Αισώπου Μύθοι/Κύων και αλεκτρυών και αλώπηξ
Αἰσώπου Μῦθοι Κύων καὶ ἀλεκτρυὼν καὶ ἀλώπηξ |
Κύων καὶ ἀλεκτρυὼν ἑταιρείαν ποιησάμενοι ὥδευον. Ἑσπέρας δὲ καταλαβούσης, ὁ μὲν ἀλεκτρυὼν ἐπὶ δένδρου ἐκάθευδεν ἀναβάς, ὁ δὲ κύων πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ δένδρου κοίλωμα ἔχοντος. Τοῦ δὲ ἀλεκτρυόνος κατὰ τὸ εἰωθὸς νύκτωρ φωνήσαντος, ἀλώπηξ ἀκούσασα πρὸς αὐτὸν ἔδραμε καὶ στᾶσα κάτωθεν πρὸς ἑαυτὴν κατελθεῖν ἠξίου· ἐπιθυμεῖν γὰρ ἀγαθὴν οὕτω φωνὴν ζῷον ἔχον ἀσπάσασθαι. Τοῦ δὲ εἰπόντος τὸν θυρωρὸν πρότερον διυπνίσαι ὑπὸ τὴν ῥίζαν καθεύδοντα, ὡς, ἐκείνου ἀνοίξαντος, κατελθεῖν, κἀκείνης ζητούσης αὐτὸν φωνῆσαι, ὁ κύων αἴφνης πηδήσας αὐτὴν διεσπάραξεν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἐχθροὺς ἐπελθόντας πρὸς ἰσχυροτέρους πέμπουσι παραλογιζόμενοι.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ο σκύλος και ο κόκκορας γίνανε φίλοι και ταξιδεύανε μαζί. Σαν ήρθε η νύχτα, βρέθηκαν σε ένα δασάκι, και πέρασαν τη νύχτα σε ένα δέντρο: ο κόκκορας ψηλά σε ένα κλαδί, ο δέ σκύλος κάτω στην κουφάλα του δέντρου. Τα χαράματα ο κόκκορας ξύπνησε και έκραξε. Τον άκουσε μια αλεπού, πάει και του λέει διάφορες κολακίες, για να κατέβει και να τον φάει: "είσαι καλό πτηνό, και χρήσιμο στους ανθρώπους, γι' αυτό σε αγαπώ. Κατέβα, φίλε, να ψάλουμε μαζί τους ύμνους της αυγής και να χαρούμε". Ο κόκκορας, καταλαβαίνοντας την πονηριά, της απαντά: "ναι φίλε, θα κατέβω. Εκεί στη ρίζα του δέντρου, μέσα στην κουφάλα, είναι ο θυρωρός, ξύπνησε τον να ανοίξει την πόρτα να βγώ". Πάει η αλεπού, βρίσκει τον σκύλο – ο οποίος και κατασπάραξε την αλεπού.
Έτσι κάνει όποιος δέν μπορεί να αντιμετωπίσει τον εχθρό μόνος του: ζητάει βοήθεια απο κάποιον ισχυρότερο φίλο.