Αισώπου Μύθοι/Λέων και άρκτος και αλώπηξ
Αἰσώπου Μῦθοι Λέων καὶ ἄρκτος καὶ ἀλώπηξ |
Λέων καὶ ἄρκτος, ἐλάφου νεβρὸν εὑρόντες, περὶ τούτου ἐμάχοντο. Δεινῶς δὲ ὑπ’ ἀλλήλων διατεθέντες, ἐπειδὴ ἐσκοτώθησαν, ἡμιθανεῖς ἔκειντο. Ἀλώπηξ δὲ παριοῦσα, ὡς ἐθεάσατο τοὺς μὲν παρειμένους, τὸν δὲ νεβρὸν ἐν μέσῳ κείμενον, ἀραμένη αὐτόν, διὰ μέσων αὐτῶν ἀπηλλάττετο. Οἱ δὲ ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενοι ἔφασαν· «Ἄθλιοι ἡμεῖς, εἴ γε ἀλώπεκι ἐμοχθοῦμεν.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι εὐλόγως ἐκεῖνοι ἄχθονται οἳ τῶν ἰδίων πόνων τοὺς τυχόντας ὁρῶσι τὰς ἐπικαρπίας ἀποφερομένους.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένα λιοντάρι και μια αρκούδα βγήκαν στο κυνήγι και κατάφεραν να σκοτώσουν ένα ελαφάκι. Τότε αρχίσανε να μάχονται μεταξύ τους ποιος θα πάρει το ελαφάκι. Χτυπηθήκανε, δαγκωθήκανε, τόσο πολύ που πέσανε και οι δύο κάτω εξαντλημένοι, τραυματισμένοι, ματωμένοι, λιπόθυμοι. Έρχεται τότε μια αλεπού, βλέπει το λιοντάρι και την αρκούδα σε αυτήν την άθλια κατάσταση, είδε και το ελαφάκι ανάμεσά τους, και κατάλαβε τί συνέβη. Αρπάζει τότε η αλεπού το ελαφάκι και φεύγει. Το λιοντάρι και η αρκούδα είδαν την αλεπού, αλλά ήταν σε τέτοια κακά χάλια που δεν μπορούσαν να κουνηθούν ώστε να την εμποδίσουν. Και τότε είπαν: «Κρίμα σε μας, τόσα που τραβήξαμε για χάρη της αλεπούς!»