εν τοις λογισμοίς, είτε εν τοις έργοις επράχθη παρ’ ημών, και ειπείν εν καρδία συντετριμμένη το του τελώνου, «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», και εργάσασθαι κρυπτώς και φανερώς όπερ εδίδαξεν ο Κύριος ει­πών, «Όταν ποιήσητε πάντα τα προστεταγμένα υμίν, είπατε, ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ο ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν», ίνα η συνείδησις σου μαρτυρή σοι, ότι αχρείος ει, και χρείαν έχεις ελέους. Γινώσκεις δε και συ, και ότι ου τα έργα ανοίγουσι την θύραν την κεκλεισμένην την εν καρδία, αλλά καρδία συντετριμμένη και ταπείνωσις, ότε νικήσεις τα πάθη εν τη ταπεινώσει και ουκ εν τη περιφρονήσει. Εκείνος γαρ ο νοσών εν πρώτοις ταπεινούται και περί της υγιείας των εν αυτώ παθών μεριμνά, η και τότε εκζητεί γενέσθαι βασιλεύς. Η καθαρότης γαρ και η της ψυχής υγίεια εστίν η της ψυχής βασιλεία.

Και τις εστίν η βασιλεία της ψυχής; Ώσπερ ο νοσών ου λέγει τω πατρί αυτού, ποίησον με βασιλέα, αλλά μεριμνά, πρώτον περί της αρρωστίας αυτού και μετά την υγείαν εκ παντός η βασιλεία του πατρός αυτού εκείνου εστίν, ούτω και ο αμαρτωλός και μετανοών, λαμβάνων της εαυτού ψυχής την υγίειαν, εισέρχεται μετά του Πατρός εις την χώραν της φύσεως της καθαράς και βασιλεύει εν τη δόξη του Πατρός αυτού.

Ότε μνημονεύομεν του αγίου αποστόλου Παύλου τα εαυτού πλημμελήματα διηγουμένου και εν τω εσχάτω μέρει και κατωτέρω την εαυτού τιθεμένου ψυχήν. «Ιησούς Χριστός», φησίν, «εις τον κόσμον ήλθεν αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ αλλά δια τούτο ηλέησέ με, ίνα εν εμοί πρώτον ενδείξηται άπασαν την εαυτού μακροθυμίαν». Διότι εξ αρχής διώ­κτης ήμην και λοίδορος και βλάσφημος, αλλά ηλεήθην, ότι αγνοών έπραξα εν απιστία. Ταύτα πότε και εν ποίω καιρώ έλε­γε; Μετά τους αγώνας τους μεγάλους και τα έργα τα δυνατά, μετά το κήρυγμα, ο εκήρυξεν εν όλω τω κόσμω, κατά το Ευαγγέλιον του Χριστού, μετά τους θανάτους τους συνεχείς και τάς θλίψεις τάς πολυτρόπους, ας έπαθεν εκ των Ιουδαίων και εκ των εθνών, αυτός ακμήν εν τοις εαυτού πρώτοις εΘεώρει. Και ουχί μόνον, ότι ουκ έφθασεν εις την καθαρότητα ενόμιζεν, άλλ’ ουδέ ψηφισθήναι εις μαθητήν επενόησεν, ότι πρέπον εστίν. Έλεγε γαρ «ουκ ειμί άξιος καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την Εκκλησίαν του Χριστού». Και ότε υπέρ πάντας τους ανθρώπους την κατά των παθών νίκην εκέκτητο, έλεγεν «υπωπιάζω μου την σάρκα και δουλαγωγώ, μήπως, άλλοις κηρύξας, αυτός αδόκιμος γένωμαι».

Ει δε είπης, ότι και τα μεγάλα εν τόποις διηγείται περί εαυτού, αυτός πειθέτω σε περί τούτου. Λέγει γαρ, ως ουχ εκουσίως εποίησεν, ουδέ δι’ εαυτού, αλλά δια το κήρυγμα. Και ηνίκα υπέρ της των πιστών ωφελείας διηγείται ταύτα, τίθησιν εαυτόν απάσης διανοίας εστερημένον της τοιαυτής χάριν καυχήσεως, βοών και λέγων, ως «υμείς με ηναγκάσατε» · και πά­λιν, «ου κατά Κύριον λαλώ, αλλ’ εν αφροσύνη εν τω τόπω της καυχήσεως». Ιδου ούτος ο κανών, ον έθηκεν ημίν ο άγιος Παύλος, ο δίκαιος και ευθύς.

Φυλάξωμεν λοιπόν αυτόν και ζηλώσωμεν εν αυτώ. Και το μεν ζητήσαι τα υψηλά παρά του Θεού, και ταύτα αυτού μη παρέχοντος μηδέ δωρουμένου, παραιτήσωμεθα’ διότι ο Θεός γινώσκει τα σκεύη της εκλογής της υπηρεσίας εαυτού. Ο μακάριος γαρ Παύλος ουδέ μετά ταύτα ητήσατο την της ψυχής βασιλείαν, αλλ’ είπε «ηυχόμην ανάθεμα είναι από του Χριστού». Πώς ουν ημείς τολμήσωμεν και προ του καιρού του γινωσκομένου υπ’ αυτού, αιτήσασθαι την βασιλείαν της ψυχής, μήπω μήτε τάς εντολάς τηρήσαντες, μήτε τα πάθη νικήσαντες, και το χρέος μη αποδόντες;

Παρακαλώ ουν, άγιε, ίνα μη επί τω λογισμώ σου ανέλθη τούτο, αλλά κτήσαι υπέρ άπαντα υπομονήν των επερχο­μένων. Και εν ταπεινώσει μεγάλη και συντριμμώ καρδίας εν τοις καθ’ ημάς και τοις λογισμοίς ημών, αιτησώμεθα την των αμαρτιών ημών συγχώρησιν και την ταπείνωσιν της ψυχής.

Η γραφή υπό τίνος των αγίων, ότι όστις ου λογίζεται εαυτόν αμαρτωλόν, παρά τω Κυρίω ευχή αυτού ουκ εστίν ευ­πρόσδεκτος. Εάν δε είπης, ότι τίνες των πατέρων έγραψαν περί τούτων, τι εστί καθαρότης της ψυχής και τι υγίεια και τι απάθεια και τι θεωρία, ουχ ίνα ζητήσωμεν αυτά προ καιρού εν προσδοκία έγραψαν. Διότι γέγραπται, ότι «ουκ έρχεται η βασι­λεία του Θεού εν παρατηρήσει προσδοκίας». Οι γαρ εν τούτω τω σκοπώ ευρεθέντες, υπερηφανίαν και πτώσιν εκτήσαντο. Αλλ’ ημείς γε καταστήσωμεν την χώραν της καρδίας εν τοις έργοις της μετανοίας και ταίς πολιτείαις ταίς ευαρεστούσαις τω Θεώ, και τα του Κυρίου αφ’ εαυτών έρχονται, εάν ο τόπος της καρδίας καθαρός και αμόλυντος γένηται. Εκείνα δε άπερ ζητούμεν εν παρατηρήσει, τα υψηλά φημι δη του Θεού, αδόκιμον εστί τούτο τη Εκκλησία του Θεού. Και οι λαβόντες υπερηφανίαν εκτήσαντο και πτώσιν. Και ου σημείον εστί τούτο του αγαπάν τίνα τον Θεόν, αλλά νόσος ψυχής. Και πώς ημείς ζητήσωμεν τα υψηλά του Θεού, όπου Παύλος ο θείος καυχάται εν ταίς θλίψεσι και την κοινωνίαν των παθημάτων του Χριστού ηγείται είναι τα υψηλά του Θεού;

