Αισώπου Μύθοι/Χειμών και έαρ
Αἰσώπου Μῦθοι Χειμὼν καὶ ἔαρ |
Χειμὼν ἔσκωψε εἰς τὸ ἔαρ καὶ αὐτὸ ὠνείδισεν ὅτι εὐθὺς φανέντος ἡσυχίαν ἄγει ἔτι οὐδείς, ἀλλ’ ὁ μέν τις ἐπὶ λειμῶνας καὶ ἄλση γίνεται, ὅτῳ ἄρα φίλον δρέπεσθαι ἀνθέων καὶ κρίνων, ἢ καὶ ῥόδον τι περιαγαγεῖν τε τοῖς ἑαυτοῦ ὄμμασιν, καὶ παραθέσθαι [ἢ] παρὰ τὴν κόμην· ὁ δὲ ἐπιβὰς νεὼς καὶ διαβαίνων πέλαγος, ἂν τύχῃ, παρ’ ἄλλους ἤδη ἀνθρώπους ἔρχεται· καὶ ὅτι ἅπαντες ἀνέμων ἢ πολλοῦ ἐξ ὄμβρων ὕδατος ἔχουσι φροντίδα οὐκέτι. «Ἐγώ, ἔφη, ἄρχοντι καὶ αὐτοδεσπότῃ ἔοικα, καὶ οὐδὲ εἰς οὐρανόν, ἀλλὰ κάτω που καὶ εἰς τὴν γῆν ἐπιτάττω βλέπειν καὶ δεδιέναι καὶ τρέμειν καὶ ἀγαπητῶς διημερεύειν ἔστιν ὅτε οἴκοι ἠνάγκασα. – Τοιγαροῦν, ἔφη τὸ ἔαρ, σοῦ μὲν κἂν ἀπαλλαγεῖεν ἄνθρωποι ἀσμένως· ἐμοῦ δὲ αὐτοῖς καλὸν καὶ αὐτὸ εἶναι δοκεῖ τοὔνομα, καὶ νὴ μὰ Δία γε ὀνομάτων κάλλιστον, ὥστε καὶ ἀπόντος μέμνηνται καὶ φανέντος ἐπαγάλλονται.»
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ο Χειμώνας κορόιδευε την Άνοιξη ότι μόλις αυτή εμφανιστεί, κανείς δεν ησυχάζει πια, αλλα τρέχουν όλοι: άλλος στα λειβάδια, άλλος στα δάση π.χ. για να βοσκήσει τα ζώα, άλλος στην εξοχή για να μαζέψει λουλούδια και να στολίσει τα μαλλιά του, άλλοι βγαίνουν στα χωράφια να δουλέψουν, και άλλοι βγάζουν τα πλοία στη θάλασσα για να ταξιδέψουν. Κανείς δεν φοβάται πια μη φυσήξει ή μην γίνει η βροχή πλημμύρα. Ενώ εγώ, έλεγε ο Χειμώνας, είμαι ένας άρχοντας, ένας αυτοκράτορας, όλοι με φοβούνται και με σέβονται τόσο που δεν κοιτάζουν στον ουρανό, αλλά αναγκάζονται να κοιτάζουν στη γη. Με φοβούνται και με τρέμουν και συχνά με σεβασμό μένουν μέσα στο σπίτι τους κ δέν βγαίνουν. Ναί, απάντησε η Άνοιξη, αλλα εσύ όταν εξαφανίζεσαι, οι άνθρωποι χαίρονται. Εμένα αγαπάνε όχι μόνο την παρουσία μου, αλλά ακόμη και το όνομά μου, «Έαρ». Μάλιστα, αυτό το όνομα, Έαρ, είναι το πιο όμορφο από όλα τα ονόματα του κόσμου! Όταν είμαι παρούσα, οι άνθρωποι έχουν μεγάλη χαρά, αλλά και όταν απουσιάζω με θυμούνται παρηγορούμενοι με το όνομά μου.