Ανάμεσα στο λαό (Σικελιανός)

Από Βικιθήκη
Ανάμεσα στο λαό
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή Αλαφροΐσκιωτος (1907)


Και στο λαό εκατέβηκα·
και των σπιτιών οι θύρες
άνοιξαν τόσο αγαλινά,
σα να ήταν τάφου θύρες.
Κ' ήταν σα να μ' αγκάλιαζαν
γυρίζοντας από τον τάφο
- οι μοίρες
έτσι το γνέμα εκλώσανε -
ή σα να ζωντανέψανε
για μένα οι πεθαμένοι·
τόσο βαθιά στο χώμα οι ρίζες σμίγανε,
τόσο η κορφή μας ήτανε στον ουρανό
υψωμένη.

Τόσα μου ετάξαν τάματα,
ω λαός αγαπημένος!
Τόσα μου εφέραν λούλουδα,
σα να ήμουν πεθαμένος.
Νεκροστολίστρες θα 'τανε
που η καθεμιά περπάτει
γυναίκα, τόσο σιωπηλά,
να στρώσει το κρεβάτι.
Κ' η γριά, που 'χε σαν κάνναβι
μαλλί, μοιρολογήτρα,
πρώτη στο νεκροστόλισμα
του σάβανου τανύτρα,
ρίχνοντας τα εκατόχρονα
μαλλιά σαν άσπρη χήτη,
στο μοιρολόι εξέσπαγε,
και βόγκα όλο το σπίτι.
Στο μοιρολόι τα λόγια της
και τα εκατό της χρόνια
ήταν σαν τα ακατάλυτα
που πάντα λιώνουν χιόνια.
Τα χέρια της, σα ριζιμιά
κυπαρισσιώνε, ακόμα
- κι ας εθρασέψανε βαθιά -
δε μπαίνανε στο χώμα.
Τόσα μού ετάξαν τάματα,
ω λαός ευλογημένος!
σα ζωντανός να γύριζε
στην πλάση ο πεθαμένος,
και να 'φερνε μηνύματα
στη μάνα ή στον πατέρα
απ' τον λεβέντη οπόχασαν
κι από τη θυγατέρα.

Μάνα μου! Τόσο εσείστηκεν
απ' το χορό το δώμα,
που εμπήκα μέσα ωσά γαμπρός
με την ψυχή στο στόμα.
Μόσυρε η πρώτη το χορό,
και η δεύτερη και η τρίτη.
Μάνα μου! τόσο εσείστηκεν
απ' το χόρο το σπίτι.

Τέτοιο τραγούδι ακούστηκε
και τέτοιο πανηγύρι,
που - με τα βασιλέματα -
απ' το αφριστό ποτήρι,
που εσπιθοβόλα, για να πιει
και ο ήλιος είχε γείρει!
Μάνα μου, τόσο ενύχτωσε
το άκρατο πανηγύρι!
Κι άκου η φωνή που τα βιολιά
σωπαίνει· άκου η άλλη
που ξεχειλάει ως το νερό
της βρύσης στο κρουστάλλι·
κι απάνω απ' όλες τις φωνές
ο πιστικός που, αλλόγνωμος,
σκύφτει ένα μέτωπο πλατύ,
βαρύ σαν το δαμάλι!