Πάλιν εν τη επιστολή σου έγραψας, ότι ηγάπησεν η ψυχήσου αγαπήσαι τον Θεόν, αλλ’ ουκ έφθασας το αγαπάν, εικαι επιθυμίαν του αγαπάν έχεις πολλήν και προς τούτω, ότι ηαναχώρησις της ερήμου ποθητή σοι εστί, και έδειξας εν τούτω, ότι η καθαρότης της καρδίας ήρξατο εν σοι και ή μνήμη του Θεού επιμελώς πυρούται και θερμαίνει εν τη καρδία σου. Και ταύτα, ει αληθή, μεγάλα εισί, γραφήναι δε παρά σου ουκ ήθελον. Ουκ έχουσι γαρ μίαν εξ αυτών τάξιν. Ει δε δια την ερώτησιν διηγήσω αυτά, άλλως ην η τάξις της ερωτήσεως. Ο γαρ λέγων, ότι ουκ έχει ακμήν παρρησίαν η ψυχή αυτού εν τη προσ­ευχή, διότι ουκ ενίκησε τα πάθη, πώς τολμά ειπείν, ότι ηγά­πησεν η ψυχή αυτού του αγαπήσαι τον Θεόν; Ουκ έστι τρόπος του κινηθήναι εν τη ψυχή την θείαν αγάπην, ης οπίσω εν ανάχωρήσει μυστικώς τρέχεις, ει ουκ ενίκησε τα πάθη. Συ δε είπας, ότι η ψυχή σου τα πάθη ουκ ενίκησε, και τον Θεόν αγάπησαι ηγάπησεν, όπερ ουκ έχει τάξιν. Ό γαρ λέγων, ότι τά πάθη ουκ ενίκησε και αγαπήσαι τον Θεόν αγαπά, εγώ ουκ οίδα όπερ φησίν.

Αλλά συ λέγεις, ότι ουκ είπον αγαπώ, αλλ’ αγαπώ αγαπήσαι. Και ουδέ τούτο τόπον έχει, εάν η ψυχή μη η εν καθαρότητι. Εάν δε λόγον ψιλόν θέλης ειπείν, τούτο ου συ μό­νος λέγεις, άλλ’ έκαστος λέγει, ότι εθέλει αγαπήσαι τον Θεόν. Και ου μόνον οι Χριστιανοί, αλλά και ούτος ο λόγος οικείος εξ εκάστου λέγεται αλλ’ εν τούτοις τοις λόγοις η γλώσσα μόνον κινείται, της ψυχής μη αισθανομένης το τί λέγει. Και πολλοί νοσούντες ουδέ αυτό, ότι νοσούσιν, επίστανται. Κακία γαρ νόσος εστί ψυχής και πλάνη, της αληθείας απώλεια, και οι πλείστοι των ανθρώπων εν τούτοις αρρωστούντες, υγείαν κηρύττουσι και υπό πολλών ευφημούνται. Εάν γαρ μη υγιάνη η ψυχή εκ της κακίας και σταθή εν τη υγεία τη φυσική, εν η εκτίσθη, όπως γεννηθή εκ της υγείας του πνεύματος, επιθυμείν άνθρωπον τα υπέρ φύσιν του πνεύματος ου δυνατόν εστί. Διότι, όσον εστίν η ψυχή εν τη νοσώ των παθών, ουκ αισθήσει αισθάνεται των πνευματικών, ουδέ επιθυμείν αυτά οίδεν, άλλ’ εκ της ακοής των ώτων και των γραφών μόνον επιθυμεί.

Λοιπόν δικαίως άνωθεν είπον, ότι χρή τους επιθυμούντας της τελειότητος φυλάττειν πάσας τάς εντολάς διότι η ερ­γασία η κρυπτή των εντολών ιατρεύει την δύναμιν της ψυχής. Και αύτη ουχ απλώς και ως έτυχεν εγένετο γέγραπται γαρ, ότι χωρίς εκχύσεως αίματος, ουκ εστίν άφεσις. Αλλά εν πρώτοις εν τη ενανθρωπήσει του Χριστού εδέξατο η φύσις ημών τον ανακαινισμόν και εκοινώνησε τω πάθει αυτού και τω θανάτω αυτού, και τότε μετά τον ανακαινισμόν της εκχύσεως του αίμα­τος ανεκαινίθη και ηγιάσθη η φύσις ημών και ικανή εγένετο δέξασθαι τάς εντολάς τάς νέας και τελείας. Ει γαρ εδόθη αυτοίς προ της εκχύσεως του αίματος, προ του ανακαινισθήναι και αγιασθήναι την φύσιν ημών, τάχα και αυται αι εντολαί αι νέαι, κατ’ έκείνας τάς πάλαι την κακίαν έκοπτον εκ της ψυχής, μη δυνάμεναι την ρίζαν αυτήν της κακίας τέλεον εκτίλαι εκ της ψυχής. Νυν δε ουχ ούτως, αλλ’ η κρυπτή εργασία η εξακολου­θούσα και αι εντολαί αι καιναί και πνευματικαί, ας η ψυχή φυλάττει εν τη περιβλέψει του φόβου του Θεού, ανακαινίζουσιν αυτήν και αγιάζουσι και κρυπτώς θεραπεύουσι πάντα τα μέλη αυτής. Ότι εκάστη εντολή οποίον πάθος εξιάται εν τη ψυχή ησύχως, δήλον εστί. Και της ενεργείας δε τούτων, ο τε ιατρεύων και ιατρευόμενος επαισθάνονται καθ’ ομοιότητα της αιμόρρου γυναικός.

Συ γινώσκεις, ώ αγαπητέ, ότι, ει μη ιατρευθείη το εμπαθές μέρος της ψυχής και ανακαινισθείη εν τη πολιτεία του πνεύματος, ου κτήσεται υγίειαν, ουδέ ελευθερωθήσεται του λυπείσθαι εκ των απαντώντων αύτη πραγμάτων των εν τη κτίσει. Και αύτη η ιατρεία εστί, ταύτην γενέσθαι υπό της χάριτος καθάπερ επί των μακαρίων Αποστόλων, ότι εν τη πίστει ετελειώθησαν εν τη αγάπη του Χριστού. Και εστίν ότε νομίμως υποδέχεται η ψυχή την υγίειαν. Εκείνος γαρ ο εν τη εργασία των εντολών και τοις σκληροτέροις έργοις της πολιτείας της αληθούς νικήσας τα πάθη, γινωσκέτω, ότι την υγίειαν της ψυ­χής νομίμως εκτήσατο και απεγαλακτίσθη από της σωματώσεως τούτου του κόσμου και εκόπη εξ αυτού το έθος των εαυτού προλήψεων και ανεγεννήθη ως εξ αρχής εν τοις πνευματικοίς και ενωράθη εν τη χάριτι εν τη χώρα του πνεύματος εν ταίς εννοίαις του εσωτέρου ανθρώπου και υπεδέξατο αυτόν κόσμος καινός ασύνθετος.

Όταν ανακαινισθή δε ο νους και η καρδία αγιασθή, πάσαι αι έννοιαι αι κινούμεναι εν αυτή κατά την φύσιν εκείνου του κόσμου, εν ω εισέρχεται, κινούνται. Πρώτον κινείται εν αυτώ ο πόθος των θείων, και επιποθεί την κοινωνίαν την μετά των αγγέλων και τάς αποκαλύψεις των μυστηρίων της γνώσε­ως του πνεύματος. Και αισθάνεται ο νους αυτού της γνώσεως της πνευματικής των ποιημάτων και ανατέλλει εν αυτώ η θεω­ρία των μυστηρίων της αγίας Τριάδος συν τοις μυστηρίοις της οικονομίας της προσκυνητής, της υπέρ ημών, και τότε ενούται ολοτελώς τη γνώσει της ελπίδος των μελλόντων.

