Αισώπου Μύθοι/Ορνιθοθήρας και πέρδιξ

Από Βικιθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αἰσώπου Μῦθοι
Ὀρνιθοθήρας καὶ πέρδιξ


Ὀρνιθοθήρας, ὀψιαίτερον αὐτῷ ξένου παραγενομένου, μὴ ἔχων ὅ τι αὐτῷ παραθείη, ὥρμησεν ἐπὶ τὸν τιθασσὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε. Τοῦ δὲ αἰτιωμένου αὐτὸν ὡς ἀχάριστον, εἴγε πολλὰ ὠφελούμενος παρ’ αὐτοῦ τοὺς ὁμοφύλους ἐκκαλουμένου καὶ παραδιδόντος, αὐτὸς ἀναιρεῖν αὐτὸν μέλλει, ἔφη· «Ἀλλὰ διὰ τοῦτό σε μᾶλλον θύσω, εἰ μηδὲ τῶν ὁμοφύλων ἀπέχῃ.»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ τοὺς οἰκείους προδιδόντες οὐ μόνον ὑπὸ τῶν ἀδικουμένων μισοῦνται, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τούτων οἷς προδίδονται.

Στα νέα Ελληνικά[Επεξεργασία]

Ήταν ένας κυνηγός πουλιών που χρησιμοποιούσε μιά πέρδικα ώς μέσω προσέλκυσης αγρίων περδίκων. Μιά φορά, ένας ξένος ήρθε σε αυτόν τον κυνηγό, αργά το βράδυ. Ο κυνηγός έπρεπε κάτι να θυσιάσει για να παραθέσει λαμπρό γεύμα στον ξένο, αλλα δέν είχε τίποτε εκτός απο την πέρδικα. Την οποία κ έπιασε να θυσιάσει. "Πώς είναι δυνατόν να με θυσιάσεις! Μπορεί να γίνει τέτοια αχαριστία; Εγώ για χατίρι σου έχω φέρει τόσες κ τόσες άγριες πέρδικες, πουλιά απο το δικό μου γένος". Απάντησε τότε ο κυνηγός: "γι' αυτό ακριβώς σου πρέπει να σε θυσιάσω, γιατί ούτε του δικού σου γένους τα πλάσματα δεν λυπήθηκες, γιατί να λυπηθώ τώρα εγώ εσένα;"