Αισώπου Μύθοι/Μύρμηξ και περιστερά
Αἰσώπου Μῦθοι Μύες καὶ γαλαῖ |
Μύρμηξ διψήσας, κατελθὼν εἰς πηγήν, παρασυρεὶς ὑπὸ τοῦ ῥεύματος ἀπεπνίγετο. Περιστερὰ δὲ τοῦτο θεασαμένη κλῶνα δένδρου περιελοῦσα εἰς τὴν πηγὴν ἔρριψεν, ἐφ’ οὗ καὶ καθίσας ὁ μύρμηξ διεσώθη. Ἰξευτὴς δέ τις μετὰ τοῦτο τοὺς καλάμους συνθεὶς ἐπὶ τὸ τὴν περιστερὰν συλλαβεῖν ᾔει. Τοῦτο δ’ ὁ μύρμηξ ἑωρακὼς τὸν τοῦ ἰξευτοῦ πόδα ἔδακεν. Ὁ δὲ ἀλγήσας τούς τε καλάμους ἔρριψε καὶ τὴν περιστερὰν αὐτίκα φυγεῖν ἐποίησεν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι δεῖ τοῖς εὐεργέταις χάριν ἀποδιδόναι.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένα μυρμήγκι δίψασε και κατέβηκε σε μία πηγή, αλλά παρασύρθηκε από τό ρεύμα και κόντευε να πνιγεί. Ένα περιστέρι, βλέποντάς το, έφερε ένα κλωνάρι και το έρριξε στην πηγή, πάνω στό οποίο κάθισε το μυρμήγκι καί σώθηκε. Ένας ιξευτής, αφού συνέβησαν αυτά, συνάρμοσε τά καλάμιά του με σκοπό νά πιάσει τό περιστέρι όπως πίστευε. Όμως, τό μυρμήγκι, που τα είδε όλα τούτα, δάγκωσε το πόδι του ιξευτού. Και εκείνος, επειδή πόνεσε, έρριξε κάτω τα καλάμια και έκανε το περιστέρι την ίδια στιγμή [να πετάξει και] νά ξεφύγει.
Τούτος ο μύθος δηλώνει ότι οφείλει κανείς να ανταποδίδει στους ευεργέτες του τήν χάρη [που τού έκαναν].