Κατανόησον μοι λοιπόν εξ αυτών των πραγμάτων, ων σοι έγραψα, τα σα. Ει ηδύνατο η ψυχή, ηνίκα ην εγκεκλεισμένη εν τη χώρα των παθών, αγαπήσαι τον Θεόν εν αληθεία, ου πολλήν χρείαν είχε του ερωτήσαι και μαθείν τα μυστήρια του κόσμου του πνεύματος. Αλλά δήλον, ότι ουκ ωφελούσιν αι μαθήσεις και η γνώσις εν τοις πάθεσιν, ούτε δε ικανούσιν ανοίξαι την θύραν την αποκεκλεισμένην της καθαρότητος κατά πρόσωπον. Εάν δε ληφθώσι τα πάθη από της ψυχής, φωτίζε­ται ο νους και συνίσταται εν τω τόπω τω καθαρώ της φύσεως, και ου χρήζει ερωτήσεως ότι τυλαυγώς θεωρεί τα αγαθά τα ευρισκόμενα εν τόπω αυτού.

Καθάπερ γαρ αι αισθήσεις ημών αι έξω ουκ εκ μαθήσεως και ερωτήσεως αισθάνονται των φύσεων και των πρα­γμάτων των συγγινομένων εν αυταίς, αλλ’ εκάστη των αισθή­σεων φυσικώς, και ου μετά ερωτήσεως αισθάνεται του πράγματος του απαντώντος αυτή ου γαρ εστί διδαχή μεσιτεύουσα μεταξύ των αισθητικών και των αισθητών τω τυφλώ οπόσον αν λέγηται αυτώ περί της δόξης του ηλίου και της σελήνης και του χορού των αστέρων και της λαμπηδόνας των λίθων των τιμίων, εν ονομασία μόνον δέχεται και κρίνει και νοεί την ωραιότητα, ην έχουσιν, η δε γνώσις αυτού και η διάκρισις απέχουσιν από της ηδονής της οράσεως αυτών ούτω τον όμοιον τρόπον νοεί μοι και περί της θεωρίας του πνεύματος. Ο νους γαρ ο θεωρητικός των κτυπτών μυστηρίων του πνεύματος εάν η εν τη υγεία της φύσεως αυτού, θεωρεί αρτίως την δόξαν του Χριστού, και ουκ ερωτά και μανθάνει, αλλά τρυφά εν τη ηδονή των μυστηρίων του κόσμου του καινού υπεράνω της ελευθε­ρίας του θελήματος, κατά την θερμότητα της πίστεως και της ελπίδος της εις τον Χριστόν, καθώς έγραψεν ο μακάριος Παύλος «ό βλέπομεν, τι και ελπίζομεν; Δι’ υπομονής απεκδεχόμεθα».

Οφείλομεν λοιπόν απεκδέχεσθαι και εμμένειν μυστικώς και μετά απλότητος προς τον έσω ημών άνθρωπον, όπου ουκ εστίν εκτυπώματα των λογισμών, ουδέ θεωρία των συνθέ­των. Διότι, ώσπερ ο νους βλέπει, ούτω δέχεται τα παραδείγματα. Όταν γαρ βλέπη προς τον κόσμον κατά την παραλλαγήν των σχημάτων, εν οίς αν μετεωρίζηται, κατά τοσούτον δέχεται εξ αυτών ο νους τύπους και ομοιώματα. Και ταύτα προς το μέτρον του πλήθους αυτών και προς την διαφοράν της αλλοιώσε­ως αυτών κινούσιν εν αυτώ λογισμούς. Και όταν κινηθώσιν οι λογισμοί, σφραγίζουσι τον νουν. Εάν δε εις τον έσω άνθρωπον ο νους αποβλέπη, όπου ουκ έστι τι χρήσασθαι δυνατόν εν τη αλλοιώσει των σχημάτων, ουδ’ σύνθετος των συνθέτων διαιρείται εν τη αλλοιώσει των τύπων, αλλ’ όλων εξ όλου Χριστός, δήλον ότι την απλήν θεωρίαν δέχεται ο νους, ης χωρίς ουδέν τι έτερον ευωδιάζει τον φάρυγγα της ψυχής και κτήσασθαι αυτήν παρρησίαν εν τη ώρα της προσευχής ποιείν πέφυκε διότι αυτή εστίν η τροφή της φύσεως της ψυχής. Και ηνίκα στη ο νους εν τη χώρα της επιγνώσεως της αληθείας, ου χρήζει της ερωτή­σεως.

Ώσπερ γαρ ο σωματικός οφθαλμός ουκ ερωτά, είτα βλέπει τον ήλιον, ούτως ουδέ ο της ψυχής οφθαλμός εξε­τάζει πρώτον, και μετά τούτο θεωρεί την γνώσιν του πνεύματος. Ούτω και η θεωρία η μυστική, ην επιθυμείς, ώ άγιε, μετά την της ψυχής υγείαν αποκαλύπτεται τω νοΐ. Εκείνη δε η μετά εξετάσεως και ανακρίσεως μαθείν τοιαύτα μυστήρια θέλουσα αφροσύνη ψυχής εστί. Και γαρ ο μακάριος Παύλος ουκ εν μαθήσει ή εν τρόπω υλικώ είπεν, ότι είδε και ήκουσε μυστήρια και άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι, αλλ’ αρπαγή ηρπάγη εις την χώραν την πνευματικήν και εθεάσατο την αποκάλυψιν των μυστηρίων.

Λοιπόν καί συ, ώ άγιε, εάν αγαπάς την καθαρότητα, κόψον εκ πάντων την αγάπην την εκκεχυμένην προς πάντας εισελθών έργασαι εν τη αμπέλω της καρδίας σου, έκτιλλον εκ της ψυχής σου τα πάθη, έργασαι μη γνώναι κακίαν ανθρώπου. Η καθαρότης βλέπει τον Θεόν, ουκ εξ αιτήσεως ανατέλλει και ανθεί εν τη ψυχή, αλλ’ εκ του μη γινώσκειν κακίαν ανθρώπου τινός. Εάν δε θέλης, ίνα γένηται η καρδία σου τόπος μυστη­ρίων του καινού κόσμου, πρώτον μεν πλούτησον εν έργοις σωματικοίς, νηστεία, αγρυπνία, λειτουργία, ασκήσει, υπομονή, καθαιρέσει των λογισμών και τοις λοιποίς. Δέσμευσον τον νουν σου εν τη αναγνώσει των Γραφών και τη μελέτη τη εν αυταίς, γράψον τάς εντολάς κατέναντι των οφθαλμών σου, και απόδος το χρέος των παθών, ηνίκα ηττάσαι και ηττάς. Και εν τη διηνεκεί ομιλία της ευχής και της λιτής και τη μελέτη τη εν αυταίς έκτιλλον εκ της καρδίας σου πάσαν εικόνα και πάν ομοίωμα, όπερ προληπτικώς προελήφθης.

Έθισον τον νουν σου αεί εν τοις μυστηρίοις της οικονομίας του Σωτήρος μελετάν, και άφες την αίτησιν της γνώσεως και της θεωρίας, άπερ υπερβάλλει την διήγησιν των λόγων, εις τον τόπον και τον καιρόν αυτών, και ακολούθησον τη εργασία των εντολών και τοις έργοις τοις υπέρ της καθαρότητος, και αίτει σεαυτώ παρά Κυρίου εν τη προσευχή λύπην πυρός πεπυρωμένην εν πάσιν (ην και ταίς καρδίαις των Αποστόλων και των μαρτύρων ενέθηκε και των πατέρων), ίνα στάξη εν τη καρδία σου και αξιωθής της πολιτείας της διανοίας. Η αρχή και το μέσον και το τέλος της πολιτείας ταύτης ταύτα εστίν η εκκοπή πάντων τη ενώσει τη εν Χριστώ. Εάν δε επιθυμής της θεωρίας των μυστηρίων, εν έργοις έργασαι τάς εντολάς εν σεαυτώ, και μη εν τη καταδιώξει της γνώσεως αυτών. Η θεω­ρία η πνευματική εν τη χώρα της καθαρότητος ενεργεί εντός ημών. Και συ ζήτησον πρώτον μαθείν, πώς εισέρχη εις την χώραν των μυστηρίων του πνεύματος, και ούτως άρξαι.

