Αισώπου Μύθοι/Ικτίνος και όφις
Αἰσώπου Μῦθοι Ἰκτῖνος καὶ ὄφις |
Ἰκτῖνος ὄφιν ἁρπάσας ἀπέπτατο. Ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ δακὼν καὶ ἀμφότεροι ⟨ἐκ⟩ τοῦ ὕψους κατενεχθέντες, ὁ μὲν ἰκτῖνος ἐτεθνήκει· ὁ δὲ ὄφις ἔφη αὐτῷ· «Τί τοσοῦτον ἐμάνης, ὅτι τοὺς μηδὲν ἀδικοῦντας βλάπτειν ἠβούλου; ἀλλὰ δίκην ἔδωκας τῆς ἁρπαγῆς δικαίαν.»
Ὅτι πλεονεξίᾳ τις προσέχων καὶ τοὺς ἀσθενεστέρους ἀδικῶν, ἰσχυροτέρῳ προσπεσών, ὡς οὐκ ἐλπίζει, ἐκτίσει τότε καὶ ἃ πρότερον ἐποίησε κακά.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας ικτίνος λοιπόν άρπαξε ένα φίδι και πέταξε ψηλά. Καθώς το κρατούσε στα νύχια του, το φίδι γύρισε καδάγκωσε τον ικτίνο και έτσι ο ικτίνος με το φίδι κατέβηκε στη γη και ο ικτίνος ξεψυχούσε απο τη δαγκωνιά. Τότε το φίδι του είπε: «Πολλά αδύνατα πλάσματα άρπαξες και έφαγες, τώρα όμως βρήκες αυτόν που σε νίκησε και πληρώνεις για όλα τα αδύνατα πλάσματα που έχεις βλάψει.»