Αισώπου Μύθοι/Γεωργός και κύνες
Αἰσώπου Μῦθοι Γεωργὸς καὶ κύνες |
Γεωργὸς ὑπὸ χειμῶνος ἐναποληφθεὶς ἐν τῇ ἐπαύλει, ἐπειδὴ οὐκ ἠδύνατο προελθεῖν καὶ ἑαυτῷ τροφὴν πορίσαι, τὸ μὲν πρῶτον τὰ πρόβατα κατέφαγεν. Ἐπειδὴ δὲ ἔτι ὁ χειμὼν ἐπέμενε, καὶ τὰς αἶγας κατεθοινήσατο. Ἐκ τρίτου δέ, ὡς οὐδεμία ἄνεσις ἐγίνετο, καὶ ἐπὶ τοὺς ἀροτῆρας βοῦς ἐχώρησεν. Οἱ δὲ κύνες θεασάμενοι τὰ πραττόμενα ἔφασαν πρὸς ἀλλήλους· «Ἀπιτέον ἡμῖν ἐνθένδε· ὁ δεσπότης γάρ, εἰ οὐδὲ τῶν συνεργαζομένων βοῶν ἀπέσχετο, ἡμῶν πῶς φείσεται;»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι δεῖ τούτους μάλιστα φυλάττεσθαι οἳ οὐδὲ τῆς κατὰ τῶν οἰκείων ἀδικίας ἀπέχονται.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας γεωργός απο την κακοκαιρία αποκλείστηκε στο αγρόκτημά του και δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από αυτό για να αποκτήσει τροφή. Έφαγε λοιπόν τα πρόβατα που είχε στο αγρόκτημα. Καθώς η κακοκαιρία εξακολουθούσε και δεν μπορούσε να βγει από το αγρόκτημα, έσφαξε έφαγε και τα κατσίκια του. Η κακοκαιρία δεν έλεγε να υποχωρήσει, οπότε στράφηκε ακόμα και στα βόδια με τα οποία όργωνε. Τα σκυλιά του αγροκτήματος σαν το είδαν αυτό, είπαν: «Πάμε να φύγουμε αμέσως από εδώ! Αυτός δεν λυπάται ούτε τα βόδια που είναι οι απαραίτητοι συνεργάτες του στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. Εμάς θα λυπηθεί;»