Πρώτον των μυστηρίων καλείται η καθαρότης, η συνισταμένη εκ της ενεργείας των εντολών, θεωρία δε εστίν η θεωρία η πνευματική του νοός, το εκπλήττεσθαι και κατανοείν εν πάσιν οίς εγένοντο και γεννήσονται. θεωρία εστίν η όρασις του νοός, εκπλήττεσθαι επί τη οικονομία του Θεού τη εν πάση γενεά και γενεά, και κατανοείν τάς δόξας αυτού και τα δυσχερή του καινου κόσμου, εν οίς συντρίβεται η καρδία και ανακαινίζε­ται και καθ’ ομοιότητα των εν Χριστώ νηπίων εν γάλακτι χωρίς κακίας, και εθίζεται εν τοις μυστηρίοις του πνεύματος και εν ταίς αποκαλύψεσι της γνώσεως, επαιρόμενος από γνώσεως εις γνώσιν και από θεωρίας εις θεωρίαν και από κα­τανοήσεως εις κατανόησιν και μανθάνει και κραταιούται μυστικώς, έως αν υψωθή εν τη αγάπη και ενωθή εν τη ελπίδι και ενδομυχήση εν αυτώ η χαρά και υψωθή εν τω Θεώ και στεφανωθή τη δόξη τη φυσική της εαυτού δημιουργίας, εν η εκτίσθη.

Εν ταύταις ταίς νομαίς του πνεύματος ανέρχεται ο νους εν ταίς αποκαλύψεσι της γνώσεως και πίπτει και εγείρεται, και νικά και ηττάται, και τηγανίζεται εν τη καμίνω του κελλίου και ούτω καθαίρεται, και γίνεται έλεος και πρακτικώς αξιούται της θεωρίας της αγίας Τριάδος, ης εν επιθυμία υπάρχει, θεωρίαι γαρ των φύσεων, εν αίς ο νους υψούται και ενεργεί και γυμνάζεται, τρεις εισί δυο των φύσεων των κτιστών, των λογι­κών και αλόγων, και πνευματικών και σωματικών, και η άλλη της αγίας Τριάδος. Πρώτον μεν ουν εις πάν κτίσμα ελθόν, εις την κτίσιν γίνεται η θεωρία, και διέρχεται δι’ αυτής ο νους εν τη αποκαλύψει της γνώσεως. Τοις δε μη υποπίπτειν τη αισθήσει πεφυκόσι, θεωρία γίνεται εν αυτοίς νοητή. Και ο νους έχει θεωρίαν του θεωρείν εαυτόν, εν η οι έξω φιλόσοφοι μετεωρίσαντο την διάνοιαν εαυτών εν τη φαντασία των κτισμάτων.

Η θεωρία ουν των υιών του μυστηρίου της πίστεως μετά της πίστεως συγκεκολλημένη εστί και εν τω λειμώνι των Γραφών ποιμαίνεται, ήτις συνάγει τον νουν από παντός μετεωρισμού εξωτέρου και δεσμεύει αυτόν εν τη ενώσει του Χριστού, καθ’ ομοιότητα Βασιλείου και Γρηγορίου, και εις τους μυστικούς λόγους τους τεθέντας εν τη Γραφή γεύεται η θεωρία αυτού. Και οι μη καταλαμβανόμενοι υπό της γνώσεως λόγοι, δεκτοί διά της πίστεως υφ’ ημών γίνονται, και εν τη θεωρία δεχόμεθα γνώσιν υπέρ αυτών, ήτις γίνεται εν ημίν μετά την κάθαρσιν. Και δια τα μυστήρια του πνεύματος τα υπέρ την γνώσιν, ων αι αισθήσεις του σώματος ουκ αισθάνονται, ουδέ το λογικόν του νοός, εδωκεν ημίν ο Θεός πίστιν, εν η γινώκοσμεν μόνον, ότι είσί, και εξ αυτής της πίστεως γεννάται ημίν η έλπις υπέρ αυτών. Εν τη πίστει εξομολογούμεθα, ότι ο Θεός Κύριος και δεσπότης και κτίστης και δημιουργός των απάντων εστί, και εν τη γνώσει διακρίνομεν, ότι δέον ημάς φυλάξαι τάς εντολάς αυτού και νοήσαι τούτο, ότι τάς εντολάς τάς παλαιάς ο φόβος φυλάττει, καθώς είπεν αυτός τάς δε ζωοποιούς εντολάς του Χριστού η αγάπη φυλάττει, καθώς είπεν «εγώ τετήρηκα τάς εντολάς του Πατρός μου και μένω αυτού εν τη αγάπη».

Δήλον ουν, ότι ουκ εν φόβω φυλάττει ο υιός τάς του πατρός αυτού εντολάς, αλλ’ εξ αγάπης. Και δια τούτο πα­ραγγέλλει ημίν, ίνα και ημείς εξ αγάπης τηρήσωμεν τάς εντολάς, καθώς λέγει «εάν αγαπάτε με, τάς εντολάς μου τηρήσετε, και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα μου, και άλλον Παράκλητον πέμψει υμίν». Παρουσίαν του Παρακλήτου καλεί τα χαρίσματα της αποκαλύψεως των μυστηρίων του πνεύματος, ως είναι εν τη υποδοχή του Πνεύματος, ην οι Απόστολοι εδέξαντο, την τελείωσιν της γνώσεως της πνευματικής. Και τον Παράκλητον ο Κύριος καθωμολόγησε και υπέσχετο ερωτήσας τον Πατέρα εαυτού δούναι αυτοίς, όπως διαμένη μετ’ αυτών εις τους αιώ­νας μετά την εργασίαν των εντολών και την κάθαρσιν.

Οράς, ότι εκ της φυλακής των εντολών αξιούται ο νους της χάριτος της θεωρίας της μυστικής και της αποκαλύψεως της γνώσεως του πνεύματος, ουχ ως η σοφία σου υπενόησεν, ότι το έργον της φυλακής των εντολών αναχαιτισμός της θεωρίας των θείων μυστηρίων, των εν τη ησυχία τελειουμένων εστί; Παρακαλώ ουν σε, εάν αισθηθής εν τη ψυχή σου, ότι έφθασας την χώραν της αγάπης, τήρησον τάς εντολάς της νέας, δια τον πόθον του τεθεικότος αυτάς, αλλά μη δια τον φόβον. Καθώς και ο μακάριος Παύλος ηνίκα επυρούτο εν τη αγάπη τη θεία, είπε «τις χωρίσει με από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή φυλακή ή διωγμός;» και τα εξής. Και πάλιν προστίθησι «πέπεισμαι γαρ, ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα δύνανται με χωρίσαι από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών». Και ίνα μη νομισθή, ότι τον μισθόν τον πολύν ή την τιμήν ή την δόσιν την υπερβάλλοοσαν των πνευματικών επιθυμεί, καθώς η ση αγιωσύνη επιθυμεί, είπεν «ηυχόμην ανάθεμα είναι από Χριστού, ίνα οι αλλότριοι οικειωθώσιν αυτώ».

