Αισώπου Μύθοι/Αλώπηξ και πίθηκος περί ευγενείας ερίζοντες
Αἰσώπου Μῦθοι Ἀλώπηξ καὶ πίθηκος περὶ εὐγενείας ἐρίζοντες |
Ἀλώπηξ καὶ πίθηκος ἐν ταὐτῷ ὁδοιποροῦντες περὶ εὐγενείας ἤριζον. Πολλὰ δὲ ἑκατέρου διεξιόντος, ἐπειδὴ ἐγένοντο κατά τινα τόπον, ἐνταῦθα ἀποβλέψας ἀνεστέναξεν ὁ πίθηκος. Τῆς δὲ ἀλώπεκος ἐρομένης τὴν αἰτίαν, ὁ πίθηκος ἐπιδείξας αὐτῇ τὰ μνήματα, εἶπεν· «Ἀλλ’ οὐ μέλλω κλάειν, ὁρῶν τὰς στήλας τῶν πατρικῶν μου ἀπελευθέρων καὶ δούλων;» Κἀκείνη πρὸς αὐτὸν ἔφη· «Ἀλλὰ ψεύδου ὅσα βούλει· οὐδεὶς γὰρ τούτων ἀναστὰς ἐλέγξει σε.»
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ ψευδολόγοι τότε μάλιστα καταλαζονεύονται, ὅταν τοὺς ἐλέγχοντας μὴ ἔχωσιν.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Ένας πίθηκος και μια αλεπού οδοιπορούσαν μαζί, καθώς βάδιζαν προσπαθούσαν ο καθένας να αποδείξει ότι κατάγεται από πιο ευγενείς προγόνους. Έλεγαν πολλά επιχειρήματα και τα δύο μέρη. Σε κάποιο σημείο, περνούσαν κοντά από ένα κοιμητήριο. Κοιτάζει ο πίθηκος προς τα μνήματα και βγάζει έναν βαθύ αναστεναγμό. «Γιατί αναστενάζεις;» ρωτά η αλεπού. - «Μα πώς να μην αναστενάζω και να μην κλαίω ακόμα, όταν βλέπω τις επιτύμβιες στήλες τόσων δούλων των προγόνων μου και όσων δούλων που είχαν οι πρόγονοί μου και τους χάρισαν την ελευθερία!» Του λέει η αλεπού: «Λέγε όσα ψέματα θέλεις, ελεύθερα! Δεν πρόκειται να σηκωθεί κανείς από αυτούς για να σε διαψεύσει.»