Ακαμάτης άγιος
←Τὸ σύγνεφο | Ακαμάτης άγιος Συγγραφέας: |
Οἱ καλικάντζαροι→ |
Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ (1922) |
Πολλοὶ πέρασαν στὸν κόσμο χωρὶς νὰ βάλουν σὲ δουλειὰ οὔτε τὸ μικρὸ δαχτυλάκι τους· μὰ σὰν τὸν ἅγιο Κασσιανὸ κανεὶς ἄλλος. Καὶ ὄχι μόνον στὸν ἀπάνω ἀλλὰ καὶ στὸν κάτω κόσμο τὸ ἴδιο. Πῶς τὸ κατάφερε, ἀφοῦ πέρασε ἔτσι τὴ ζωή του, νὰ μπῇ στὸν Παράδεισο εἶναι ἀκόμα μυστήριο. Ὅσα χαρτιὰ καὶ ἂν ἔψαξα, ὅσα συναξάρια καὶ ἂν ἐδιάβασα πουθενὰ δὲν ἀπάντησα τ᾿ ὄνομά του.
Ὡστόσο ὁ ἅγιος Κασσιανὸς βρίσκεται ἀπὸ χρόνια στὸν Παράδεισο - αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Μὰ κι ἐκεῖ ἐξακολουθεῖ τὴν ἴδια του δουλειὰ - τὴν ἴδια ντεμπελιὰ ἤθελα νὰ εἰπῶ. Πάει καὶ κάθεται ἀπὸ τὴν αὐγὴ στὴν πόρτα τοῦ Παράδεισου καὶ κοιτάζει τὸν κόσμο ποὺ μπαίνει. Κοιτάζει τὸν κόσμο ποὺ μπαίνει μὰ πιὸ πολὺ κοιτάζει τ᾿ ἀφιερώματα ποὺ στέλνουν οἱ χριστιανοὶ στοὺς ἀγαπημένους τους ἁγίους. Τώρα τοῦ γαργαλίζει τὴ μύτη τὸ λιβάνι· τώρα τὸ κίτρινο κερί· ἔπειτα τῆς ἐλιᾶς τὸ λάδι καὶ λίγο ἀργότερα, πλακώνουν οἱ πεντάρτοι, λαμπάδες ἴσαμε τὸ μπόι τοῦ ἀνθρώπου, μεταξωτά, χρυσαφικά. Καθένα ποὺ θὰ ἰδεῖ μὲ τὰ ἀφιερώματα τρέχει ἀπὸ κοντὰ καὶ τὸν ρωτάει.
- Ποῦ τὰ πᾶς; τίνος εἶναι πατριώτη:
- Τῆς Παναγίας· τοῦ ἀπαντᾷ βιαστικὸς ἐκεῖνος.
Τὸν ἀφήνει δυσαρεστημένος καὶ πιάνει ἄλλον.
- Ποῦ τὰ πᾶς; ποιὸν γυρεύεις πατριώτη;
- Τὸν Ἅϊ-Νικόλα...
Τὸν ἀφήνει καὶ πιάνει ἄλλον. Μὰ κι ὁ ἄλλος τοῦ λέει τὸν Ἅϊ-Γιώργη, τὸν Ἅϊ-Γιάννη τὸν Καλυβήτη, τὸν ἅγιο Φίλιππα τὸ φτωχὸ ποὺ ἀποκρεύει στὸ χωράφι του. Ὁ ἅγιος Κασσιανὸς δαιμονίζεται.
- Γιὰ θυμήσου καλά, παιδί μου· τοῦ λέει. Μὴν κάνεις λάθος. Μὴ σοῦ εἶπαν ἄλλον ἅγιο καὶ ξέχασες; Μὴ σοῦ εἶπαν - σὰν νὰ λέμε τὸν ἅγιο Κασσιανό, σὰν νὰ λέμε;
- Ἅγιο Κασσιανό! Μπά. Οὔτε τὸ ξέρουμε τέτοιο ὄνομα...