Και ίνα γνώς ότι ου την θεωρίαν την μυστικήν και αναχωρητικήν ην καταδιώκων καθ’ ομοιότητα της σης πατροσύνης, αλλ’ εκείνην επιθυμεί, ης πολλάκις τίνες δια της χάριτος ηξιώθησαν, άκουσον τι φησιν εν άλλω τόπω «εάν ταίς γλώσσαις των αγγέλων λαλώ και των ανθρώπων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών, ή κύμβαλον αλαλάζον καν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάναι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί». Ότι η θυρα η νόμιμη η εισφέρουσα εις ταύτα, η αγάπη εστίν. Εάν κτησώμεθα αγάπην, αύτη εισφέρει ημάς εις ταύτα. Εάν δε εν χάριτι αξιωθώμεν τούτων χωρίς αγάπης, πάντως ποτέ γενήσεται ημίν αποκτήσασθαι αυτά. Η κτήσις γαρ και ο φρουρός των υψηλότερων αγίων και της θείας πολι­τείας η αγάπη εστίν. Ευθέως γαρ ηνίκα αποκτήσηται ο μοναχός την αγάπην, η καρδία αποκτάται την ειρήνην (αύτη δε εστί το σκήνωμα του Θεού) και αποκλείεται αυτώ η θύρα της χάριτος, εν η ο Κύριος ημών εισελεύσεται και εξελεύσεται, καθώς είπεν ότι «εγώ ειμί η θύρα της ζωής και εν εμοί ο άνθρωπος εισ­ελεύσεται ζήσαι και νομήν ευρήσει» εις αναστροφήν της εαυτού ζωής της πνευματικής. Ένθα μήτε υπό κακίας μήθ’ υπό πλάνης αναχαιτίζεται, αλλ’ εν πάσαις ταίς αναβάσεσι των αποκαλύψεων της γνώσεως και των θεωριών των μυστικών εισά­γει αυτόν και εξάγει η θεία αγάπη κατά τους ελευθέρους του Χριστού.

Και ίνα γνώς την αλήθειαν τούτων, ως εν αληθεία η πνευματική ζωή του νοός θεωρία θεία εστίν, άκουσον του με­γάλου Παύλου. Αυτός γαρ βοά, ότι ουκ ευδοκώ εν αυτή χωρίς της αγάπης, και εάν εις την πύλην την νομίμην της αγάπης ουκ εισελεύσωμαι, ήτοι προς θεωρίαν, ουδέ επιθυμία επιθυμήσω την αγάπην, και αν δοθή μοι κατά χάριν, ηνίκα ουκ εκτησάμην την αγάπην, ου ζητώ αυτήν επεί ουκ εισήλθαν προς αυτήν δια της θύρας της φυσικής, ήτις εστίν η αγάπη.

Δει ουν πρώτον κτήσασθαι αγάπην, ήτις εστίν θεωρία η προτέρα της αγίας Τριάδος, και μετά ταύτα χωρίς δόσε­ως έσται μοι φυσικώς η των πνευματικών θεωρία. Κατανόη­σαν μοι την σοφίαν του μακαρίου Παύλου, όπως κατέλιπε πάντα τα χαρίσματα τα μεταδιδόμενα υπό της χάριτος και ητήσατο την υπόστασιν αυτήν των πραγμάτων, ήτις υποδέχεται τα χαρί­σματα και φυλάττει αυτά, καθώς τις λέγει το χάρισμα της θε­ωρίας των κτισμάτων και τω Μωσεί εδόθη, και πολλοί αυ­τής ηξιώθησαν, όμως ουκ εν βεβαιώσει, άλλ’ εν αποκαλυψει. Εγώ δε ο βαπτισθείς εν τω Πνεύματι τω αγίω και πεπληρωμένος χάριτος υπάρχων θέλω δέξασθαι αίσθησιν εντός μου του ενοικούντος εν εμοί Χριστού. Ο Χριστός γαρ εποίησε τον ανακαινισμόν της φύσεως ημών εν τη εαυτού υποστάσει, και ενεδυσάμεθα αυτόν εξ ύδατος και Πνεύματος, και εν μυστηρίω αρρήτων ήνωσεν ημάς εαυτώ, και εποίησεν ημάς μέλη του εαυτού σώματος αλλ’ ενταύθα μεν εν αρραβώνι, εν δε τω καινώ κόσμω φυσικώς μεταδιδοί της ζωής τοις λοιποίς μέλεσι. Λοιπόν τι θέλεις και ζητείς την θεωρίαν προ της αγάπης, όποτε Παύλος ο θείος αδόκιμον αυτήν εποίησεν εκτός αγάπης;

Εκείνο γαρ ο είπας, ότι η εργασία των εντολών αναχαιτίζει με της θεωρίας, δήλον ότι έψεξας την του πλησίον αγάπην και προέκρινας την θεωρίαν και επιθυμείς ιδείν αυτήν, ένθα ου θεωρείται, έως ότε ημείς ου δυνάμεθα ιδείν την θεωρίαν, ω σοφώτατε, άλλ’ η θεωρία αυτή δεικνύει ημίν εαυτήν εν τω εαυτής τόπω. Καθάπερ εν τη αυξήσει της ηλικίας της φύσεως δέχεται η ψυχή την διαφοράν της γνώσεως και αισθάνεται των του κόσμου και γυμνάζεται εν αυτοίς ημέραν καθ’ ημέραν, ούτω και εν τοις του πνεύματος δέχεται τις την θεωρίαν την πνευματικήν και την θείαν αίσθησιν, και γυμνάζεται εν αυτοίς, καθ’ όσον αυξάνει ο νους εν τη πολιτεία της διανοίας, και προ­κύπτει επί το έμπροσθεν. Εάν δε φθάση την χώραν της αγάπης θεωρεί τα πνευματικά εις τον τόπον αυτών, άτινα καθ’ όσον αν τις βιάσηται καταβιβάσαι προς αυτόν, ου πείθονται. Εάν δε φαντασθή τολμηρώς και θεώρηση και κατανοήση εν αυτοίς εν ου καιρώ, αμβλυωμπεί ευθύς η όρασις αυτού, και φαντασίαι και τύποι αντί των αληθινών θεωρούνται αυτώ.

Ταύτα αρτίως ηνίκα αν λάβης εν τω νοί σου τω διακριτικώ, μη ζήτησης την θεωρίαν εν ου καιρώ. Εάν δε και νυν δοκή σοι οράσθαι την θεωρίαν, σκιά εστί της φαντασίας, και ου θεωρία η θεωρία. Ότι παντί νοητώ γίνεται ομοίωμα και τύπος φαντασίας και πάλιν γίνεται εν αυτώ και θεωρία αληθινή. Ιδού γαρ και ταίς φυσεσι ταίς συνθέτοις γίνεται φαν­τασία, και εστίν ότε έχουσι και θεωρίαν αληθινήν. Εάν δε η θε­ωρία αληθής, το φως ευρίσκεται κακείνο το θεωρούμενον πλησίον της αληθείας θεωρείται. Όταν δε γένηται εξ εναντίας τούτων, σκιάν αντί της αληθείας θεωρεί ο οφθαλμός, ότε θεωρεί ύδωρ, όπου ουκ εστίν ύδωρ, και οικοδομάς επηρμένας και κρεμαμένας εν τω αέρι, και εισίν εν τη γη κείμεναι. Εν τη τοιαύτη δηλώσει των σωματικών, το αυτό νοεί μοι και επί των νοητών.

Εαν μη καθαρισθη η όρασις του νοός εν τη εργασία των εντολών και εν ταίς πράξει των πολιτειών της ησυχίας,και κτήσηται το φως της αγάπης εν τελειότητι και αυξηθή εν τη ηλικία της καινότητος του Χριστού και εν τη διαφορά της γνώσεως πλησίον γένηται των πνευματικών φύσεων εν τη τά­ξει, εν η ζητεί την αγγελικήν πολιτείαν του Πνεύματος, ου δύναται θεωρητικός αληθινός γενέσθαι της θείας θεωρίας. Και όσα ομοιώματα τίνα νομίζει ο νους υπέρ αυτών ποιείσθαι, φαντασία λέγεται και ουκ αλήθεια. Και τούτο, το θεωρείν άλλο τι αντ’ άλλου τον νουν, εκ του μη καθαρεύειν συμβαίνει αυτόν. Η φύσις γαρ της αληθείας αναλλοίωτος μένει αεί, μη αλλοιουμένη ποτέ εις ομοιώματα. Η αιτία της φαντασίας των εικόνων, η ασθένεια και ουχ η καθαρότης εστί του νοός.

