Αισώπου Μύθοι/Λέων και ταύρος
Αἰσώπου Μῦθοι Λέων καὶ ταῦρος |
Λέων ταύρῳ παμμεγέθει ἐπιβουλεύων ἐβουλήθη δόλῳ αὐτοῦ περιγενέσθαι. Διόπερ πρόβατον τεθυκέναι φήσας ἐφ’ ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσε, βουλόμενος κατακλιθέντα αὐτὸν καταγωνίσασθαι. Ὁ δὲ ἐλθὼν καὶ θεασάμενος λέβητάς τε πολλοὺς καὶ ὀβελίσκους μεγάλους, τὸ δὲ πρόβατον οὐδαμοῦ, μηδὲν εἰπὼν ἀπηλλάττετο. Τοῦ δὲ λέοντος αἰτιωμένου αὐτὸν καὶ τὴν αἰτίαν πυνθανομένου δι’ ἣν οὐδὲν δεινὸν παθὼν ἄλογος ἄπεισιν, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐ μάτην τοῦτο ποιῶ· ὁρῶ γὰρ παρασκευὴν οὐχὶ ὡς εἰς πρόβατον, ἀλλ’ εἰς ταῦρον ἡτοιμασμένην.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων αἱ τῶν πονηρῶν τέχναι οὐ λανθάνουσιν.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένα λιοντάρι έβαλε στο μάτι έναν τεράστιο ταύρο, και, αφού δεν μπορούσε να τον νικήσει με τη δύναμη, σκέφτηκε αυτό το τέχνασμα: πήγε καθ του έλεγε οτι θέλει να γίνουν φίλοι. «Έχω θυσιάσει ένα πρόβατο. Έλα στο σπίτιμου να φάμε μαζί κ να διασκεδάσουμε!» Το λιοντάρι είχε σκοπό να βάλει τον ταύρο να γείρει αναπαυτικά σε ένα ανάκλιντρο, και όπως θα ξάπλωνε και θα χαλάρωνε, θα έπεφτε επάνω του αναπάντεχα και θα τον σκότωνε. Ο ταύρος πήγε στο σπίτι του λιονταριού, κοιτάζει δεξιά αριστερά, είδε αρκετά μεγάλα σκεύη για μαγείρεμα σούπας, είδε και κάμποσες μεγάλες σούβλες, αλλα πουθενά δέν φαινόταν πρόβατο ούτε κρέας. Τότε, χωρίς να πει ούτε λέξη, ο ταύρος έκανε μεταβολή και έφυγε. «Στάσου!», φώναξε το λιοντάρι, «Πού πάς; γιατί φεύγεις; ούτε κάν χαιρετάς; Είναι αγένεια, δέν νομίζεις; Γιατί φέρεσαι έτσι, σε πείραξε κανείς;» - «Έχω το λόγο μου», απάντησε ο ταύρος, «Γιατί εδώ βλέπω ετοιμασίες όχι για πρόβατο, αλλα για ταύρο!»