Τότε πιὰ ἀπελπισμένος ὁ ἅγιος πιάνει παράμερα μία θέση καὶ κάθεται κοιτάζοντας μὲ ζήλια τ᾿ ἀφιερώματα. Ἡ ψυχή του στάζει φαρμάκι.
- Μὰ κανεὶς νὰ μὴ θυμᾶται καὶ μένα! συλλολίζεται.
Ἔξαφνα ἐνοίωσε κάποιον νὰ τὸν τραβάῃ ἀπὸ τὸ μανίκι. Γυρίζει καὶ βλέπει δύο μάτια στυλωμένα στὰ δικά του, δύο μάτια φωτερὰ ποὺ ἔνιωθε νὰ τοῦ τριβελίζουν τὸ μυαλό· κι ἕνα χαμόγελο ποὺ τὸν ἔκαμε νὰ κοκκινίσῃ. - Τί θές; τὸν ρώτησε ἀπότομα, γυρίζοντας ἀλλοῦ τὸ κεφάλι σὰ νὰ ἔβλεπε τὸ Σατανᾶ.
- Γιατί εἶσαι ἔτσι θλιμμένος;
- Τί σὲ μέλλει;
- Μὲ μέλλει καὶ μὲ παραμέλλει.
- Τώρα ἦρθες;
- Τώρα δά.
- Ἔχεις δίκιο… Τὸ λοιπὸν νὰ τί συλλογίζομαι. Ὁ Σαβαὼθ ἐμένα μὲ ἀδίκησε, πολὺ μὲ ἀδίκησε. Φαντάσου! δὲ μοῦ ἔδωκε μία μέρα τὸ χρόνο νὰ μὲ μνημονεύουνε οἱ ἄνθρωποι. Γιὰ τοῦτο στοὺς ἄλλους κουβαλᾶνε τόσα καλὰ καὶ σὲ μένα τίποτα.
- Γιὰ τοῦτο σκᾶς! ἂμ αὐτὸ διορθώνεται.
- Πῶς διορθώνεται;
- Ἄκου ποὺ σοῦ λέω γώ, διορθώνεται. Νὰ κάνεις μία ἀναφορὰ στὸ γέρο Σαβαὼθ καὶ νὰ τοῦ εἰπεῖς τὸ παράπονό σου. Ἅγιος δὲν εἶσαι καὶ σύ; Δὲ δούλεψες καὶ σὺ τὴ χριστιανοσύνη; Σοῦ πρέπει τὸ λοιπὸν καὶ σένα μία θέση στὸ Γιορταστικό. Ἅμα πάρεις καὶ σὺ τὴ μνήμη σου νὰ ἰδεῖς πῶς θὰ σὲ θυμόνται.
- Σὰν καλὰ μὲ συμβουλεύεις· λέει ὁ ἅγιος. Μὰ ποιὸς νὰ κάμῃ τὴν ἀναφορά;
- Ὅσο γι᾿ αὐτὸ μὴ ζαλίζεσαι. Ἐγὼ τὴν κάνω.
Καὶ ἀμ᾿ ἔπος ἀμ᾿ ἔργον βγάνει ἀπὸ τὴν τσέπη του μία κόλλα χαρτί, φόρα τὴν πένα καὶ τὸ καλαμάρι, κάθεται καὶ σκαρώνει τὴν ἀναφορά. Τὴν παίρνει ὁ ἅγιος, μία καὶ δύο πάει καὶ τὴν ἀφήνει στὰ γόνατα τοῦ Θεοῦ. Καθὼς τὴ διάβασεν, Ἐκεῖνος ἄναψε ἀπὸ τὸ θυμό του.
- Ποιὸς τὴν ἔγραψε; ρωτάει τὸν ἅγιο.
- Νά, τοῦ λόγου του.
- Ἔλα κοντά, τοῦ λέει. Ἐσὺ τὴν ἔγραψες;
- Ἐγώ.
- Ἂμ τί εἶσαι σύ;
- Δικηγόρος.
