Αισώπου Μύθοι/Λύκος διά την εαυτού σκιάν γαυρωθείς και λέων
Αἰσώπου Μῦθοι Λύκος διὰ τὴν ἑαυτοῦ σκιὰν γαυρωθεὶς καὶ λέων |
Λύκος πλανώμενος ⟨ποτ’⟩ ἐν ἐρήμοις τόποις,
κλίνοντος ἤδη πρὸς δύσιν Ὑπερίονος,
δολιχὴν ἑαυτοῦ τὴν σκιὰν ἰδὼν ἔφη·
«Λέοντ’ ἐγὼ δέδοικα, τηλικοῦτος ὤν;
πλέθρου τ’ ἔχων τὸ μῆκος, οὐ θηρῶν ἁπλῶς
πάντων δυνάστης ἀθρόων γενήσομαι;»
Λύκον δὲ γαυρωθέντα καρτερὸς λέων
ἑλὼν κατήσθι’· ὁ δ’ ἐβόησε μετανοῶν·
«Οἴησις ἡμῖν πημάτων παραιτία.»
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας λύκος καθώς τριγύριζε στην ερημιά, την ώρα που πήγαινε να δύσει ο ήλιος, η σκιά του μάκρυνε πολύ, γιατί ο ήλιος ήταν χαμηλά, και τότε, βλέποντας ο λύκος τόσο μακριά τη σκιά του είπε: «Για κοίτα, έχω ένα πλέθρο μάκρος! Και με τόσο μέγεθος που έχω, είναι δυνατόν να φοβάμαι τα λιοντάρια; Κανένας άλλος, μόνο εγώ αξίζω να γίνω ο βασιλιάς όλων των ζώων!» Και αφού τόσο περηφανεύτηκε, δεν φυλαγόταν από τα λιοντάρια και όταν είδε ένα λιοντάρι δεν έτρεξε να φύγει ή να κρυφτεί, αλλά ήθελε κιόλας να παλαίψει με το λιοντάρι για να δείξει ότι με ευκολία νικά και τα λιοντάρια. Τότε το λιοντάρι κατασπάραξε τον λύκο. Εκεί που θα πέθαινε ο λύκος είπε: «Αχ, δεν πρέπει να περηφανεύεται κανείς και να χαλαρώνει την άμυνα! Κάποτε η ζωή μάς κάνει να νομίζουμε οτι είμαστε πολύ πιο μεγάλοι από ότι είμαστε πραγματικά!»