Αισώπου Μύθοι/Βουκόλος και λέων
Αἰσώπου Μῦθοι Βουκόλος καὶ λέων |
Βουκόλος βόσκων ἀγέλην ταύρων ἀπώλεσε μόσχον. Περιελθὼν δὲ καὶ μὴ εὑρὼν ηὔξατο τῷ Διί, ἐάν τὸν κλέπτην εὕρῃ, ἔριφον αὐτῷ θῦσαι. Ἐλθὼν δὲ εἴς τινα δρυμῶνα καὶ θεασάμενος λέοντα κατεσθίοντα τὸν μόσχον, περίφοβος γενόμενος, ἐπάρας τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανόν, εἶπε· «Ζεῦ δέσποτα, πάλαι μέν σοι ηὐξάμην ἔριφον θῦσαι, ἂν τὸν κλέπτην εὕρω, νῦν δὲ ταῦρόν σοι θύσω, ἐὰν τὰς τοῦ κλέπτου χεῖρας ἐκφύγω.»
Οὗτος ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ’ ἀνδρῶν δυστυχούντων, οἵτινες ἀπορούμενοι εὔχονται εὑρεῖν, εὑρόντες δὲ ζητοῦσιν ἀποφυγεῖν.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας βοσκός βοδιών έχασε απο το κοπάδι του ένα μοσχάρι. Έψαξε κ δέν το βρήκε. Τότε προσευχήθηκε στον Δία. «Να βρώ το μοσχαράκι μου! αν, χάρις σ' εσένα, το βρω, θα σου θυσιάσω ένα κατσίκι.» Έπειτα μπήκε ψάχνοντας σε ένα δάσος είδε το μοσχάρι του να το σπαράζει κσι να το τρώει ένα λιοντάρι. Τότε φοβήθηκε μήπως το λιοντάρι επιτεθεί και στον ίδιο, γι' αυτό σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: Ω «Δία, πρωτύτερα έταξα να σου θυσιάσω κατσίκι αν βρώ τον κλέφτη, τώρα σου τάζω να σου θυσιάσω ταύρο άν ξεφύγω απο τον κλέφτη.»