Αισώπου Μύθοι/Γεωργός και αετός
Αἰσώπου Μῦθοι Γεωργὸς καὶ ἀετός |
Γεωργὸς ἀετὸν εὑρὼν ἠγρευμένον, τὸ κάλλος αὐτοῦ θαυμάσας, ἀπέλυσεν αὐτὸν ἐλεύθερον. Ὁ δὲ οὐκ ἄμοιρος αὐτῷ χάριτος κατεφάνη, ἀλλ’ ὑπὸ τεῖχος σαθρὸν καθήμενον ἰδών, προσπετάσας τοῖς ποσὶν ἦρε τὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ φακιόλιον. Ὁ δὲ ἐξαναστὰς ἐδίωκε· τοῦτο δὲ ὁ ἀετὸς ἔρριψε. Καὶ ἀναλαβόμενος αὐτὸ καὶ ὑποστρέψας εὗρε τὸ τεῖχος συμπεπτωκὸς ἔνθα ἐκάθητο, θαυμάσας τὴν ἀμοιβήν.
Ὅτι τοὺς ἀγαθόν τι πεπονθότας ἔκ τινος ἀντευεργετεῖν χρή· [ὃ γὰρ ἀγαθὸν ποιήσεις, ἀντιδοθήσεταί σοι.]
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας γεωργός βρήκε έναν αετό πιασμένο σε παγίδα, τον θαύμασε και τον ελευθέρωσε. Ο αετός δεν ξέχασε την χάρη που χρωστούσε. Μια μέρα ο γεωργός καθόταν στη βάση ενός ετοιμόρροπου τείχους. Τότε ήρθε ξαφνικά ο αετός και του άρπαξε το μαντίλι απο το κεφάλι. Ο γεωργός σηκώθηκε κ άρχισε να κηνυγάει τον αετό. Ο αετός, σαν απομακρύνθηκε αρκετά από εκείνο το σημείο, άφησε τοκεφαλομάντηλο να πέσει, ο γεωργός το πήρε, και γύρισε ξανά εκεί που καθόταν. Τότε είδε ότι το τείχος είχε πέσει την ώρα που εκείνος κυνηγούσε τον αετό. Ο γεωργός κατάλαβε: «Γι' αυτό ο αετός μου άρπαξε το κεφαλομάντηλο, Αν δεν είχα σηκωθεί να τον κυνηγήσω, το τείχος θα με είχε πλακώσει.»