Τούτο συνέβη και τοις έξω φιλοσόφοις, επειδή ταύτα ενόμισαν είναι τα πνεύματικά, περί ων διδαχήν αληθινήν εκ του Θεού ουκ εδέξαντο. Εκ γαρ του σφιγμού και της κινήσεως του λογιστικού αυτών και εκ των εννοιών των λογισμών αυτώ έδοξαν τη οιήσει αυτών, ότι εισί τι. Και μετά τούτου, και πώς εισί διελογίσαντο, ίνα η εύρεσις της γενέσεως αυτών και η άλλοίωσις της αφομοιώσεως αυτών αυτοίς γένωνται τα αμφότερα. Και διελάλησαν περί αυτών εν οιήσει τη μη καθηκούση και τον ένα Θεόν εις πολυθεΐαν κατεμερίσαντο και ελάλησαν και συνέθεντο εν τη αδολεσχία των λογισμών αυτών. Και ταύτην την φαντασίαν της παραφρονήσεως των λογισμών αυτών θεωρίαν εκάλουν των φύσεων.

Θεωρία ουν η αληθινή των φύσεων των αισθητών και αναίσθητων και αυτής της αγίας Τριάδος, εν τη του Χριστού αποκαλύψει προσγίνεται, ην εδίδαξε και έδειξε τοις ανθρώποις, ηνίκα εν πρώτοις εποίησεν ανακαινισμόν εν τη εαυτού υποστάσει τη φύσει τη ανθρωπίνη, και κατέτριψεν ημίν οδόν εν εαυτώ του διαβήναι εν ταίς ζωοποιοίς αυτού εντολαίς προς την αλήθειαν. Και τότε ικανή η φύσις γενέσθαι θεωρητική της αλη­θινής θεωρίας, αλλά μη της φανταστικής, οπόταν ο άνθρωπος εν πρώτοις εν τη υπομονή των παθών και τη εργασία και τη θλίψει αποδύσηται τον παλαιόν άνθρωπον των παθών, καθώς σποδύεται το βρέφος το ευθυγενές το της μήτρας ένδυμα. Τότε ικανός ο νούς γεννηθήναι πνευματικώς και οραθήναι εν τω κόσμω του πνεύματος και δέξασθαι θεωρίαν της πατρίδος αυτού.

Η θεωρία ουν αρτίως των ποιημάτων, ει και γλυκεία εστίν, αλλά σκιά εστί της γνώσεως, και ουκ εστίν η γλυκύτης αυτής αφωρισμένη εκ της των ονείρων φαντασίας, θεωρία ουν του καινού κόσμου εν τω πνεύματι αποκαλύψεως, εν η κατατρυφά ο νους πνευματικώς, της χάριτος εστίν ενέργεια, αλλ’ ου σκιά της γνώσεως. Και ουκ εστίν η ηδυτης αυτής αφωρισμένη εκείνης, ης έγραψεν ο Απόστολος, «α οφθαλμός», λέγων, «ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσεν, ουδέ επί καρδίαν ανθρώπου ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», τοις αγίοις δε απεκάλυψεν ο Θεός δια του Πνεύματος αυτού. «Αυτό γαρ το Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού». Και αύτη η θεωρία γίνεται τροφή τω νοΐ, έως αν ισχύση δέξασθαι θεωρίαν υψηλοτέραν της πρώτης θεωρίας. Διότι η θεωρία τη θεωρία μεταδίδωσι, μέχρις αν εισαχθείη εις την χώραν ο νους της τελείας αγάπης. Η αγάπη γαρ τόπος εστί των πνευματικών και εν τη καθαρότητι της ψυ­χής αυλίζεται, και ότε σταθή ο νους εν τη χώρα της αγάπης, ενεργεί η χάρις και δέεται ο νους την θεωρίαν του Πνεύματος και γίνεται θεωρητικός των κρυπτών.

Είπον γαρ, ότι εκ δύο δίδοται το χάρισμα των αποκαλύψεων της θεωρίας του νοός. Έστι γαρ ότε δια της χάριτος εκ της θερμότητος της πίστεως δίδοται, εστί δ’ ότε εκ της των εντολών εργασίας και της καθαρότητος. Εκ της χάριτος μεν, καθώς προς τους μακαρίους Αποστόλους, ουκ εκ της εργασίας των εντολών τον νουν καθηραμένους και της αποκαλύψεως της θεωρίας αξιωθέντας, αλλ’ εκ της θέρμης της πίστεως διότι επίστευσαν εις τον Χριστόν εν απλότητι και ηκολούθησαν αυτώ εν καρδία διαπύρω αδιστάκτως. Και ότε ετελείωσε την οικονομίαν αυτού την προσκυνητήν, απέστειλεν αυτοίς το Παράκλητον Πνεύμα και εκάθηρε και ετελείωσε τον νουν αυτών και ενεργη­τικώς ενέκρωσεν εντός αυτών τον παλαιόν άνθρωπον των πα­θών, και ενεργητικώς εζωοποίησεν εν αυτοίς τον καινόν του Πνεύματος άνθρωπον και εδέξαντο την αίσθησιν των αμφοτέρων αυτών.

Ούτω και ο μακάριος Παύλος ανεκαινίσθη μυστικώς, και ούτως εδέξατο την θεωρίαν της αποκαλύψεως των μυ­στηρίων, και συν τούτοις ουν ην πεποιθώς εις αυτήν. Ενεργητι­κώς εδέξατο την χάριν και δωρεάν, αλλ’ όλον τον της ζωής αυτου χρόνον εποίει τον δρόμον, ίνα ανταποδώση κατά τον δυνα­τόν τη χάριτι, ης ηξιώθη, εξ ότου συνωμίλησεν αυτώ εν τη οδώ, ως οικείω, και απέστειλεν αυτόν είς Δαμασκόν. Ουκ εγράφη, ότι ωμίλησεν αυτώ φανερώς ο Ιησούς, άλλ’, ως και ο Ανανίας γρά­φει, ότι είπεν αυτώ’ «Σαούλ αδελφέ, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οφθείς σοι εν τη οδώ, απέστειλε με προς σε, όπως αναβλέψωσιν οι οφθαλμοί σου και πληρωθής Πνεύματος αγίου». Και ότε εβάπτισεν αυτόν, ενεπλήσθη Πνεύματος αγίου και ησθήθη των μυστηρίων των αποκαλύψεων των αποκρύφων, καθώς ενηργήθη και τοις αγίοις Αποστόλοις ηνίκα συν αυτοίς ανεστρέφετο ο Ιησούς είπεν «ότι πολλά έχω λέγειν υμίν, άλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι Όταν δε έλθη το Πνεύμα το άγιον, εκείνο οδηγήσει ημάς εις πάσαν την αλήθειαν και τα μέλ­λοντα αναγγελεί υμίν».

Και ο μακάριος Παύλος δηλονότι ηνίκα εδέξατο το Πνεύμα το άγιον και ανεκαινίσθη εν αυτώ, ηξιώθη των μυστη­ρίων της αποκαλύψεως και εν τω Πνεύματι των αποκαλύψεων εΘεώρει και ετρύφα εν τη θεωρία, και ήκουσεν άρρητα ρήματα, και εΘεώρει θεωρίαν υψηλοτέραν της φύσεως, και απήλαυσεν εν ταίς θεωρίαις των ουρανίων δυνάμεων, και των πνευματι­κών πραγμάτων ην κατατρυφών. Και τούτο μη γένοιτο, ως καταφρονούσιν οι αιρετικοί οι λεγόμενοι Ευκτίται, ότι την άνοδον εκείνην ανήλθε θελήσει αυτού (ουδέ όλως δύναται ο νους ανελθείν εκείσε), αλλ’ αρπαγή ηρπάγη εν τω Πνεύματι των αποκα­λύψεων, καθώς γέγραφεν εν τη προς Κορινθίους επιστολή εξ εναντίας των ματαίων ανθρώπων, οίτινες αφωμοίουν εαυτούς τοις αγίοις Αποστόλοις και ωμολόγουν τάς φαντασίας των λογι­σμών αυτών και εκάλουν αυτάς πνευματικάς θεωρίας. Τούτο προς αιρετικούς πολλούς ευρέθη, λέγω δη του Ωριγένους εγγύς, και του Ουαλεντίνου, και του υιού του Δισσάν, και του Μαρκίωνος, και του Μάνεντος, και των λοιπών παλαιών αιρεσιαρχών των κακών αιρέσεων, των από των καιρών των Αποστόλων αρξαμένων και έως της σήμερον ευρισκομένων εν τόποις τόποις.

