Αισώπου Μύθοι/Βάτραχοι γείτονες
Αἰσώπου Μῦθοι Βάτραχοι γείτονες |
Δύο βάτραχοι ἀλλήλοις ἐγειτνίων. Ἐνέμοντο δὲ ὁ μὲν βαθεῖαν καὶ τῆς ὁδοῦ πόρρω λίμνην, ὁ δὲ ἐν ὁδῷ μικρὸν ὕδωρ ἔχων. Καὶ δὴ τοῦ ἐν τῇ λίμνῃ παραινοῦντος θατέρῳ μεταβῆναι πρὸς αὐτόν, ἵνα καὶ ἀμείνονος καὶ ἀσφαλεστέρας διαίτης μεταλάβῃ, ἐκεῖνος οὐκ ἐπείθετο λέγων δυσαποσπάστως ἔχειν τῆς τοῦ τόπου συνηθείας, ἕως οὗ συνέβη ἅμαξαν τῇδε παριοῦσαν θλᾶσαι αὐτόν.
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς φαύλοις ἐπιτηδεύμασιν ἐνδιατρίβοντες φθάνουσιν ἀπολλύμενοι πρὶν ἢ ἐπὶ τὰ καλλίονα τρέπεσθαι.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Δυο βάτραχοι κατοικούσαν αρκετά κοντά ο ένας στον άλλο. Ο ένας κατοικούσε σε μια βαθιά λίμνη σε απόσταση από το δρόμο, ο άλλος κατοικούσε σε μια λακουβίτσα με νερό πάνω στο δρόμο. Λέει ο λιμνίσιος βάτραχος: «Έλα κι εσύ να κατοικήσεις στη λίμνη μας, έχει μπόλικο νερό και δεν πρόκειται να ξεραθεί, έχει περισσότερη ησυχία και περισσότερη τροφή. Γιατί μένεις εκεί πάνω στο δρόμο, όπου είναι κ επικίνδυνα, περνάνε άμαξες και άνθρωποι.» Λέει ο δρομίσιος βάτραχος: «Ναι, άλλα δεν μπορώ να έρθω εκεί, γιατί εγώ σε αυτό το δικό μου περιβάλλον έχω συνηθίσει.» Κ έτσι συνέχισε να κατοικεί στη λακκούβα με το νερό του δρόμου, ώσπου μια άμαξα περνώντας τον πάτησε.