Αισώπου Μύθοι/Λέων εγκλεισθείς και γεωργός
Αἰσώπου Μῦθοι Λέων ἐγκλεισθεὶς καὶ γεωργός |
Λέων εἰς γεωργοῦ ἔπαυλιν εἰσῆλθεν. Ὁ δὲ συλλαβεῖν βουλόμενος τὴν αὐλείαν θύραν ἔκλεισε. Καὶ ὃς ἐξελθεῖν μὴ δυνάμενος πρῶτον μὲν τὰ ποίμνια διέφθειρεν, ἔπειτα δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς βόας ἐτράπη. Καὶ ὁ γεωργὸς φοβηθεὶς περὶ αὑτοῦ τὴν θύραν ἀνέῳξεν. Ἀπαλλαγέντος δὲ τοῦ λέοντος, ἡ γυνὴ θεασαμένη αὐτὸν στένοντα εἶπεν· «Ἀλλὰ σύ γε δίκαια πέπονθας· τί γὰρ τοῦτον συγκλεῖσαι ἐβούλου ὃν καὶ μακρόθεν σε ἔδει φεύγειν;»
Οὕτως οἱ τοὺς ἰσχυροτέρους διερεθίζοντες εἰκότως τὰς ἐξ αὑτῶν πλημμελείας ὑπομένουσιν.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένα λιοντάρι μπήκε στην αυλή της αγροικίας ενός γεωργού. Ο γεωργός τότε θέλησε να αιχμαλωτίσει το λιοντάρι, γι' αυτό έκλεισε την πόρτα της αυλής. Το λιοντάρι όντως κλείσθηκε και δεν μπορούσε να φύγει, οπότε έπιασε σκότωσε και έφαγε από τα γιδοπρόβατα. Ύστερα, επιτέθηκε και στα βόδια. Ο γεωργός πια φοβήθηκε ότι θα επιτεθεί και στον ίδιο, οπότε του άνοιξε την αυλόπορτα και το λιοντάρι έφυγε. Και ο γεωργός αναστέναζε: «Πω, πω τι έπαθα! Δεν μπόρεσα να το αιχμαλωτίσω, μόνο την πλήρωσαν τα πρόβατά μου και τα βόδια μου!» «Εμ πώς σου ήρθε η ιδέα να αιχμαλωτίσεις λιοντάρι;» του είπε η γυναίκα του, «Αυτό και από μακριά όταν το βλέπεις πρέπει να φεύγεις, όχι να προσπαθήσεις να το κλείσεις στην αυλή! Τι περίμενες, να πεινάσει και να παραδοθεί; Τώρα, έβαλες μυαλό!»