Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αισώπου Μύθοι/Αλώπηξ και πίθηκος βασιλεύς αιρεθείς

Από Βικιθήκη
Αἰσώπου Μῦθοι
Ἀλώπηξ καὶ πίθηκος βασιλεὺς αἱρεθείς


Ἐν συνόδῳ τῶν ἀλόγων ζῴων πίθηκος ὀρχησάμενος καὶ εὐδοκιμήσας βασιλεὺς ὑπ’ αὐτῶν ἐχειροτονήθη. Ἀλώπηξ δὲ αὐτῷ φθονήσασα, ὡς ἐθεάσατο ἔν τινι πάγῃ κρέας κείμενον, ἀγαγοῦσα αὐτὸν ἐνταῦθα ἔλεγεν ὡς εὑροῦσα θησαυρὸν αὐτὴ μὲν οὐκ ἐχρήσατο, γέρας δὲ αὐτῷ τῆς βασιλείας τετήρηκε, καὶ παρῄνει αὐτῷ λαμβάνειν. Τοῦ δὲ ἀτημελήτως ἐπελθόντος καὶ ὑπὸ τῆς πάγης συλληφθέντος, αἰτιωμένου τε τὴν ἀλώπεκα ὡς ἐνεδρεύσασαν αὐτῷ, ἐκείνη ἔφη· «Ὦ πίθηκε, σὺ δὲ τοιαύτην μωρίαν ἔχων τῶν ἀλόγων ζῴων βασιλεύεις;»

Οὕτως οἱ τοῖς πράγμασιν ἀπερισκέπτως ἐπιχειροῦντες ἐπὶ τῷ δυστυχεῖν καὶ γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.

Στα νέα Ελληνικά

[Επεξεργασία]

Σε μια συνέλευση των ζώων, ο πίθηκος χόρεψε πολύ όμορφα, τα ζώα γοητεύθηκαν και τον έστεψαν βασιλιά τους. Η αλεπού φθονούσε τον πίθηκο που έγινε βασιλιάς και ζητούσε ευκαιρία να τον βλάψει. Έτσι, μια φορά είδε μια παγίδα που είχε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας για δόλωμα· πάει στον πίθηκο και του λέει: «Βρήκα κάτι πολυτιμότατο, δεν θέλησα να το απολαύσω εγώ, το άφησα για σένα ως δώρο άξιο ενός βασιλιά.» - «Πού είναι;» - «Έλα να σου δείξω.» Τον έφερε έτσι τον πίθηκο και του έδειξε το κρέας στην παγίδα. Πάει ο πίθηκος να το πάρει, πιάστηκε στην παγίδα. Κατηγορούσε την αλεπού: «Το ήξερες ότι είναι παγίδα! είσαι ζηλόφθονη, ύπουλη, προδότρα.» Και η αλεπού του απαντά: «Εσύ πώς είναι δυνατόν να βασιλεύεις όταν τόσο εύκολα ξεγελιέσαι από μια προδότρα;»