Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αισώπου Μύθοι/Λέων και λαγωός

Από Βικιθήκη
Αἰσώπου Μῦθοι
Λέων καὶ λαγωός


Λέων περιτυχὼν λαγωῷ κοιμωμένῳ, τοῦτον ἔμελλε καταφαγεῖν· μεταξὺ δὲ θεασάμενος ἔλαφον παριοῦσαν, ἀφεὶς τὸν λαγωόν, ἐκείνην ἐδίωκεν. Ὁ μὲν οὖν παρὰ τὸν ψόφον ἐξαναστὰς ἔφυγεν. Ὁ δὲ λέων ἐπὶ πολὺ διώξας τὴν ἔλαφον, ἐπειδὴ καταλαβεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸν λαγωόν· εὑρὼν δὲ καὶ αὐτὸν πεφευγότα ἔφη· «Ἀλλ’ ἐγὼ δίκαια πέπονθα, ὅτι ἀφεὶς τὴν ἐν χερσὶ βοράν, ἐλπίδα μείζονα προέκρινα.»

Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων μετρίοις κέρδεσι μὴ ἀρκούμενοι, μείζονας δὲ ἐλπίδας διώκοντες λανθάνουσι καὶ τὰ ἐν χερσὶ προϊέμενοι.

Στα νέα Ελληνικά

[Επεξεργασία]

Ένα λιοντάρι βρήκε έναν λαγό που κοιμόταν και τον πλησίαζε σιγά σιγά για να τον γραπώσει και να τον φάει. Τότε είδε ένα ελάφι, οπότε άφησε τον λαγό και κυνηγούσε το ελάφι, που θα του έδινε πολύ περισσότερο κρέας από ότι ο λαγός. Βέβαια, ο λαγός ακούγοντας τον θόρυβο από το τρέξιμο του λιονταριού ξύπνησε και έφυγε. Το λιοντάρι κυνήγησε το ελάφι, αλλά δεν κατάφερε να το πιάσει. Επέστρεψε τότε για τον λαγό, αλλά εκείνος είχε φύγει. Τότε το λιοντάρι απογοητευμένο είπε: «Καλά να πάθω, αφού άφησα την τροφή που είχα μες τα χέρια μου για να κυνηγάω το μεγαλύτερο αλλα άπιαστο κέρδος.»