Αισώπου Μύθοι/Ποιμήν και λυκιδείς
Αἰσώπου Μῦθοι Ποιμὴν καὶ λυκιδεῖς |
Ποιμὴν εὑρὼν λυκιδεῖς, τούτους μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας ἔτρεφεν, οἰόμενος ὅτι τελειωθέντες οὐ μόνον τὰ ἑαυτοῦ πρόβατα τηρήσουσιν, ἀλλὰ καὶ ἕτερα ἁρπάζοντες αὐτῷ οἴσουσιν. Οἱ δέ, ὡς τάχιστα ηὐξήθησαν, ἀδείας τυχόντες πρῶτον αὐτοῦ τὴν ποίμνην διαφθείρειν ἤρξαντο. Καὶ ὡς ταῦτα ᾔσθετο, ἀναστενάξας εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε δίκαια πέπονθα· τί γὰρ τούτους νηπίους ὄντας ἔσῳζον οὓς ἔδει καὶ ηὐξημένους ἀναιρεῖν;»
Οὕτως οἱ τοὺς πονηροὺς περισῴζοντες λανθάνουσι καθ’ ἑαυτῶν πρῶτον αὐτοὺς ῥωννύντες.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας τσομπάνος βρήκε κάτι μικρά λυκάκια, νεογέννητα, τα πήρε και τ' ανάτρεφε με στοργή σκεπτόμενος: "αυτά όταν μεγαλώσουν θα μου φυλάνε το κοπάδι πιο καλά κι από σκυλιά. Κι όχι μόνο θα μου φυλάνε το κοπάδι, αλλά θα κλέβουν και θα μου φέρνουν πρόβατα από ξένα κοπάδια". Έτσι, τα έτρεφε, εκείνα μεγάλωσαν, και το πρώτο πράγμα που έκαναν τότε, ήταν να ρημάξουν το κοπάδι κατασπαράζοντας τα πρόβατα. Τότε ο βοσκός αναστέναξε μετανιωμένος κι είπε: "Εγώ φταίω! Έπρεπε όταν τα βρήκα μικρά να τα έπνιγα, όχι που τα ανάτρεφα κιόλας!"