Αισώπου Μύθοι/Γυνή και ανήρ μέθυσος
Αἰσώπου Μῦθοι Γυνὴ καὶ ἀνὴρ μέθυσος |
Γυνή τις ἄνδρα μέθυσον εἶχε· τοῦ δὲ πάθους αὐτὸν ἀπαλλάξαι θέλουσα τοιόνδε τι σοφίζεται. Κεκαρωμένον γὰρ αὐτὸν ὑπὸ τῆς μέθης παρατηρήσασα καὶ νεκροῦ δίκην ἀναισθητοῦντα ἐπ’ ὤμων ἄρασα ἐπὶ τὸ πολυάνδριον ἀπενεγκοῦσα κατέθετο καὶ ἀπῆλθεν. Ἡνίκα δ’ αὐτὸν ἤδη ἀνανήφειν ἐστοχάσατο, προσελθοῦσα τὴν θύραν ἔκοπτε τοῦ πολυανδρίου. Ἐκείνου δὲ φήσαντος· «Τίς ὁ τὴν θύραν κόπτων;» ἡ γυνὴ ἀπεκρίνατο· «Ὁ τοῖς νεκροῖς τὰ σιτία κομίζων ἐγὼ πάρειμι.» Κἀκεῖνος· «Μή μοι φαγεῖν, ἀλλὰ πιεῖν, ὦ βέλτιστε, μᾶλλον προσένεγκε· λυπεῖς γάρ με βρώσεως, ἀλλὰ μὴ πόσεως μνημονεύων.» Ἡ δὲ τὸ στῆθος πατάξασα· «Οἴμοι τῇ δυστήνῳ, φησίν· οὐδὲν γὰρ οὐδὲ σοφισαμένη ὤνησα· σὺ γάρ, ἄνερ, οὐ μόνον οὐκ ἐπαιδεύθης, ἀλλὰ καὶ χείρων σαυτοῦ γέγονας, εἰς ἕξιν σοι καταστάντος τοῦ πάθους.»
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ ταῖς κακαῖς πράξεσιν ἐγχρονίζειν. Ἔστι γὰρ ὅτε καὶ μὴ θέλοντι τῷ ἀνθρώπῳ τὸ ἔθος ἐπιτίθεται.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Μια γυναίκα είχε άντρα μπεκρή. Για να τον γλυτώσει από το πάθος του σκέφτηκε το εξής τέχνασμα. Μια φορά που από το πιώμα δεν ένιωθε, τον σήκωσε στους ώμους και τον κουβάλησε στην αίθουσα του νεκροταφείου. Τον άφησε εκει μέσα και έφυγε. Αργότερα ξαναήρθε η γυναίκα εκεί, όταν λογάριαζε οτι θα έχει συνέλθει, και χτύπησε την πόρτα. «Ποιος χτυπάει την πόρτα;» ρώτησε ο μπεκρής. «Είμαι εγώ που φέρνω τροφή στους νεκρούς, απάντησε η γυναίκα», κάνοντας τη φωνή της όσο μπορούσε να μοιάζει με αντρικιά. -Σ' εμένα μη φέρνεις τροφή, πιοτό φέρε μου. Με σταναχωρείς, ρε φίλε, που μιλάς για φαγητό, εγώ για πιοτό θέλω να ακούω», απάντησε ο μπεκρής. Τότε η γυναίκα χτυπώντας το στήθος της, «Αλίμονο μου η κακοκοίρα, είπε, τίποτα δεν κατάφερα με τόσο τέχνασμα, εσύ δεν διορθώθηκες, χειρότερος ακόμα έγινες. Σου έγινε έξη το πάθος.»