- Δικηγόρος!... Καὶ πῶς μπῆκες ἐδῶ μέσα; Κράζει τὸν ἅγιο Πέτρο καὶ τὸν βάνει στὸ βρισίδι. - Κοίταξε καλά, τοῦ λέει, στὸ τέλος· μία φορὰ μοῦ τὴν ἔφτιασες μὲ τὸ λοστρόμο. Τώρα μου ἔμπασες τὸ δικηγόρο. Δὲ μένει ἄλλο παρὰ νὰ μπάσῃς καὶ τὸ Βενιζέλο γιὰ νὰ κάνῃ Μεγάλη Ἑλλάδα τὸν Παράδεισο! Πρόσεξε γιατὶ θὰ φᾶς κλωτσιὰ ποὺ δὲ θὰ ἰδεῖς ποῦθε πάει ἡ σκάλα.
Κάνει νεῦμα. Τὸν ἁρπάζουν οἱ ἄγγελοι τὸ δικηγόρο καὶ τὸν πετᾶν ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Τότε γυρίζει ὁ Σαβαὼθ στὸν ἅγιο καὶ τοῦ λέει - Καλά, τοῦ λέει, ἔχεις καὶ κάποιο δίκιο· μὰ πολὺ λίγο. Ἐσὺ γιὰ τὸν κόσμο δὲν κάνεις τίποτα. Παραπονεῖσαι πὼς κουβαλᾶνε στοὺς ἄλλους. Κάτι καλὸ βρίσκουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κουβαλᾶνε. Γιὰ νὰ ἰδοῦμε· φωνάχτε τὸν Ἅϊ-Νικόλα.
Τρέχουν οἱ ἄγγελοι νὰ φέρουν τὸν Ἅγιο Νικόλα· φέρνουν γύρα ὅλο τὸν Παράδεισο· πουθενὰ Ἅϊ-Νικόλας. Πέρασε καμιὰ ὥρα νά σου ὁ Ἅγιος κι ἔρχεται καταμουσκεμένος. Ροῦχα του, γένια του, μαλλιά του ἔσταζαν θάλασσα.
- Ποῦ ἤσουν ἅγιε; τὸν ρωτᾶ ὁ Σαβαώθ.
- Κάτω στὴν Μπαρμπαριὰ ἀφέντη· λέει ὁ γέρος. Κινδύνευε ἕνα σφουγγαράδικο καὶ πῆγα.
- Σώθηκε τὸ σφουγγαράδικο;
- Σώθηκε.
- Κι οἱ ἀνθρῶποι;
- Ὅλοι.
- Βλέπεις τα χασομέρη; γυρίζει ὁ Σαβαὼθ καὶ λέει στὸν Κασσιανό. Δουλεύουνε οἱ ἅγιοι καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσμος τοὺς θυμᾶται! Ἂμ ἐσένα τί νὰ σοῦ θυμηθῇ.
- Κι ἐγὼ δουλεύω, πάτερ ἅγιε.
- Τί δουλειὰ κάνεις;
- Μετράω τ᾿ ἀφιερώματα ποὺ μπαίνουν στὸν Παράδεισο. Μοῦ βγαίνει ἡ ψυχὴ κάθε ἡμέρα.
Ἐγέλασε ὁ Ἅγιος Θεὸς μὲ τὴν καρδιά του.
- Ἂς ἔρθῃ ὁ χαρτουλάριος· διάταξε.
Ἐν τῷ ἅμα ἦρθε ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας μ᾿ ἕνα κύλινδρο χαρτὶ στὸ χέρι καὶ τὸ ἀσημένιο καλαμάρι στὴ ζώνη του.
- Γράψε τον κι αὐτὸν εἶπε ὁ Θεός.
- Δὲν ἔχει θέση· εἶπε δειλὰ ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας. Ἐγέμισε ὁ κύλινδρος.
- Στρίμωξέ τον ὅπως ὅπως σὲ μίαν ἄκρη. Ἀπὸ τότε κάθε τέσσερα χρόνια ἔχει καὶ ὁ ἅγιος Κασσιανὸς τὴ μνήμη του. Ἡ ἀναφορά του ἔπιασε.