Αισώπου Μύθοι/Πίθηκος και δελφίς
Αἰσώπου Μῦθοι Πίθηκος καὶ δελφίς |
Ἔθους ὄντος τοῖς πλέουσι Μελιταῖα κυνίδια καὶ πιθήκους ἐπάγεσθαι πρὸς παραμυθίαν τοῦ πλοῦ, πλέων τις εἶχε σὺν ἑαυτῷ καὶ πίθηκον. Γενομένων δ’ αὐτῶν κατὰ τὸ Σούνιον, τὸ τῆς Ἀττικῆς ἀκρωτήριον, χειμῶνα σφοδρὸν συνέβη γενέσθαι. Τῆς δὲ νεὼς περιτραπείσης καὶ πάντων διακολυμβώντων, ἐνήχετο καὶ ὁ πίθηκος. Δελφὶς δέ τις αὐτὸν θεασάμενος καὶ ἄνθρωπον εἶναι ὑπολαβών, ὑπελθὼν ἀνεῖχε διακομίζων ἐπὶ τὴν χέρσον. Ὡς δὲ κατὰ τὸν Πειραιᾶ ἐγένετο, τὸ τῶν Ἀθηναίων ἐπίνειον, ἐπυνθάνετο τοῦ πιθήκου εἰ τὸ γένος ἐστὶν Ἀθηναῖος. Τοῦ δὲ εἰπόντος καὶ λαμπρῶν ἐνταῦθα τετυχηκέναι γονέων, ἐπανήρετο εἰ καὶ τὸν Πειραιᾶ ἐπίσταται. Ὑπολαβὼν δὲ ὁ πίθηκος περὶ ἀνθρώπου αὐτὸν λέγειν, ἔφη καὶ μάλα φίλον εἶναι αὐτῷ καὶ συνήθη. Καὶ ὁ δελφὶς ἐπὶ τοσούτῳ ψεύδει ἀγανακτήσας, βαπτίζων αὐτὸν ἀπέκτεινεν.
Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας οἳ τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἰδότες ἀπατᾶν νομίζουσιν.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Οι ναυτικοί συνήθιζαν να έχουν στα καράβια σκυλάκια μιάς ράτσας απο τη Μελίτη καθώς κ πιθήκους, για να παίζουν με αυτά τα ζώα κ να ξεχνούν έτσι την ταλαιπωρία κ τη μονοτονία του ταξιδιού. Έτσι λοιπόν, σε ένα καράβι ήταν κ ένας πίθηκος κάποιου ταξιδιώτη, κ το πλοίο ερχόταν στην Αθήνα. Καθώς περνούσαν απο το ακρωτήριο Σούνιο, έπιασε σφοδρή θαλασσοταραχή κ το πλοίο αναποδογύρισε, όλοι κολυμπούσαν όπως μπορούσαν για να βγούν στη στεριά κ να σωθούν, το ίδιο έκανε ο πίθηκος. Στάθηκε πολύ τυχερός ο πίθηκος, διότι ένα δελφίνι τον πέρασε για άνθρωπο κ τον σήκωσε στη ράχη του για να τον μεταφέρει στη στεριά. Ώσπου, κουβαλώντας το δελφίνι τον πίθηκο, φτάσανε στον Πειραιά, το επίνειο της Αθήνας. Τότε το δελφίνι ρώτησε τον πίθηκο: "είσαι Αθηναίος;" - "βεβαίως, Αθηναίος είμαι, κ μάλιστα απο μιά διάσημη οικογένεια της Αθήνας" - "Τότε θα γνωρίζεις τον Πειραιά, έ;" - "Πώς δεν τον γνωρίζω, είναι μάλιστα κ στενόςμου φίλος", απάντησε ο πίθηκος, νομίζοντας οτι Πειραιάς είναι όνομα ανθρώπου. Τότε το δελφίνι θύμωσε βλέποντας οτι ο πίθηκος λέει ασύστολα ψέματα, κ τον έρριξε απο τη ράχη του αφήνοντάςτον να πνιγεί, λίγο προτού να βγούν στη στεριά όπου ο πίθηκος θα σωζόταν.