Λοιπόν διότι τίνες εν τη φαντασία των δαιμόνων εφθαρμένοι άνθρωποι ηθέλησαν φθείραι την διδαχήν των μακα­ρίων Αποστόλων, ηναγκάσθη ο θείος Απόστολος καταλύσαι το καύχημα των αιρετικών, των καυχωμένων εν τη σκιά της εργασίας των δαιμόνων των φαινομένων αυτοίς, ηνίκα διηγείται την θείαν θεωρίαν την εαυτού εν ταπεινώσει και φόβω πολλώ, εις πρόσωπον άλλου αναφέρων αυτήν. «Είδον», γαρ φησιν, «άνθρωπον εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων, είτε εκτός του σώματος, είτε εν σώματι, ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν, αρπαγέντα εις τον παράδεισον και ακούσαντα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι».

Αρπαγή ουν ηρπάγη, λέγει, και ουχ ότι εκουσίως ανήλθεν εν τω νοΐ αυτού εν τη θεωρία εις τον τρίτον ουρανόν. Αλλ’ ότι είδε θεωρίας έγραψε και ότι ήκουσε ρήματα είπε, τίνες δε εισίν οι λόγοι ή οι τύποι των θεωριών, ουκ ηδυνήθη γράψαι. Ο γαρ νους ηνίκα εν τω Πνεύματι της αποκαλύψεως είδεν αυτά εν τω εαυτώ τόπω, ουκ εδέξατο παράθεσιν λαλήσαι αυτά εν τω τόπω τω μη ιδίω αυτών. Ούτε δε ει ηθέλησε λαλήσαι αυτά ηδυ­νήθη. Διότι ουκ εν ταίς σωματικαίς αισθήσεσιν είδεν αυτά. Όπερ γαρ δέχεται ο νους εν ταίς αισθήσεσι του σώματος, δύναται πάλιν και εν αυταίς ερμηνεύσαι εν τη χώρα των σωμάτων, όπερ δε εντός εαυτού εν τη χώρα του πνεύματος αισθητικώς θεωρεί ή ακούει ή αισθάνεται, ηνίκα στρέφεται προς το σώμα, ουχ ικανοί διηγήσασθαι μνημονεύει δε μόνον ότι είδεν αυτά, πώς δε, ου τρανώς γινώσκει διηγήσασθαι.

Και εκ τούτου ελέγχονται αι γραφαί αι ψευδείς, αι καλούμεναι αποκαλύψεις, αι εκτιθείσαι υπό των αιρεσιαρχών των εφθαρμένων αιρέσεων εν τη φαντασία των δαιμόνων περί των μονών του στερεώματος, εν αίς άγουσι τον νουν εις το μαθείν εκουσίως και περί των εισόδων των εις τον ουρανόν του νοός και περί των τόπων των αφωρισμένων τη κρίσει, και περί των πολυτρόπων τυπων των δυνάμεων, και περί της ενεργείας αυτών, άπερ πάντα σκιά του νοός του μεμεθυσμένου εν τη οιήσει και παραπεπληγμένου εν τη εργασία των δαιμόνων. Δια τούτο ο μακάριος Παύλος ενί λόγω απέκλεισε την θύραν εις το πρόσω­πον της απάσης θεωρίας και εισήνεγκε τον αποκλεισμόν αυτής εντός της σιωπής. Ένθα ουδέ ει ηδυνήθη ο νους δείξαι αυτά, παράθεσιν εδέξατο αν. Είπε γαρ πάσας τάς θεωρίας, ας ικανοί εν τη χώρα δείξαι των σωμάτων η γλώσσα, φαντασίαι είσι των λογισμών της ψυχής, αλλ’ ουκ ενέργεια χάριτος.

Λοιπόν η οσιότης σου, ως μνημονεύουσα τούτων, παρατήρησαί μοι τάς φαντασίας των λογισμών των βαθέων. Προς μοναχούς γαρ έχοντας αγχίνοιαν και εξετάζοντας τάς κενο­δοξίας και επιθυμούντας τάς καινουργίας, τους εν προσώπω διάγοντας, μάλιστα ο πόλεμος ούτος γίνεσθαι πέφυκε.

Μαλπάς γαρ τις ονόματι εξ Εδέσσης έλκων το γένος, εν καιρώ τινι ην ευρηκώς την αίρεσιν των Ευκτιτών εν πο­λιτεία μεγάλη διάγων και έργοις βιαιοτέροις εγκαρτερών και εν θλίψεσι. Λέγεται γαρ ότι μαθητής ων του μακαρίου Ιουλιανού, του καλουμένου Σαβά, εν καιρώ ολίγω απήλθε μετ’αυτού εις το Σίναιον και είς Αίγυπτον και είδε τους μεγάλους πατέρας τους εν εκείνω τω καιρώ, είδε τον μακάριον Αντώνιον και ήκουσεν εξ αυτού μυστικούς λόγους, ους περί καθαρότητος ελάλει και σωτηρίας ψυχών, και ήκουσεν ερωτήσεις λεπτάς περί των παθών, δι’ ων ηρμήνευεν, ότι έχει ο νους θεωρίας περί των μυστη­ρίων του Πνεύματος μετά την εαυτού κάθαρσιν και ότι η ψυχή δύναται δια της χάριτος αξιωθήναι της απαθείας, όταν αποδόσηται τη εργασία των εντολών τα πάθη τα παλαιά και σταθή εν τη υγιεία της φύσεως εαυτής της πρώτης.

Και ότε ήκουσε τους λόγους τούτους ο Μαλπάς εν τη ακμή της νεότητος αυτού, εθερμάνθη καθάπερ πυρ, και ήλθεν είς την εαυτού πόλιν, ηνίκα επυρώθη εν αυτώ το πάθος της φι­λοδοξίας και εξελέξατο εαυτώ σκήνωμα αναχωρητικόν και αφώρισεν εαυτόν είς έργα και θλίψεις σκληράς και είς αδιαλεί­πτους ευχάς. Και ότε εξεκαύθη εν αυτώ το πάθος της δοξομανίας, όπερ ην έλπις αυτώ φθάσαι τα υψηλά, άπερ ην ακούσας, ηνίκα ουκ έμαθε την τέχνην την εναντιουμένην τοις εχθροίς της αληθείας και ουκ ενόησε τάς ενέδρας και τους δόλους και τάς μηχανας του αντιπάλου, εν αίς κλέπτει τους ισχυρούς και τους κραταιούς είς απώλειαν, εθάρρησε δε μόνον επί τα έργα και τάς θλίψεις και την ακτημοσύνην και την άσκησιν και την εγκράτειαν, μη την εαυτού κτησάμενος εξουδένωσιν και την ταπείνωσιν και τον συντριμμόν της καρδίας (άπερ εισίν όπλον αήττητον προς τα εναντιώματα του πονηρού), μήτε δε μνημονεύσας της Γραφής της λεγούσης, όταν πληρώσητε τα έργα και φυλάξητε τάς εντολάς, και υπομείνητε τάς θλίψεις, λογίσασθαι εαυτούς «δούλους αχρείους», αλλ’ εν τη οιήσει τη υψηλή, τη υπέρ εαυτού, τη εκ της εργασίας των πολιτειών αυτού γινομένη, ην πυρούμενος και κατακαιόμενος τη επιθυμία των υψηλών ων ήκουσε.

