Αι Ευχαί
←Εις Σούλι | Αι Ευχαί Συγγραφέας: Από τη συλλογή Λυρικά |
Το Φάσμα→ |
α´.
Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν.
β´.
Στην στεριάν, στα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας.
γ´.
Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες
δ´.
Παρά προστάτας να 'χωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες.
ε´.
Αν οπόταν πεθαίνη
πονηρός βασιλεύς
έσβυν' η νύκτα εν' άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα.
στ´.
Το χέρι οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος,
έπνιξε και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι, και ακόμα.
ζ´.
Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
όχι ψωμί, φιλήματα
στα πεινασμένα τέκνα τους,
ενώ λάμπουν στα χείλη σας
χρυσά ποτήρια!
η´.
Όταν υπό τα σκήπτρα σας
νέους λαούς καλείτε,
νέους ιδρώτας θέλετε
εσείς δια να πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,
θ´.
Τα ξίφη οπού ψυλάγουσι
τα τρέμοντα βασίλεια σας
τα ξίφη οπού τρομάζουσι
την αρετήν, και σφάζουσι
τους λειτουργούς της.
ι´.
Θέλετε θησαυρούς
πολλούς διά ν' αγοράσητε
κρότους χειρών και επαίνους,
και τ' άπιστον θυμίαμα
της κολακείας.
ια´.
Ημείς δια τον σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντας
σταυρόν και αλήθειαν.
ιβ´.
Διά να θεμελιώσητε
την τυραννίαν τιμάτε
τον σταυρόν εις τας πόλεις σας,
και αυτόν επολεμήσατε
εις την Ελλάδα.
ιγ´.
Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλόνετε!
τραβήξετέ τα οπίσω.
βλέπει ο Θεός και αστράπτει
διά τους πανούργους.
ιδ´.
Όταν το δένδρον νέον
εβασάνιζον οι άνεμοι,
τότε βοήθειαν ήθελεν,
ενδυναμώθη τώρα
φθάνει η ισχύς του.
ιε´.
Το ξίφος σφίγξατ' Έλληνες-
τα ομμάτια σας σηκώσατε-
ιδού - εις τους ουρανούς
προστάτης ο Θεός
μόνος σάς είναι.
ιστ´.
Και αν ο Θεός και τ' άρματα
μας λείψωσι, καλήτερα
πάλιν να χρεμετήσωσι
στον Κιθερώνα Τούρκων
άγριαι φοράδες.
ιζ´.
Παρά... Αι, όσον είναι
τυφλή και σκληροτέρα
η τυραννίς, τοσούτον
ταχυτέρως ανοίγονται
σωτήριοι θύραι.
ιη´.
Δεν με θαμβώνει πάθος
κανένα. εγώ την λύραν
κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
σιμά εις του μνήματός μου
τ'ανοικτόν στόμα.