Αισώπου Μύθοι/Παις κλέπτης και μήτηρ

Από Βικιθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αἰσώπου Μῦθοι
Παῖς κλέπτης καὶ μήτηρ


Παῖς ἐκ διδασκαλείου τὴν τοῦ συμφοιτητοῦ δέλτον ὑφελόμενος τῇ μητρὶ ἐκόμισε. Τῆς δὲ οὐ μόνον αὐτῷ μὴ ἐπιπληξάσης, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπαινεσάσης αὐτὸν, ἐκ δευτέρου ἱμάτιον κλέψας ἤνεγκεν αὐτῇ. Ἔτι δὲ μᾶλλον ἐπαινεσάσης αὐτὸν ἐκείνης, προϊὼν τοῖς χρόνοις, ὡς νεανίας ἐγένετο, ἤδη καὶ τὰ μείζονα κλέπτειν ἐπεχείρει. Ληφθεὶς δέ ποτε ἐπ’ αὐτοφώρῳ καὶ περιαγκωνισθεὶς ἐπὶ τὸν δήμιον ἀπήγετο. Τῆς δὲ ἐπακολουθούσης αὐτῷ καὶ στερνοκοπουμένης, εἶπε βούλεσθαί τι αὐτῇ εἰπεῖν πρὸς τὸ οὖς· καὶ ἐπεὶ τάχιστα αὐτῷ προσῆλθε, τοῦ ὠτίου ἐπιλαβόμενος, κατέδακεν αὐτό. Τῆς δὲ κατηγορούσης αὐτοῦ δυσσέβειαν, εἴπερ μὴ ἀρκεσθεὶς οἷς ἤδη πεπλημμέληκε, καὶ τὴν μητέρα ἐλωβήσατο, ἐκεῖνος ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ἀλλὰ τότε ὅτε σοι πρῶτον τὴν δέλτον κλέψας ἤνεγκα, εἰ ἐπέπληξάς μοι, οὐκ ἂν μέχρι τούτου ἐχώρησα, ὡς καὶ ἐπὶ θάνατον ἀπάγεσθαι.»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τὸ κατ’ ἀρχὰς κολαζόμενον ἐπὶ μεῖζον αὔξεται.

Στα νέα Ελληνικά[Επεξεργασία]

Μιά φορά πιάσανε έναν ληστή κ τον καταδικάσανε σε θάνατο με απαγχονισμό, γιατί καθώς έκλεβε προσπάθησε κάποιος να τον εμποδίσει κ εκείνος τον σκότωσε, οπότε καταδικάστηκε κ για φόνο, όχι μόνο για τις κλοπές που είχε κάνει. Εκεί που ήταν έτοιμος να ανεβεί στην κρεμάλα, μπροστά στα βλέμματα πλήθους κόσμου που παρακολουθούσε, ήρθε η μάνατου κ έκλαιγε φωνάζοντας: "καημένομου παιδί, τί σου έμελλε να πάθεις". Τότε ο μελλοθάνατος ληστής είπε στη μάνατου: "πλησίασε μάνα, να σου πώ στο αυτί κάτι προτού ξεψυχήσω" (κατα άλλη εκδοχή, είπε: "πλησίασε για τον τελευταίο ασπασμό, να σε φιλήσω πρίν πεθάνω"). Η μάνα φυσικά πλησίασε, κ ο μελλοθάνατος κλέφτης της απέκοψε με μιά δαγκανιά το αυτί. Ο κόσμος όλος που παρακολουθούσε τη σκηνή έμεινε κατάπληκτος, κ ζήτησαν να μάθουν γιατί το έκανε αυτό. Τότε ο κλέφτης είπε: "ακούστε ολόκληρη την ιστορίαμου, σάν θέλετε να το μάθετε: όταν πήγα μικρός στο σχολείο, στην πρώτη τάξη ακόμα έκλεψα μιά δέλτο (πινακίδα που έγραφαν. Κατα άλλη εκδοχή, μιά κασετίνα). Κ αυτή τότε, η μάναμου που βλέπετε, δέν με χτύπησε ούτε με μάλωσε, μου είπε κ "μπράβο! μόνο πρόσεξε να μήν το μάθει κανείς". Στη δευτέρα τάξη έκλεψα ένα ρούχο: πάλι αυτή, η μάναμου, δέν με μάλωσε, μου είπε κ "μπράβο, μόνο να μήν το μάθει κανείς". Σε κάθε τάξη που πήγαινα στο σχολείο, έκλεβα όλο κ μεγαλύτερα πράγματα, κ αυτή, η μάναμου που βλέπετε, χαιρόταν. Σάν τελείωσα το σχολείο, το είχα πιά καμάριμου να κλέβω κ να μή με πιάνουνε, κ έφτασα να ζώ μονάχα με την κλεψιά. Έτσι έφτασα να κάνω κ φόνο, που γι' αυτό με πιάσατε κ θα με κρεμάσετε. Γι' αυτό της αξίζει που της έκοψα με τα δόντιαμου το αυτί (ή: τη μύτη), για να θυμίζει το κομμένο αυτί (ή: η μύτη) πόσο κακό μου έκανε όταν πρωτοέκλεψα μια παλιοπινακίδα (ή: παλιοκασετίνα) κ αντί να με μαλώσει, μου είπε κ "μπράβο"!

Όπως της έκοψα τώρα το αυτί, έτσι και αυτή έπρεπε να έκοβε το κακό στη ρίζα του, όσο ήταν καιρός".