Και μετά καιρόν πολύν ηνίκα είδεν αυτόν ο διάβολος κενόν εκ της εργασίας της ταπεινώσεως και μόνον επιθυμούντα της θεωρίας αισθηθήναι των μυστηρίων, ων ήκουσεν, έδειξεν αυτώ εαυτόν εν φωτι απείρω λέγοντα αυτώ, εγώ ειμί ο Παράκλητος και επέμφθην παρά του Πατρός προς σε, όπως αξιώσω σε ιδείν την θεωρίαν, ην επιθυμείς χάριν των έργων σου, και δούναι σοι την απάθειαν και των έργων ανέσαι σε του λοιπου. Αντί δε τούτων ο κακομήχανος ητήσατο προσκύνησιν τον δείλαιον εκείνον. Εκείνος δε ο μωρός, δια το μη αισθηθήναι αυτόν του πολέμου του πονηρού, ευθέως μετά χαράς εδέξατο αυτόν και προσεκύνησεν αυτώ, και παραχρήμα υπό την εξουσίαν αυτού εγένετο. Και αντί της θείας θεωρίας επλήρωσεν αυτόν φαντα­σίας δαιμόνων και εποίησεν αυτόν αργήσαι εκ των πράξεων των υπέρ της αληθείας και ύψωσεν αυτόν και εχλεύασεν εν τη ελπίδι τη κενή της απαθείας, λέγων αυτώ, νυν ου χρήζεις των έργων και των κολαφισμάτων του σώματος και του αγώνος του αντικειμένου τοις πάθεσι και ταίς επιθυμίαις, και εποίησεν αυ­τόν αιρεσιάρχην των Ευκτιτών. Ότε δε επληρώθησαν και εφανερώθη η διδαχή η βέβηλος και νόθος, εδιώχθησαν παρά του κατ’ εκείνον τον καιρόν επισκόπου.

Πάλιν δε άλλος τις, ονόματι Ασινάς, εν αυτή τη Εδέση ποιήσας πολλά τριλέξια ψαλλόμενα έως την σήμερον, εν πολιτεία μεγάλη διήγε, και εν έργοις σκληροτέροις ακρίτως εδέσμησεν εαυτόν, έως ου δοξασθή. Τούτον επλάνησεν ο διάβολος και εξήνεγκεν αυτόν εκ του κελλίου αυτού και έστησεν επάνω όρους καλουμένου Στορίου και συνέθετο και έδειξεν αυτώ σχήματα των αρμάτων και των ιππέων και είπεν αυτώ ο Θεός έπεμψε με λαβείν σε εις τον παράδεισον κατά τον Ηλίαν. Και ως ηπατήθη εν τη νηπιοφροσύνη αυτού και ανήλθε καθίσαι επί το άρμα, κατελύθη εκείνη πάσα η φαντασία και κατήλθεν από ύψους πολλού, και έπεσεν εκείθεν επί την γήν, και απέθανεν θά­νατον γέλωτος.

Ταύτα είπον ενταύθα ου ματαίως, αλλ’ ίνα μάθωμεν τον εμπαιγμόν των δαιμόνων, των διψώντων την απώλειαν των αγίων, και μη επιθημήσωμεν εν ου καιρώ τα υψηλά των πολιτειών της διανοίας, ίνα μη καταγελασθώμεν υπό του πονηρού και αντιπάλου ημών. Διότι ορώ και σήμερον, ότι νεώτεροι, οι πλήρεις παθών, βαττολογούσι και δογματίζουσι περί των μυ­στηρίων της απαθείας αφόβως.

Εγράφη τινι των αγίων, εξ ανθρώπων πεπληρωμένων παθών, εξεταζόντων περί λόγων των σωματικών και ασω­μάτων, οι ουκ ήσαν αφωρισμένοι από των νοσερών των δογματιζόντων περί υγιείας. Ο μακάριος Παύλος ηνίκα ησθήθη περί των μαθητών των καταφρονησάντων μεν τάς εντολάς και ταπάθη μη νικησάντων, την δε μακαριότητα των μυστηρίων τηςθεωρίας της μετά την κάθαρσιν επιθυμούντων, είπεν αυτοίς-πρώτον αποδύσασθε τον παλαιόν άνθρωπον των παθών, καιτότε επιθυμήσατε ενδύσασθαι τον καινόν, τον ανακαινούμενον εν επιγνώσει των μυστηρίων, καθ’ ομοιότητα του ποιητού και μηεπιθυμήσητε εκείνην την εμήν των Αποστόλων, την ενεργητι­κώς δια της χάριτος γενομένην διότι «ο Θεός ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει». Τις γαρ κατά πρόσωπον αυτού στήσεται, ή εξ εναντίας του θελήματος αυτού; Έστι γαρ ότε, ποτέ μεν δωρεάν παρέχει ο Θεός, ποτέ δε τα έργα και την κάθαρσιν ζητεί, και ούτω χαρίζεται εστί δ’ ότε ουδέ μετά τα έργα και την κάθαρσιν παρέχει ώδε, αλλά φυλάττει, ίνα δω αυτήν εις τον τόπον αυτής.

Τούτο δε ευρίσκομεν ότι ποιεί και εν τη ελάττονι ταύτης, τη των αμαρτιών φημι συγχωρήσει. Ιδού γαρ το βάπτι­σμα δωρεάν συγχωρεί και ου ζητεί όλως τι, αλλ’ ή πίστιν εν τη μετανοία δε των αμαρτιών τη μετά το βάπτισμα, ου δωρεάν, αλλά ζητεί κόπους και θλίψεις και λύπας της κατανύξεως και δάκρυα και κλαυθμόν καιρού πολλού, και ούτω συγχωρεί. Τω ληστή γαρ δωρεάν συνεχώρησεν, εν μόνη τη εν λόγω εξομολο­γήσει εν τω σταυρώ, και την βασιλείαν των ουρανών επηγγείλατο. Και παρά της αμαρτωλού πάλιν πίστιν και δάκρυα εζήτησεν. Εκ των μαρτύρων δε και ομολογητών, μετά της πίστεως της καρδίας αυτών εζήτει και τάς θλίψεις, τάς βασάνους, τον κτενισμόν, τάς τιμωρίας, τους θανάτους τους πολυτρόπους.

Πεπεισμένη ουν η ση αγιωσύνη εν τούτοις και τοις τοιούτοις, όρα εν τοις πρώτοις και τοις εσχάτοις, και μη ζήτησης την θεωρίαν εν ου καιρώ θεωρίας. Και εν όσω εν τω τόπω του σώματος κεκλεισμένος ει, γίνου σπουδαίος τοις έργοις της μετανοίας και παλαιστής προς τα πάθη και υπομονητικός εν τη εργασία των εντολών, και παραφυλάξαι εκ του εμπαιγμού τών δαιμόνων και των κηρυττόντων την τελειότητα άτρεπτον εν τω κόσμω τω εμπαθεί και εκκλινομένω. Και ταύτα μηδέ των αγγέλων των αγίων, των λειτουργών του Πατρός και του Πνεύματος, όντων, οι τίνες εκδέχονται τον ανακαινισμόν της μεσότητος, του ελευθερωθήναι της δουλείας της φθοράς εν τη ελευθερία των τέκνων του Θεού. Τελειότης γαρ εναυθά εστίν, ένθα ήλιος ανατέλλων τε και δυνών εστίν εν μέσω των νεφελών, εν καιρώ ευδία, και εν καιρώ αυχμός; Και ποτέ μεν χαρά, ποτέ δε κατήφεια; Και όπερ εναντίον τούτων, μέρος εστί των λύκων, καθώς τις των αγίων έφη.

Ο δε Θεός στηρίζοι την βάσιν της πολιτείας ημών εν τη βεβαιώσει τη αληθινή και τη διδαχή αυτόν τη αγία, ω πρέ­πει η δόξα, το κράτος, και η μεγαλοπρέπεια νυν τε και εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων. Αμήν.