Αισώπου Μύθοι/Λέων μυν φοβηθείς και αλώπηξ
Αἰσώπου Μῦθοι Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος |
Λέοντος κοιμωμένου μῦς τὸ σῶμα διέδραμεν. Ὁ δὲ ἐξαναστὰς πανταχόθεν περιειλίττετο ζητῶν τὸν προσεληλυθότα. Ἀλώπηξ δὲ αὐτὸν θεασαμένη ὠνείδιζεν, εἰ λέων ὢν μῦν ηὐλαβήθη. Καὶ ὃς ἀπεκρίνατο· «Οὐ τὸν μῦν ἐφοβήθην, ἐθαύμασα δὲ εἴ τις λέοντος κοιμωμένου τὸ σῶμα ἐπιδραμεῖν ἐτόλμησεν.»
Ὁ λόγος διδάσκει τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων μηδὲ τῶν μετρίων πραγμάτων καταφρονεῖν.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Εκεί που κοιμόταν ένα λιοντάρι, ήρθε ένα ποντίκι τρέχοντας και πέρασε από πάνω του. Τρομαγμένο σηκώθηκε το λιοντάρι και κυλιόταν εδώ και εκεί για να βρει ποιος ήταν που το άγγιξε. Το είδε μια αλεπού και του λέει: «Καλά, δεν ντρέπεσαι, ολόκληρο λιοντάρι, φοβήθηκες απο έναν ποντικό;» - «Δεν φοβήθηκα τον ποντικό, μου έκανε όμως εντύπωση πώς κάποιος τόλμησε να αγγίξει το σώμα ενός κοιμισμένου λιονταριού.»