Αισώπου Μύθοι/Ξυλευόμενος και Ερμής
Αἰσώπου Μῦθοι Ξυλευόμενος καὶ Ἑρμῆς |
Ξυλευόμενός τις παρὰ ποταμῷ τὸν οἰκεῖον ἀπέβαλε πέλεκυν. Ἀμηχανῶν τοίνυν παρὰ τὴν ὄχθην καθίσας ὠδύρετο. Ἑρμῆς δὲ μαθὼν τὴν αἰτίαν καὶ οἰκτείρας τὸν ἄνθρωπον, καταδὺς εἰς τὸν ποταμὸν χρυσοῦν ἀνήνεγκε πέλεκυν, καὶ εἰ οὗτός ἐστιν ὃν ἀπώλεσεν ἤρετο. Τοῦ δὲ μὴ τοῦτον εἶναι φαμένου, αὖθις καταβὰς ἀργυροῦν ἀνεκόμισε. Τοῦ δὲ μηδὲ τοῦτον εἶναι τὸν οἰκεῖον εἰπόντος, ἐκ τρίτου καταβὰς ἐκεῖνον τὸν οἰκεῖον ἀνήνεγκε. Τοῦ δὲ τοῦτον ἀληθῶς εἶναι τὸν ἀπολωλότα φαμένου, Ἑρμῆς ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὴν δικαιοσύνην, πάντας αὐτῷ ἐδωρήσατο. Ὁ δὲ παραγενόμενος πρὸς τοὺς ἑταίρους τὰ συμβάντα αὐτοῖς διεξελήλυθεν· ὧν εἷς τις τὰ ἴσα διαπράξασθαι ἐβουλεύσατο, καὶ παρὰ τὸν ποταμὸν ἐλθὼν καὶ τὴν οἰκείαν ἀξίνην ἐξεπίτηδες ἀφεὶς εἰς τὸ ῥεῦμα κλαίων ἐκάθητο. Ἐπιφανεὶς οὖν ὁ Ἑρμῆς κἀκείνῳ καὶ τὴν αἰτίαν μαθὼν τοῦ θρήνου, καταβὰς ὁμοίως χρυσῆν ἀξίνην ἐξήνεγκε καὶ ἤρετο εἰ ταύτην ἀπέβαλε. Τοῦ δὲ σὺν ἡδονῇ· «Ναὶ ἀληθῶς ἥδ’ ἐστί» φήσαντος, μισήσας ὁ θεὸς τὴν τοσαύτην ἀναίδειαν, οὐ μόνον ἐκείνην κατέσχεν, ἀλλ’ οὐδὲ τὴν οἰκείαν ἀπέδωκεν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι, ὅσον τοῖς δικαίοις τὸ θεῖον συναίρεται, τοσοῦτον τοῖς ἀδίκοις ἐναντιοῦται.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας άνθρωπος έκοβε ξύλα στην εξοχή, κουράστηκε και κάθισε να ξεκουραστεί στην όχθη ενός ποταμού, τότε κατά λάθος του έπεσε το τσεκούρι στο ποτάμι και ήταν βαθύ και ορμητικό, δεν μπορούσε να το πάρει. Κάθισε στην όχθη και θρηνούσε. Τότε ο θεός Ερμής του εμφανίστηκε με τη μορφή ενός νεαρού άντρα, και τον ρωτά: «Γιατί κλαίς, τι συμβαίνει;» - «Μου έπεσε το καλό μου τσεκούρι στο ποτάμι και δεν μπορώ να το βγάλω» - «Θα προσπαθήσω να το βγάλω εγώ», είπε ο νέος άντρας, που ήταν ο Ερμής, βούτηξε στο ποτάμι και έβγαλε ένα ολόχρυσο μεγάλο τσεκούρι: «Αυτό είναι;» - «Όχι, παλληκάρι μου, δεν είναι αυτό το δικό μου.» - «Καλά, θα ξαναπροσπαθήσω», είπε ο Ερμής και ξαναβούτηξε, έβγαλε ένα ασημένιο μεγάλο τσεκούρι: «Αυτό είναι;» - «Όχι, όχι, δέν είναι αυτό το δικό μου» - «Καλά, θα ξαναψάξω», είπε και βούτηξε τρίτη φορά, έβγαλε το τσεκούρι που είχε χάσει ο άνθρωπος. Εκείνος σαν το είδε, «Α! το τσεκούρι μου!» είπε, «Σε ευχαριστώ πολύ, παλληκάρι μου, να έχεις την ευχή μου» - «Είσαι σίγουρος, αυτό είναι το δικό σου;» - «Ναί, αυτό είναι που μου έπεσε στο ποτάμι.» - «Επειδή είσαι ειλικρινής και έχεις καθαρή καρδιά, πάρε το τσεκούρι σου, σου χαρίζω και αυτό το χρυσό καί αυτό το ασημένιο», είπε ο Ερμής, έδωσε καί τα τρία τσεκούρια στον άνθρωπο και έφυγε.
Σαν γύρισε ο άνθρωπος στο σπίτι του, είπε αυτήν την ιστορία στους φίλους του, για να καταλάβουν πως ο Θεός αγαπάει την τιμιότητα. Σαν έμαθε το περιστατικό αυτό ένας συγχωριανός, ζήλεψε, θέλησε και αυτός να αποκτήσει τέτοια. Πήγε λοιπόν στο ίδιο σημείο του ποταμού και έρριξε εξεπίτηδες το τσεκούρι, δήθεν κατά λάθος. Και έκατσε στην όχθη κάνοντας πως κλαίει. Εμφανίστηκε τότε ένας νεαρός άντρας, που ήταν στην πραγματικότητα ο θεός Ερμής, και του λέει: «Γιατί κλαίς;» - «Μου έπεσε το τσεκούρι μου στο ποτάμι, ήταν πολύ καλό, και τι θα κάνω χωρίς αυτό!» - «Μη στενοχωριέσαι, θα προσπαθήσω να το βγάλω», είπε ο Ερμής, και βούτηξε, έβγαλε ένα χρυσό τσεκούρι. Σαν το είδε ο άλλος, άστραψαν τα μάτια του. «Βρήκα αυτό, είναι εκείνο που έχασες;» ρώτησε ο Ερμής - «Ναί, ναί, αυτό είναι το τσεκούρι μου που μού έπεσε στο ποτάμι, σ' ευχαριστώ!», είπε, και άπλωσε τα χέρια για να το πάρει. Το τράβηξε πίσω τότε ο Ερμής και του λέει: «Επειδή είσαι απατεώνας, ούτε αυτό θα πάρεις, ούτε το δικό σου θα ξαναβρείς που χάθηκε μές το ποτάμι.» Και έφυγε.