Αισώπου Μύθοι/Ψύλλα και βούς
Αἰσώπου Μῦθοι Ψύλλα καὶ βοῦς |
Ψύλλα δέ ποτε τὸν βοῦν οὕτως ἠρώτα·
«Τί δὴ [παθὼν] ἀνθρώποις ὁσημέραι δουλεύεις,
καὶ ταῦτα ὑπερμεγέθης καὶ ἀνδρεῖος [τυγχάνων],
μοῦ σάρκας αὐτῶν οἰκτίστως διασπώσης
καὶ τὸ αἷμα ⟨αὐτῶν⟩ χανδόθεν πινούσης;»
Ὁ δ’· «Οὐκ ἄχαρίς εἰμι μερόπων γένει·
στέργομαι γὰρ παρὰ αὐτῶν καὶ φιλοῦμαι [ἐκτόπως],
τρίβομαί τε συχνῶς μέτωπόν [τε] καὶ ὤμους.»
Ἡ δέ· «Ἀλλ’ ἐμοὶ γοῦν τέως τῇ δειλαίᾳ
ἡ σοὶ φίλη τρίψις οἴκτιστος ⟨δὴ⟩ μόρος,
ὅτε καὶ τύχῃ συμβαίνει ⟨μοι ἁλῶναι⟩.»
Ὅτι οἱ διὰ τοῦ λόγου ἀλαζόνες καὶ ὑπὸ τοῦ εὐτελοῦς ἡττῶνται.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας ψύλλος κουβέντιαζε με ένα βόδι και του έλεγε: «Καλά, είσαι με τα καλά σου που υπηρετείς τους ανθρώπους καθημερινά προσφέροντάς τους τόση σκληρή εργασία; Εσύ ένα τόσο μεγάλο και δυνατό ζώο, πολύ δυνατότερο από τον άνθρωπο, κι όμως δουλεύεις για αυτόν; Εγώ είμαι ένα τόσο μικρό πλάσμα, κι όμως έχω τόσο θάρρος να του επιτίθεμαι, να του σκίζω τις σάρκες με οδυνηρό τρόπο και να του πίνω το αίμα.» Το βόδι απάντησε: «Πάντως οι άνθρωποι με αγαπούν και με φροντίζουν για το έργο που τους προσφέρω, συχνά με χαϊδεύουν και μου τρίβουν το μέτωπο και τους ώμους.» Τότε είπε ο ψύλλος: «Τι το ήθελες και το ανάφερες το τρίψιμο! Αυτό που εσένα σε ευχαριστεί, για εμάς τους ψύλλους είναι θάνατος! Εκεί που χαϊδεύουν και τρίβουν εσένα, μας λιώνουν εμάς χωρίς καν να το καταλάβουν!»