Αισώπου Μύθοι/Λέων ερασθείς και γεωργός
Αἰσώπου Μῦθοι Λέων ἐρασθεὶς καὶ γεωργός |
Λέων ἐρασθεὶς γεωργοῦ θυγατρός, ταύτην ἐμνηστεύσατο. Ὁ δὲ μὴ ἐκδοῦναι θηρίῳ τὴν θυγατέρα ὑπομένων, μηδὲ ἀρνήσασθαι διὰ φόβον δυνάμενος τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν. Ἐπειδὴ συνεχῶς αὐτῷ ὁ λέων ἐπέκειτο, ἔλεγεν ὡς νυμφίον μὲν αὐτὸν ἄξιον τῆς θυγατρὸς δοκιμάζει· μὴ ἄλλως δὲ αὐτῷ δύνασθαι ἐκδοῦναι, ἐὰν μὴ τούς τε ὀδόντας ἐξέλῃ καὶ τοὺς ὄνυχας ἐκτέμῃ· τούτους γὰρ δεδοικέναι τὴν κόρην. Τοῦ δὲ ῥᾳδίως διὰ τὸν ἔρωτα ἑκάτερα ὑπομείναντος, ὁ γεωργὸς καταφρονήσας αὐτοῦ, ὡς παρεγένετο πρὸς αὐτόν, ῥοπάλοις αὐτὸν παίων ἐξήλασεν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ ῥᾳδίως τοῖς πέλας πιστεύοντες, ὅταν τῶν ἰδίων πλεονεκτημάτων ἑαυτοὺς ἀπογυμνώσωσιν, εὐάλωτοι τούτοις γίνονται οἷς πρότερον φοβεροὶ καθεστήκεσαν.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένα λιοντάρι ερωτεύθηκε την κόρη ενός γεωργού και την αρραβωνιάστηκε, ήθελε και να την παντρευτεί. Ο γεωργός δέν ήθελε να δώσει την κόρη του για γυναίκα σε ένα θηρίο, αλλα και «όχι» δέν μπορούσε να του πει, αφού φοβόταν. Οπότε σκαρφίστηκε το εξής: Πήγε και είπε στο λιοντάρι: «είναι μεγάλη μου τιμή να κάνω γαμπρό ένα τόσο δυνατό και μεγαλοπρεπές ζώο, που άξια ονομάζεται ο βασιλιάς των ζώων. Και η κόρη μου επίσης σε αγαπάει πολύ, αλλά σε φοβάται. Θέλω να τον δοκιμάσω τον άντρα που θα πάρει την κόρη μου, να μου αποδείξει πόσο την αγαπάει. Εσύ λοιπόν, αν πραγματικά την αγαπάς, θα το αποδείξεις αν κάτσεις να σου βγάλω τα δόντια και σου κόψω τα νύχια. Γιατί αυτά φοβάται η κόρη μου. Κάτσε λοιπόν να σου κόψω τα νύχια και να σου βγάλω τα δόντια και έπειτα αμέσως θα ορίσουμε τη μέρα του γάμου».
Έτσι τρελαμένο που ήταν απο έρωτα το λιοντάρι συμφώνησε και ο γεωργός του έβγαλε τα δόντια και του έκοψε τα νύχια. Τότε το λιοντάρι έμεινε ανυπεράσπιστο και δεν το φοβόταν κανείς πια. Παίρνει τότε ο γεωργός μια μαγκούρα και αρχίζει βαράει το λιοντάρι και βαρώνταςτο το έδιωξε μακριά και εκείνο δεν ξαναπλησίασε στο σπίτι του γεωργού.