Αισώπου Μύθοι/Φιλάργυρος
Αἰσώπου Μῦθοι Φιλάργυρος |
Φιλάργυρός τις, ἅπασαν αὐτοῦ τὴν οὐσίαν ἐξαργυρισάμενος καὶ χρυσοῦν βῶλον ποιήσας, ἔν τινι τόπῳ κατώρυξε συγκατορύξας ἐκεῖ καὶ τὴν ψυχὴν ἑαυτοῦ καὶ τὸν νοῦν, καὶ καθ’ ἡμέραν ἐρχόμενος αὐτὸν ἔβλεπε. Τῶν δὲ ἐργατῶν τις αὐτὸν παρατηρήσας καὶ τὸ γεγονὸς συννοήσας, ἀνορύξας τὸν βῶλον ἀνείλετο. Μετὰ δὲ ταῦτα κἀκεῖνος ἐλθὼν καὶ κενὸν τὸν τόπον ἰδὼν θρηνεῖν ἤρξατο καὶ τίλλειν τὰς τρίχας. Τοῦτον δέ τις ὀλοφυρόμενον οὕτως ἰδὼν καὶ τὴν αἰτίαν πυθόμενος· «Μὴ οὕτως, εἶπεν, ὦ οὗτος, ἀθύμει· οὐδὲ γὰρ ἔχων τὸν χρυσὸν εἶχες. Λίθον οὖν ἀντὶ χρυσοῦ λαβὼν θὲς καὶ νόμιζέ σοι τὸν χρυσὸν εἶναι· τὴν αὐτὴν γάρ σοι πληρώσει χρείαν· ὡς ὁρῶ γάρ, οὐδ’, ὅτε ὁ χρυσὸς ἦν, ἐν χρήσει ἦσθα τοῦ κτήματος.»
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐδὲν ἡ κτῆσις, ἐὰν μὴ ἡ χρῆσις προσῇ.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας φιλάργυρος πούλησε όλη του την περιουσία και την μετέτρεψε σε χρυσάφι. Τα έκανε έναν βώλο χρυσού, τον οποίο έκρυψε μέσα σε έναν τοίχο. Καθημερινά πήγαινε, άνοιγε την κρυψώνα και έβλεπε ότι ο χρυσός είναι στη θέση του. Κάποιος όμως που εργαζόταν εκεί κοντά, υποψιάσθηκε: «Τί έρχεται και βλέπει αυτός εκεί κάθε μέρα;» Έτσι μια μέρα, αφού ο φιλάργυρος έφυγε, ο εργάτης πήγε να ψάξει τι κρύβει. Έσκαψε και βρήκε τον μεγάλο βώλο χρυσού, τον οποίο και έκλεψε. Μετά από περίπου δύο ημέρες, ήρθε πάλι ο φιλάργυρος να ελέγξει το χρυσάφι του, όμως δεν το βρήκε στην κρυψώνα. «Όλη μου η περιουσία χάθηκε!», φώναζε. Έκλαιγε και οδύρονταν τραβώντας τα μαλλιά του. Κάποιος γνωστός του τον άκουσε και τον ρώτησε τί συμβαίνει. «Όλη μου την περιουσία την είχα κάνει έναν βώλο χρυσού, τον είχα κρύψει και κάποιος μου τον έκλεψε». - «Μην λυπάσαι, γιατί εκεί που είχες τον χρυσό σαν πέτρα του φερώσουν.»
Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι ο πλούτος χάνει κάθε αξία αν περιπέσει σε αχρησία.